Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΟΒΑΣ, ενδοκρινολόγος, Εργαστήριο Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος «Θ. ΓΑΡΟΦΑΛΙΔΗΣ», ΕΚΠΑ-ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΤ
Η οστεοπόρωση είναι μια χρόνια ασθένεια, κατά την οποία η μάζα και η ποιότητα του οστού μειώνονται. Τα οστά γίνονται πορώδη και εύθραυστα, ο σκελετός αποδυναμώνεται και ο κίνδυνος για κατάγματα αυξάνεται ραγδαία.
Η απώλεια της οστικής μάζας συμβαίνει «αθόρυβα» και σταδιακά, συνήθως χωρίς συμπτώματα, μέχρι να συμβεί το πρώτο κάταγμα συνήθως στον καρπό, στη σπονδυλική στήλη ή το ισχίο.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα της ζωής και συχνά οδηγούν σε πόνο, δυσλειτουργία και σε χειρότερες περιπτώσεις σε θάνατο.
Δεν θα πρέπει φυσικά να αγνοούμε την επιρροή της ασθένειας αυτής στο συγγενικό περιβάλλον, καθώς θα πρέπει να αφιερώνουν χρόνο και ενέργεια βοηθώντας ένα άτομο της οικογένειάς τους που δεν μπορεί να είναι αυτόνομο.
Περίπου 1 στις 3 γυναίκες άνω των 50 θα πάθει ένα οστεοπορωτικό κάταγμα (πιο συχνά κι από καρκίνο του στήθους), όπως και 1 στους 5 άνδρες άνω των 50 (πιο συχνά και από τον καρκίνο του προστάτη). Βασικά χρόνια για τη δημιουργία ενός γερού σκελετού είναι τα χρόνια κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία, όπου το νέο οστό σχηματοποιείται πιο γρήγορα από ό,τι το παλιό οστό απομακρύνεται, κάνοντας τα οστά να γίνονται μεγαλύτερα και με μεγαλύτερη πυκνότητα. Αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης συνεχίζει μέχρι τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας, όπου η μέγιστη οστική πυκνότητα έχει συνήθως κορυφωθεί. Η απώλεια οστικής πυκνότητας γενικά ξεκινάει περίπου μετά την ηλικία των 30 ετών.
Ισχυροί παράγοντες κινδύνου:
Ηλικία, θηλυκό γένος, οικογενειακό ιστορικό, προηγούμενο κάταγμα, χαμηλή οστική πυκνότητα, φυλή/ εθνικότητα, αλκοόλ, κάπνισμα, χαμηλό σωματικό βάρος, συχνές πτώσεις, εμμηνόπαυση/ υστερεκτομή, ελλιπής διατροφή, διατροφικές διαταραχές,
ανεπαρκής άσκηση, πρωτοπαθής/δευτεροπαθής υπογοναδισμός στους άνδρες, φαρμακευτικές αγωγές επηρεάζουν τη σκελετική υγεία, ασθένειες που επηρεάζουν το σκελετό.
Μάθετε τους παράγοντες κινδύνου σας
Ηλικία
Το 90% των καταγμάτων του ισχίου παρουσιάζεται σε ανθρώπους άνω των 70 ετών. Αυτό συμβαίνει μερικώς λόγω της μειωμένης οστικής πυκνότητας. Ωστόσο, η ηλικία μπορεί, επίσης, να αποτελέσει έναν παράγοντα κινδύνου, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από την οστική πυκνότητα.
Οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας θα πρέπει να γνωρίζουν όχι μόνο την πιθανότητα να έχουν πιο αδύναμα οστά, αλλά και την αυξημένη πιθανότητα να υποστούν κάταγμα από πτώση.
Φύλο
Οι γυναίκες, κυρίως οι μετεμμηνοπαυσιακές, είναι πιο «επιρρεπείς» στην οστική απώλεια σε σχέση με τους άνδρες επειδή το σώμα τους παράγει λιγότερα οιστρογόνα. Προσεκτική παρακολούθηση της οστικής πυκνότητας στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, σε συνδυασμό με ασκήσεις ενδυνάμωσης και σωστή διατροφή, μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της οστεοπόρωσης.
