«Νιοί ήμασταν και γεράσαμε» και το πρόβλημα των ΜΕΘ παραμένει ακόμη στην επικαιρότητα. Εδώ και περίπου είκοσι χρόνια, από τότε που οι ΜΕΘ ήταν 150 μέχρι σήμερα που είναι 1.350. Πολλές οι κυβερνήσεις που πέρασαν από τότε, διαφορετικής ιδεολογίας και κουλτούρας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συγκυβέρνησης, ΣΥΡΙΖΑ) και δεκάδες οι υπουργοί και υφυπουργοί Υγείας, από τους οποίους πολλοί μάλιστα ήταν διακεκριμένοι γιατροί και «από πρώτο χέρι» πολλοί καλοί γνώστες των προβλημάτων του ΕΣΥ. Κι όμως δεν κατάφεραν/δεν ήθελαν/δεν τόλμησαν να δώσουν ουσιαστική λύση, όπως άλλωστε το ίδιο ισχύει και για το φαινόμενο των ράντζων στα νοσοκομεία.
Θυμάμαι όλα αυτά τα χρόνια άπειρες συνεντεύξεις τύπου των εκπροσώπων της Επιστημονικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, οι οποίοι κτυπούσαν το σήμα κινδύνου, προκειμένου οι εκάστοτε επικεφαλής να ενστερνιστούν την αγωνία τους να σώσουν όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούν. Εις μάτην! Πέρα από τα λόγια τα μεγάλα, ποτέ δεν έκατσαν οι άνθρωποι των αποφάσεων να συνεργαστούν με την επιστημονική κοινότητα και να δουν τα θέματα της υγείας από πιο σοβαρή σκοπιά. Ακόμη και τα περισσότερα κόμματα που βρέθηκαν στην αντιπολίτευση έμεναν στο στάδιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Στο κρεβάτι του πόνου όμως καταλήγουν όλοι κάποια στιγμή, πλούσιοι και φτωχοί, και όλοι έχουν δικαίωμα σε μια ποιοτική φροντίδα. Αυτό είναι κάτι που δεν «σηκώνει» πολιτική εκμετάλλευση!
Η πρόσφατη μελέτη που διεξήγαγαν ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Σωτήρης Τσιόδρας και ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Θεόδωρος Λύτρας, αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τις γνωστές παθογένειες του ΕΣΥ, οι οποίες στην περίοδο της πανδημίας έγιναν πολύ περισσότερο εμφανείς. Οι δύο καθηγητές λειτούργησαν ως σωστοί επιστήμονες αναδεικνύοντας ωμά την πραγματικότητα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (αυτήν της πανδημίας), χωρίς να έχουν στόχο ή να τους αφορά η πρόκληση πολιτικής αντιπαράθεσης και σκοπιμότητας.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του καθηγητή Σωτ. Τσιόδρα μετά το σάλο που ξέσπασε από τη δημοσιοποίηση της μελέτης: «Η αντιμετώπιση της πανδημίας απαιτεί πνεύμα ενότητας και ομοψυχίας, καθώς και συνεχή εγρήγορση. Προξενεί μεγάλη θλίψη σε έναν επιστήμονα, αλλά και σε ένα απλό πολίτη, η χρήση παλαιότερης επιστημονικής ανάλυσης, ως μέσου πολιτικής αντιπαράθεσης».
Τα ευρήματα της μελέτης είναι πολύ σημαντικά και είναι τραγική η πραγματικότητα που διαπιστώνεται. Η επιβίωση ενός ασθενούς που έχει την ατυχία να καταλήξει σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας εξαρτάται εν ολίγοις από το ποια είναι αυτή, σε ποια περιοχή της
Ελλάδας, καθώς και σε ποια χρονική στιγμή συμβαίνει η εισαγωγή τους ασθενή. Συγκεκριμένα η μελέτη συμπεραίνει ότι η πιθανότητα θανάτου νοσηλείας αυξάνεται όσο περισσότεροι είναι οι διασωληνωμένοι (δηλαδή αν δέχεται πίεση το ΕΣΥ όπως συμβαίνει τώρα με την πανδημία), καθώς και αν η ΜΕΘ βρίσκεται σε επαρχιακό νοσοκομείο. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάτω από την πίεση των αυξημένων εισαγωγών έχει πέσει η ποιότητα της φροντίδας υγείας που παρέχεται, επισημαίνοντας ότι τα δημόσια νοσοκομεία χρειάζονται ενίσχυση.
