Κάποτε εκεί στην Αριστοτέλους 17, στο υπουργείο Υγείας, θα πρέπει να μάθουν να λειτουργούν με σοβαρότητα, με οργάνωση και όχι με προχειρότητα και παρορμητισμό. Όταν πρέπει να λύσεις προβλήματα, δεν δημιουργείς άλλα. Όταν θέλεις να κάνεις μεταρρυθμίσεις, τις μελετάς πολύ καλά και φροντίζεις να έχεις τουλάχιστον με το μέρος σου τους ομοϊδεάτες σου και όχι να συσπειρώνεις τους πάντες εναντίον σου. Έτσι ώστε να μην κάνεις επικοινωνιακή ζημιά στην κυβέρνηση και να μην αναγκάζεσαι να οπισθοχωρείς, όπως έγινε πρόσφατα με τα εμβόλια κατά της γρίπης.
Καλές οι προθέσεις της αναπληρώτριας υπουργού Ειρήνης Αγαπηδάκη να βρει λύση στο πρόβλημα της έλλειψης προσωπικών γιατρών, αλλά τα σχέδια της -για την μετατροπή των αγροτικών γιατρών σε γενικούς και παθολόγους, αλλά και ειδικά αυτά που αφορούν στις οικονομικές απολαβές της τάξης 100.000-150.000 ευρώ σε όσους γιατροιύς επαναπατριστούν και γίνουν οικογενειακοί- εξόργισαν σχεδόν ολόκληρη την ιατρική κοινότητα (ΠΙΣ, παθολόγους, νοσοκομειακούς κ.λπ.). Εξαίρεση ίσως αποτελούν οι οικογενειακοί γιατροί, οι οποίοι διατηρούν όμως επιφυλάξεις. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:
Οι εξαγγελίες Αγαπηδάκη για το Σ/Ν που πρόκειται να προωθήσει
Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη ενημέρωσε την Παρασκευή τους συντάκτες υγείας σχετικά με τη μεταρρύθμιση που έχει ως στόχο να αυξήσει τον αριθμό των Παθολόγων και των Γενικών Ιατρών στη χώρα μας και να ενισχύσει τον θεσμό του Προσωπικού Ιατρού.
Ειδικότερα, ανέφερε ότι “μόλις το 6% των αποφοίτων των ιατρικών σχολών στη χώρα μας επιλέγει την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής και της Παθολογίας, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 26%. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βγαίνουν άγονες οι προκηρύξεις και να υπάρχουν πολλές κενές θέσεις Παθολόγων και Γενικών Ιατρών τόσο στο Δημόσιο όσο και στον Ιδιωτικό Τομέα. Είναι λοιπόν αναγκαίο να δοθούν κίνητρα, ώστε να έχουμε περισσότερους ιατρούς αυτών των ειδικοτήτων στη χώρα μας. Για να το πετύχουμε αυτό, ενισχύοντας παράλληλα και τον θεσμό του Προσωπικού Ιατρού, προχωρούμε άμεσα σε τρεις παρεμβάσεις:
- Αναβαθμίζουμε την υποχρεωτική υπηρεσία των νέων ιατρών: καταργείται ο αναχρονιστικός θεσμός της υποχρεωτικής υπηρεσίας ιατρών υπαίθρου (γνωστού και ως «αγροτικό»)και θεσμοθετείται η υποχρεωτική θητεία προσωπικού ιατρού η οποία θα διαρκεί ένα έτος και θα πραγματοποιείται τόσο σε αστικές, όσο και σε ημιαστικές και αγροτικές περιοχές. Έτσι, οι νέοι ιατροί, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους και την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλματος, θα υπηρετούν ως Προσωπικοί Ιατροί. Με αυτόν τον τρόπο θα καλυφθεί το σύνολο του πληθυσμού της χώρας με Προσωπικούς Ιατρούς.
- Δίνουμε κίνητρα στους νέους ιατρούς ώστε να επιλέξουν την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής ή της Παθολογίας: μετά την υποχρεωτική τους θητεία (12μηνη) ως Προσωπικοί Ιατροί, οι νέοι γιατροί που θα επιλέξουν την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής ή Παθολογίας, θα λαμβάνουν 30.000 καθαρές αποδοχές (45.000 μικτές) πλέον όσων προβλέπονται, ενώ παράλληλα θα έχουν και σημαντικά επιστημονικά και επαγγελματικά κίνητρα. Με αυτόν τον τρόπο, από το 6% που είναι σήμερα, υπολογίζουμε ότι θα προσεγγίσουμε σε βάθος 4ετίας, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 26% και σταδιακά, θα καλύψουμε τις ανάγκες της χώρας μας σε Γενικούς Ιατρούς και Παθολόγους, τόσο στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, όσο και στα Νοσοκομεία. Είναι η πρώτη φορά που παρέχονται κίνητρα σε νέους ιατρούς ώστε να σταδιοδρομήσουν επαγγελματικά και να παραμείνουν στη χώρα μας.