Αλλά και οι άνδρες δεν απαλλάσσονται από την οστεοπόρωση. Από όλα τα κατάγματα ισχίου, περίπου το 20-25% συμβαίνει σε άνδρες, ενώ παρουσιάζουν και υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από τέτοιου είδους κατάγματα σε σύγκριση με τις γυναίκες.
Οικογενειακό ιστορικό
Επιστήμονες αποκαλύπτουν μικρές διακυμάνσεις στον ανθρώπινο γενετικό κώδικα, οι οποίες κάνουν κάποιους ανθρώπους πιο «επιρρεπείς» στην οστική απώλεια σε σχέση με άλλους. Στην πραγματικότητα, το ιστορικό των γονιών γύρω από το κάταγμα είναι ένας προκαθορισμένος παράγοντας, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από την οστική πυκνότητα.
Προηγούμενο κάταγμα ή ιστορικό κατάγματος
Πρόσφατα πολλές έρευνες έδειξαν πως άνθρωποι με προηγούμενο ιστορικό οστεοπορωτικού κατάγματος έχουν αυξημένο κίνδυνο για κάθε τύπο κατάγματος σε σύγκριση με ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν ποτέ κάποιο σπασμένο οστό.
Αυτό ισχύει τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, όπου και οι δύο έχουν διπλάσιες πιθανότητες για δεύτερο κάταγμα σε σχέση με αυτούς οι οποίοι δεν έχουν υποστεί ποτέ κάταγμα. Πρόσφατα δε δεδομένα αναφέρουν ότι εάν το προηγούμενο κάταγμα έχει συμβεί τα προηγούμενα 2 χρόνια, ο κίνδυνος μελλοντικού κατάγματος είναι πολύ μεγάλος.
Οστική πυκνότητα
- Η οστική πυκνότητα είναι ένας βασικός δείκτης για τους προσωπικούς παράγοντες κινδύνου του καθενός για κάταγμα. Συγκεκριμένα, μετρώντας την οστική πυκνότητα με διπλή απορρόφηση ακτίνων Χ είναι, προς το παρόν, το μόνο αξιόπιστο τεστ για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης.
- Η μέτρηση οστικής πυκνότητας είναι απλή, ανώδυνη, εύκολη διαδικασία και θα έπρεπε να θεωρείται τόσο απαραίτητη όσο και οι εξετάσεις αίματος και άλλες εξετάσεις ρουτίνας, οι οποίες μπορούν να προλάβουν ασθένειες και θνησιμότητα.
- Οι άνθρωποι, κυρίως μετά την ηλικία των 50 ετών, θα έπρεπε να έρθουν σε επικοινωνία με τον γιατρό τους και να συζητήσουν μαζί του, εάν χρειάζεται να γίνει μια μέτρηση οστικής πυκνότητας.
- Τα αποτελέσματα της μέτρησης οστικής πυκνότητας είναι μια σημαντική βάση για να συζητηθούν πιθανές αλλαγές στον τρόπο ζωής του ασθενούς, καθώς και πιθανή θεραπεία.
Αλκοόλ
Έρευνες έχουν δείξει πως περισσότερες από δύο μονάδες αλκοόλ (όπου 1 μονάδα αλκοόλ αντιστοιχεί σε 1 ποτήρι κρασί (120ml) ή 1 κουτάκι μπίρα (330ml) ή 1 πότο εμπορίου (45ml) την ημέρα μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για οστεοπορωτικό κάταγμα και κάταγμα στο ισχίο τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Περισσότερες από τέσσερις μονάδες αλκοόλ την ημέρα θα μπορούσαν να διπλασιάσουν αυτόν τον κίνδυνο. Μέρος του αυξημένου κινδύνου οφείλεται στην αποδιδόμενη στο αλκοόλ μείωση οστικής πυκνότητας, καθώς το αλκοόλ δρα τοξικά στα οστεοκύτταρα. Κίνδυνος δημιουργείται, επίσης, λόγω της γενικότερης επιδείνωσης της υγείας και της αυξημένης πιθανότητας πτώσης κυρίως στους ηλικιωμένους.
