Έχει φανεί από νωρίς ότι η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει τον κίνδυνο για COVID-19, ενώ επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της νόσου. Οι αιτίες της παρατήρησης αυτής αποτελούν αντικείμενο μελέτης από πολλούς ερευνητές παγκοσμίως.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Γεωργία Κάσση (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) μελέτησαν τα σχετικά επιστημονικά δεδομένα και συνοψίζουν τους πιθανούς μηχανισμούς.
Στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη η σύνδεση του ιού με το κύτταρο-στόχο είναι υψηλότερης συγγένειας, γεγονός που καθιστά πιο αποτελεσματική και ταχεία την είσοδό του εντός των κυττάρων. Επιπρόσθετα, παρουσιάζεται ελαττωμένη ή καθυστερημένη κάθαρση του ιικού φορτίου στα άτομα αυτά. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη έχουν, επίσης, μειωμένη λειτουργικότητα Τ λεμφοκυττάρων, που επηρεάζει αρνητικά την ανοσολογική απόκριση στην αρχική της φάση. Από την άλλη, παρουσιάζουν αυξημένη ευαισθησία σε συνθήκες υπερφλεγμονής και υπερέκκρισης κυτταροκινών. Πολλοί δε από τους ασθενείς αυτούς είναι παχύσαρκοι, έχουν αγγειακές επιπλοκές, νεφρική νόσο ή και εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο, που όλα δυσχεραίνουν την ανταπόκρισή τους στη λοίμωξη. Ο ιός SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί συγκεκριμένους υποδοχείς για την είσοδό του στα ανθρώπινα κύτταρα. Αυτοί οι υποδοχείς φαίνεται να επηρεάζονται και από κάποια αντιδιαβητικά φάρμακα με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή άλλα μπορεί να τους εξασθενούν και άλλα να τους ενισχύουν. Αν το τελευταίο αποδειχθεί, παρέχει άλλη μια πιθανή αιτία αυξημένου κινδύνου για COVID-19 σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.