- Υλοποιούμε στοχευμένο πρόγραμμα επαναπατρισμού Γενικών Ιατρών και Παθολόγων από την Κύπρο και τη Μεγάλη Βρετανία το οποίο περιλαμβάνει συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις και παρέχει ισχυρά επιστημονικά και οικονομικά κίνητρα (ενδεικτικά, οι ετήσιες οικονομικές απολαβές θα κυμαίνονται από 100.000-150.000 ευρώ και θα συνοδεύονται από μειωμένη φορολόγηση η οποία είναι ήδη σε ισχύ για όσους επιστήμονες επιλέγουν τον επαναπατρισμό τους).
Η αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας ανέφερε επίσης ότι σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και την ακαδημαϊκή κοινότητα, δρομολογείται η ανάπτυξη Πανεπιστημιακών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ώστε να ενισχυθεί η εκπαίδευση των Γενικών Ιατρών, των Παθολόγων αλλά και άλλων επαγγελματιών υγείας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ώστε να παρέχουν πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες και να αποκτήσουν νέες δεξιότητες και γνώση, σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Επιπλέον, θεσμοθετείται ο ρόλος του Συντονιστή Φροντίδας (Patient Navigator) ο οποίος θα συνδράμει τον Προσωπικό Ιατρό στην καθημερινή του εργασία και θα διευκολύνει τους ασθενείς στην πλοήγηση τους στο εθνικό σύστημα υγείας, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζει την ολιστική κάλυψη των αναγκών τους, μέσω πχ της διασύνδεσης τους με τις κοινωνικές υπηρεσίες, κ.α.
“Στόχος του Υπουργείου Υγείας μέσα από όλες αυτές τις παρεμβάσεις που περιλαμβάνει η νέα μεταρρύθμιση είναι η ενίσχυση του Θεσμού του Προσωπικού Γιατρού και η δημιουργία νέας δεξαμενής Γενικών Γιατρών και Παθολόγων, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες υγείας των πολιτών σε κάθε γωνιά της χώρας”, κατέληξε η κ. Αγαπηδάκη.
ΕΙΝΑΠ: Επικίνδυνο αλλά και προσβλητικό το σχέδιο Αγαπηδάκη για τον αγροτικό προσωπικό γιατρό
“Εδώ και πολλά χρόνια έχουμε επισημάνει την ανάγκη κατάργησης του θεσμού του γιατρού υπαίθρου που δεν καλύπτει τις υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού. Εδώ και πολλά χρόνια διεκδικούμε προσλήψεις μόνιμων παθολόγων και γενικών γιατρών, καθώς και γιατρών όλων των ειδικοτήτων.
Αντί αυτού ανακοινώνεται η πρόθεση τοποθέτησης των ανειδίκευτων
πτυχιούχων συναδέλφων σε θέσεις προσωπικού γιατρού. Αυτό προφανώς δεν καλύπτει τις ανάγκες της διαλυμένης ΠΦΥ, αφού θα λειτουργήσει ως «κόφτης» ιατρικών υπηρεσιών.
Πολύ απλά κανένας «προσωπικός γιατρός άνευ ειδικότητας» δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες καθημερινής εργασίας στο περιφερειακό ιατρείο ή στο κέντρο Υγείας, εφημέρευσης και διαχείρισης 2000 κατοίκων στα πλαίσια του Νομού ή της Περιφέρειας.
Για τους ίδιους λόγους το σχέδιο αυτό θα υπονομεύσει ευθέως την εργασιακές συνθήκες των νέων συναδέλφων μας, καθώς και την επιστημονική τους εξέλιξη. Ένα τέτοιο νομοθέτημα θα ενισχύσει την φυγή των νέων γιατρών στο εξωτερικό. Οι συνάδελφοι χωρίς ειδικότητα δεν μπορούν να αναλάβουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν.