Κάπνισμα
Το κάπνισμα επίσης αυξάνει τον κίνδυνο για οστεοπορωτικά κατάγματα. Έρευνες σε περίπου 60.000 άτομα σε Καναδά, Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία και Ιαπωνία δείχνουν πως το κάπνισμα αυξάνει έως και 1,5 φορά επάνω τον κίνδυνο για κάταγμα του ισχίου.
Αν και ο κίνδυνος για κάταγμα από τσιγάρο αυξάνεται με την ηλικία, ο καπνός από το τσιγάρο έχει από νωρίς κακή επίδραση στα οστά μας.
Έρευνες που διεξήχθησαν στη Σουηδία κατέδειξαν πως νεαροί άνδρες καπνιστές, ηλικίας 18-20 χρόνων, είχαν μειωμένη οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση αργότερα στη ζωή τους.
Χαμηλό σωματικό βάρος
Ο δείκτης μάζας σώματος είναι μια μέτρηση που δείχνει πόσο λιπόσαρκος (ισχνός) είναι κάποιος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν «καθοδηγητής» για τη διάγνωση παραγόντων κινδύνου για οστεοπόρωση. Ένας, δείκτης μάζας σώματος μεταξύ του 20 – 25 είναι ιδανικός. Οποιοσδήποτε έχει δείκτη μάζας σώματος από 25 και πάνω θεωρείται υπέρβαρος και όποιος έχει δείκτη μάζας σώματος άνω των 30 θεωρείται παχύσαρκος. Από την άλλη, όποιος έχει κάτω από 19 θεωρείται λιποβαρής και αυτό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
«Πώς να υπολογίσετε τον Δείκτη Μάζας Σώματος(ΔΜΣ) σας»: Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) είναι η μέτρηση η οποία βασίζεται στο ύψος και το βάρος και εφαρμόζεται τόσο σε ενήλικες άνδρες όσο και γυναίκες και υπολογίζεται ως εξής: ΔΜΣ= βάρος ÷ ύψος2
Συχνές πτώσεις
Η αύξηση της πιθανότητας των πτώσεων συνοδεύεται με αύξηση του κινδύνου για κάταγμα.
Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες, όπως η μυωπία, μπορεί να φαίνονται αβλαβείς˙ άλλοι μπορεί να αποδειχτούν πολύ επικίνδυνοι (π.χ. το Αλτσχάιμερ και άλλες νευρολογικές παθήσεις). Επίσης, το περιβάλλον, όπως ολισθηρά ή ανώμαλα πατώματα και εμπόδια καταγής, και τα φάρμακα με ηρεμιστική δράση ή που επηρεάζουν την ισορροπία ή την αρτηριακή πίεση θα έπρεπε να θεωρηθούν παράγοντες κινδύνου για πτώσεις και πιθανά κατάγματα σε ισχίο, καρπό και αλλού.
Εμμηνόπαυση/Υστερεκτομή
Η έλλειψη οιστρογόνων οδηγεί σε μια αύξηση της οστικής ανακατασκευής. Στους μεγαλύτερους ανθρώπους αυτή η αναδιαμόρφωση οδηγεί κυρίως στην οστική απώλεια κι όχι στο σχηματισμό. Η υστερεκτομή, εάν ακολουθείται από απομάκρυνση των ωοθηκών, μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο για οστεοπόρωση λόγω της έλλειψης οιστρογόνων.
Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, καθώς και αυτές που απομάκρυναν τις ωοθήκες τους, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές σχετικά με τη σκελετική τους υγεία. Επίσης, ενώ η αποκατάσταση των ορμονών μπορεί να βοηθήσει στο να εμποδιστεί η οστική απώλεια, τέτοιες θεραπείες μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή και καρκίνο.
Ελλιπής διατροφή
Το χαμηλό σωματικό βάρος συνήθως συνδέεται με την ελλιπή διατροφή. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη σκελετική υγεία, κυρίως όταν το διαιτολόγιό μας είναι ελλιπές σε πρόσληψη ασβεστίου. Το ασβέστιο είναι τόσο απαραίτητο συστατικό του οστού όσο και των μυών, των νεύρων και άλλων κυττάρων στο σώμα.
Η βιταμίνη D είναι επίσης απαραίτητη, αφού βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο. Τουλάχιστον 800 διεθνείς μονάδες βιταμίνης D και 1.000-1.200mg ασβεστίου καθημερινά δρουν προστατευτικά έναντι της οστεοπόρωσης.
Διατροφικές διαταραχές
Οι διατροφικές διαταραχές, όπως η ανορεξία και η βουλιμία, μπορούν να μειώσουν δραματικά την πρόσληψη ασβεστίου και να επιταχύνουν την οστική απώλεια. Η υπερβολική απώλεια βάρους, η οποία προκαλείται από την ανορεξία και τη βουλιμία, επηρεάζει τις ωοθήκες των γυναικών, οι οποίες σταματούν να παράγουν ορμόνες.
Η ανεπάρκεια οιστρογόνων στις νεότερες γυναίκες συμβάλλει στην οστική απώλεια περίπου με τον ίδιο τρόπο που η έλλειψη οιστρογόνων επιδρά μετά την εμμηνόπαυση.
Σε όσο πιο μικρή ηλικία οι διαταραχές αυτές πλήξουν τον οργανισμό μας και όσο πιο αργά αυτές θεραπευτούν τόσο πιο σοβαρή θα είναι η οστική απώλεια που μπορεί να συμβεί.
Ανεπαρκής άσκηση
Οι άνθρωποι οι οποίοι αθλούνται συστηματικά είναι λιγότερο πιθανό να πάθουν ένα κάταγμα στο ισχίο σε σχέση με αυτούς οι οποίοι κάνουν καθιστικό τρόπο ζωής. Γυναίκες οι οποίες κάθονται περισσότερο από 9 ώρες/μέρα είναι 50% πιο πιθανό να πάθουν κάταγμα στο ισχίο σε σχέση με αυτές οι οποίες κάθονται λιγότερο από 6 ώρες/μέρα.
Πρωτοπαθής/δευτεροπαθής υπογοναδισμός στους άνδρες
Τα ανδρογόνα είναι απαραίτητα στην ανάπτυξη της μέγιστης οστικής πυκνότητας και στη διατήρηση της οστικής μάζας. Τα νέα άτομα με υπογοναδισμό και χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης έχουν χαμηλή οστική πυκνότητα, η οποία μπορεί να αυξηθεί μέσω θεραπείας για την αποκατάσταση των ορμονών.
Φαρμακευτικές αγωγές επηρεάζουν τη σκελετική υγεία
Κάποιες φαρμακευτικές αγωγές μπορεί να έχουν παρενέργειες οι οποίες αποδυναμώνουν άμεσα το οστό ή αυξάνουν τον κίνδυνο κατάγματος μέσω της πτώσης ή τραυματισμού. Οι ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν κάποια από τις παρακάτω φαρμακευτικές αγωγές θα πρέπει να συμβουλευτούν τον γιατρό τους σχετικά με τους αυξημένους κινδύνους για τη σκελετική τους υγεία:
- Γλυκοκορτικοστεροειδή.
- Συγκεκριμένα ανοσοκατασταλτικά-χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
- Υπερδοσολογία θυροξίνης.
- Συγκεκριμένες στεροειδείς ορμόνες.
- Αναστολείς αρωματάσης.
- Αντιανδρογόνα για τον καρκίνο του προστάτη.
- Αντικαταθλιπτικά
- Συγκεκριμένα αντιψυχωσικά.
- Συγκεκριμένα αντισπασμωδικά.
- Συγκεκριμένα αντιεπιληπτικά χάπια.
- Λίθιο.
- Αναστολείς αντλίας πρωτονίων.
Ασθένειες που επηρεάζουν τον σκελετό:
- Άσθμα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
- Διατροφικά/ γαστροεντερικά προβλήματα (η νόσος του Crohn, ελκώδης κολίτιδα, κοιλιοκάκη βαριατρική χειρουργική, σύνδρομο δυσαπορρόφησης).
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα.
- Αιματολογικές διαταραχές/ κακοήθεια.
- Κάποιες κληρονομικές παθήσεις.
- Υπογοναδισμός (σύνδρομο Turner, σύνδρομο Kleinfelter, αμμηνόρροια).