Τα οικονομικά κίνητρα που ευνοούν ορισμένες ειδικότητες έναντι άλλων μας βρίσκουν παντελώς αντίθετους. Η τακτική άλλης αμοιβής για άλλη ειδικότητα είναι πέρα από κάθε λογική. Η τακτική άλλης αμοιβής για άλλη ειδικότητα είναι πέρα από κάθε λογική. Το Υπουργείο αντί να διχάζει τους γιατρούς της χώρας μπορεί απλά να αποδώσει τα οφειλόμενα σε όλους, όπως επιτάσσουν και οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις και να υλοποιήσει τα δίκαια αιτήματα του κλάδου για αυξήσεις αποδοχών σε όλους, είτε είναι νεοεισερχόμενοι είτε ήδη υπηρετούν.
Σε ότι αφορά την επιστροφή των γιατρών που έφυγαν στο εξωτερικό στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και εξακολουθούν να φεύγουν, η ΕΙΝΑΠ σημειώνει ότι “η κυβέρνηση δια στόματος της κ. Αγαπηδάκη προκαλεί όταν προτείνει να επιλέγονται προς «επαναπατρισμό» γιατροί από Μ. Βρετανία και Κύπρο με 150.000€, ποσό πολλαπλάσιο του μισθού των ήδη υπηρετούντων γιατρών του ΕΣΥ.
Αμειβόμαστε με ψίχουλα και παραμένουν χιλιάδες κενές θέσεις, όχι μόνο παθολόγων, αλλά γιατρών όλων των ειδικοτήτων. Χιλιάδες Έλληνες γιατροί εργάζονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Προκειμένου να επιστρέψουν αλλά και να μην φύγουν και άλλοι νέοι επιστήμονες, είναι απαραίτητο να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας και να αυξηθούν δραστικά οι αποδοχές των ήδη υπηρετούντων.
Η αποστροφή ότι «η ανάπτυξη πανεπιστημιακών μονάδων ΠΦΥ θα ενισχύσει την εκπαίδευση…κ.λπ.» είναι ομοίως εξαιρετικά προσβλητική για όλους τους ήδη υπηρετούντες που υλοποιούν την εκπαίδευση των νεότερων επί δεκαετίες”.
Η ΕΙΝΑΠ απαιτεί:
1. Να μην κατατεθεί κανένα σχέδιο νόμου. Μία τέτοια κίνηση θα προκαλέσει μαζικές παραιτήσεις ιατρών του ΕΣΥ, οδηγώντας το στην οριστική του διάλυση.
2. Ενίσχυση των νοσοκομείων και της ΠΦΥ με μόνιμο προσωπικό ώστε και να καλυφθούν οι χιλιάδες κενές θέσεις με προσλήψεις Επιμελητών ΄Β και ισχυρή χρηματοδότηση.
3. Μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών.
4. Διπλασιασμός των μισθών του ΕΣΥ.
Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων Ελλάδος (ΕΕΠΕ): Πυροτέχνημα η δήθεν διαβούλευση για τον προσωπικό γιατρό
“Για ακόμη μία φορά η αρμόδια για τον θεσμό του προσωπικού γιατρού υφυπουργός ξεκινάει με ένα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας πυροτέχνημα την δήθεν η δήθεν διαβούλευση για τον προσωπικό γιατρό“, αναφέρει η Επαγγελματική Ένωση Παθολόγων Ελλάδος ΕΕΠΕ μετά τις ανακοινώσεις Αγαπηδάκη για τον προσωπικό γιατρό και αναρωτιέται “Ποιοι λαμπροί νόες επιχειρούν να τοποθετήσουν Ιατρούς με μηδενική κλινική εμπειρία ως προσωπικούς στην θέση αγροτικών Ιατρών, ενώ οι Παθολόγοι έχουνε πέντε χρόνια κλινική άσκηση στην Παθολογία, όπως και οι Παιδίατροι στην Παιδιατρική και οι Γενικοί Ιατροί πλέον ένα χρόνο στην Παθολογία και τρεις μήνες στην Παιδιατρική και συνολικά πέντε χρόνια με τα υπόλοιπα γνωστικά τους αντικείμενα.
Με την κατάληψη αυτών των θέσεων από ανειδίκευτους Ιατρούς θα προκύψουν σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία των ασθενών, η οποία κατά τη γνώμη μας θα βρίσκεται σε συνεχή απειλή.
Και όλα αυτά μετά μία περίοδο αδράνειας και εν αναμονή νέων συζητήσεων ημών και άλλων φορέων με το Υπουργείο Υγείας για την επίλυση επιτέλους των σοβαρών προβλημάτων τα οποία εμποδίζουν την πλήρη ανάπτυξη των μέτρων για την εφαρμογή του θεσμού, η οποία όμως απαιτεί συζήτηση, στρατηγική και τακτικές που να καλύπτουν τις ιδιαίτερες ανάγκες της χώρας μας, αλλά και να εκμεταλλεύονται τις χιλιάδες των ειδικών γιατρών, οι οποίοι παρά τις αντίξοες συνθήκες συνεχίζουν να εξασκούν το λειτούργημα τους καθημερινά”.