- Ενδοκρινολογικές διαταραχές (σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1και 2 σύνδρομο Cushing’s, υπερπαραθυρεοειδισμός, υπερθυρεοϊδισμός κ.λπ.).
- Ακινησία.
- Χρόνια Νεφρική Νόσος.
- Νευρολογικές παθήσεις (άνοια, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, Πάρκινσον, πολλαπλή σκλήρυνση).
Την τελευταία δεκαετία ερευνητές κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, επεξεργάζοντας και αναλύοντας τα επιδημιολογικά δεδομένα των παραπάνω παραγόντων κινδύνου από μεγάλες βάσεις δεδομένων πολλών χωρών της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας (με στοιχεία που κατέγραψε το Ερευνητικό Κέντρο Μελέτης του Μυοσκελετικού Συστήματος «Θ. Γαροφαλίδης» ΕΚΠΑ), κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μοντέλο υπολογισμού του μελλοντικού απόλυτου και εξατομικευμένου δεκαετούς κινδύνου κατάγματος, έτσι ώστε ο γιατρός να γνωρίζει στην καθημερινή κλινική πρακτική ποιον πρέπει να θεραπεύσει (γυναίκα και άνδρα) και ποιον όχι.
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
Τα τελευταία χρόνια, αξιοποιώντας τα δεδομένα που αναφέρθησαν παραπάνω, κατέστη δυνατόν πριν από την έναρξη θεραπείας να μπορούμε να κατηγοριοποιούμε τους ασθενείς σε χαμηλού, υψηλού και πολύ υψηλού κινδύνου, με αποτέλεσμα να έχουμε μια εξατομικευμένη παρέμβαση και όχι να χορηγούμε σε όλους τους ασθενείς τα ίδια φάρμακα και εάν αποτύχουν να αλλάζουμε αγωγή.
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με όλες τις επιστημονικές οδηγίες, διεθνείς και ελληνικές, συνιστάται οι ασθενείς πολύ υψηλού κινδύνου να ξεκινούν με αναβολική αγωγή για κάποιο χρονικό διάστημα ανάλογα με την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου φαρμάκου και να συνεχίζουν με αντικαταβολική αγωγή, ενώ οι ασθενείς υψηλού κινδύνου να ξεκινούν με αντικαταβολική αγωγή και επί αποτυχίας προτείνεται αναβολική θεραπεία. Και στις δύο περιπτώσεις συνιστάται επαρκής λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D.
Τέλος, με τη συσσωρευμένη εμπειρία πολλών ετών θα πρέπει να τονισθεί ότι η οστεοπόρωση είναι μια χρόνια νόσος, η οποία αντιμετωπίζεται, αλλά δεν θεραπεύεται και σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αντιοστεοπορωτικά φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν με ασφάλεια πολλά χρόνια, μια και το όφελος από τη μείωση των καταγμάτων ξεπερνά κατά πολύ ένα μικρό κόστος από πολύ σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Γιώργος Τροβάς είναι ενδοκρινολόγος – διαβητολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών «Θ. ΓΑΡΟΦΑΛΙΔΗΣ» και διατηρεί το ιδιωτικό του ιατρείο στο Χαϊδάρι από το 1997. Έχει εξειδικευθεί στον σακχαρώδη διαβήτη και στην οστεοπόρωση σε άνδρες και γυναίκες. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο πλαίσιο της ερευνητικής του δραστηριότητας έχει πραγματοποιήσει πλήθος ανακοινώσεων και δημοσιεύσεων σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και περιοδικά αντίστοιχα, σε σχέση με την αιτιοπαθογένεια, τους παράγοντες κινδύνου, τη διατροφή και αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης.
Είναι επιστημονικό μέλος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, πρώην πρόεδρος και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών, ιδρυτικό μέλος και πρώην πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης, μέλος της American Society for the Bone and Mineral Research και μέλος της American Endocrine Society. Κατέχει πλήθος θέσεων με την ιδιότητα επιστημονικού συμβούλου και συνεργάτη και συγγραφικά έχει συμμετοχές σε πολλά βιβλία και περιοδικά και δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά.
Για μεγέθυνση πατήστε ΕΔΩ