Σε ότι αφορά τις αμοιβές η Ένωση Παθολόγων σημειώνει ότι “το ευφυολόγημα της εφάπαξ χορήγησης 40 – 50.000 € για την επιλογή της ειδικότητάς του Παθολόγου είναι ένα κακής έμπνευσης κίνητρο.
Προτιμότερο είναι να βρεθεί λύση για την ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με ανθρώπινες συνθήκες για γιατρούς και ασθενείς και αντί υποσχέσεων για ποσά, που δεν πρόκειται ποτέ να δώσει για τον επαναπατρισμό Ιατρών, ας φροντίσει για τις σωστές αμοιβές σε όλες τις βαθμίδες υγείας”.
Γενικοί Ιατροί: Θετικές οι παρεμβάσεις, αλλά με επιφυλάξεις
Ο Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), Ευάγγελος Φραγκούλης, δήλωσε τα εξής:
«Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός πως η πολιτεία έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο να μείνει χωρίς Γενικούς Οικογενειακούς Ιατρούς και Παθολόγους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε συστήματος υγείας και σχεδιάζει άμεσα παρεμβάσεις για να αυξήσει τη δεξαμενή τους.
Στο πλαίσιο αυτό μόνο ως θετικά κρίνονται τα κίνητρα που δίνονται στους νέους γιατρούς για να επιλέξουν τις βασικές αυτές ειδικότητες. Βέβαια τον κρίσιμο ρόλο στην επιλογή ειδικότητας για έναν νέο γιατρό παίζει το πως προδιαγράφεται το μέλλον του ως ειδικευμένου γιατρού στη χώρα και εκεί πρέπει να δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα. Προέχει συνεπώς να γίνουν επαρκώς ελκυστικές οι συνθήκες εργασίας, οικονομικές απολαβές και όχι μόνο, του ειδικευμένου γιατρού της ΠΦΥ. Σε αντίθετη περίπτωση, ακόμα και αν ο νέος γιατρός επιλέξει μια από αυτές τις ειδικότητες, τελειώνοντας την εκπαίδευσή του δυνατόν να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό, όπου οι προτάσεις εργασίας είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρες.
Θεμιτό επίσης είναι να γίνουν προσπάθειες επαναπατρισμού συναδέλφων από το εξωτερικό, καθώς η αιμορραγία νέων γιατρών αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την Υγεία στη χώρα μας. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί ένα οικονομικό κίνητρο με τη μορφή «golden hello», όπως εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες- ένα πάγιο ποσό δεκάδων χιλιάδων ευρώ στην αρχή για την κάλυψη μιας θέσης που παραμένει κενή με την προϋπόθεση ελάχιστης χρονικής παραμονής σε αυτή. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ούτε να γίνει ανεκτή η διαφοροποίηση της αποζημίωσής τους σε σχέση με αυτή των υπολοίπων Προσωπικών Γιατρών και για το ίδιο έργο. Η αποζημίωση αυτή φυσικά θα πρέπει να ανέλθει σε επίπεδα ανταγωνιστικά αυτών που προσφέρονται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Προβληματισμό δημιουργεί η πρόθεση νέοι ιατροί, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους και την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλματος, να υπηρετούν ως Προσωπικοί Ιατροί, καθώς εξ ορισμού δεν διαθέτουν την κατάλληλη εκπαίδευση να φέρουν εις πέρας το ρόλο αυτό. Φυσικά δεν αρκεί να τους βαφτίσουμε, πρέπει και να τους εκπαιδεύσουμε για να αναλάβουν τον κρίσιμο ρόλο του Προσωπικού Γιατρού στο σύστημα υγείας. Αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν, μόνο επικουρικά ειδικευμένων γιατρών της ΠΦΥ μέσα σε ομάδες ΠΦΥ, κατ΄αντιστοιχία με τους ειδικευόμενους γιατρούς. Επίσης το άνοιγμα θέσεων σε αστικές και ημιαστικές περιοχές, που θα ανταγωνίζονται για κάλυψη θέσεις σε αγροτικές περιοχές εγκυμονεί κινδύνους, με πιθανή την αποψίλωση του ιατρικού δυναμικού στην επαρχία. Aν δεν δοθούν παράλληλα ουσιαστικά κίνητρα στελέχωσης άγονων και απομακρυσμένων περιοχών κινδυνεύουμε να αποκτήσουμε medical deserts…”.