Εύστοχο όμως ήταν το σχόλιο της αναπλ. υπουργού Υγείας Μίνας Γκάγκα (μάχιμης ιατρού πνευμονολόγου στο νοσοκομείο «Η Σωτηρία» και πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας), ότι δηλαδή η μελέτη «έχει αδυναμίες στα δεδομένα και στον τρόπο που εξηγούνται», αφού ειδικότερα για τη θνητότητα εκτός ΜΕΘ καταμετρώνται και αυτοί οι ασθενείς που προσέρχονται στα ΤΕΠ των νοσοκομείων, διασωληνώνονται και πεθαίνουν στη μισή ώρα.
Όπως επίσης εύστοχο ήταν και το σχόλιο του επίκουρου καθηγητή Επιδημιολογίας Γκίκα Μαγιορκίνη, ότι δηλαδή στην έκθεση δεν διευκρινίζεται πόσοι στις ΜΕΘ είχαν εμβολιαστεί, ενώ σχετικά με τα όρια του ΕΣΥ στις 400 κατειλημμένες κλίνες ΜΕΘ όπως αναφέρεται στην έκθεση, κάθε ΥΠΕ έχει δικό της οριακό αριθμό κλινών, τον οποίο η Αττική δεν τον έφθασε ποτέ.
Και πράγματι έτσι ακριβώς είναι. Χωρίς να έχουμε πρόθεση να απαξιώσουμε τη μελέτη των δύο καθηγητών, εμείς θα προσθέταμε ότι επίσης δεν διευκρινίζεται αν οι ασθενείς με κορονοϊό που κατέληξαν εντός ή εκτός ΜΕΘ και εντός ή εκτός Αττικής, είχαν υποκείμενα νοσήματα και μάλιστα χρόνια ή βαριά (όπως καρκίνο, καρδιοπάθειες, παχυσαρκία, αρθρίτιδα κ.λπ.), καθώς και σε ποιο στάδιο της νόσου του (και του ανοσοποιητικού τους συστήματος) τους βρήκε ο κορονοϊός και εισήχθησαν στη ΜΕΘ. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε προ πανδημίας, ποια ήταν η θνητότητα στις ΜΕΘ των αντίστοιχων νοσοκομείων που εντάχθηκαν στη μελέτη, καθώς και τι συμβαίνει αντίστοιχα σε ΜΕΘ άλλων ευρωπαϊκών χωρών την ίδια περίοδο.
Το ζήτημα, λοιπόν, των ΜΕΘ δεν είναι κάτι απλό. Ρωτώντας με αφορμή τη μελέτη αυτή διάφορους εντατικολόγους μας είπαν τα εξής:
- Δεν παίζει κανένα ρόλο αν η ΜΕΘ είναι σε νοσοκομείο της Αττικής ή στην επαρχία. Υπάρχουν ΜΕΘ σε επαρχιακά νοσοκομεία που έχουν χαμηλότερα ποσοστά θνητότητας από κάποια της Αττικής. Αυτό συμβαίνει γιατί διαθέτουν πιο έμπειρο προσωπικό.
- Για τη θνητότητα εντός ή εκτός ΜΕΘ ανέκαθεν παίζει ρόλο η κατάσταση του ασθενούς τη στιγμή της εισαγωγής στο νοσοκομείο. Εν προκειμένω για τους ασθενείς με κορονοϊο που αφορά η έρευνα, πολλοί άνθρωποι –ίσως λόγω φόβου στο άκουσμα της λέξης νοσοκομείο- καταφτάνουν πολύ πιο αργά από την στιγμή του αρχικού σταδίου επιδείνωσης της νόσου.
- Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις ΜΕΘ δεν αφορά τις κλίνες, αλλά τη στελέχωση τους με επαρκές και ικανό προσωπικό. Για κάθε ασθενή σε ΜΕΘ απαιτείται η πρόσληψη 4 ατόμων που θα εργαστεί σε βάρδιες. Το υπουργείο έχει πάντα ανοιχτή τη λίστα για προσλήψεις, ωστόσο δεν υπάρχει το αντίστοιχο ενδιαφέρον. Γιατροί και νοσηλευτές προτιμούν τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι μισθοί ξεκινούν από τα 1.000 ευρώ, παρά το δημόσιο με τα περίπου 500 ευρώ. Πόσο μάλλον που τώρα στην περίοδο της πανδημίας υπάρχει ο κίνδυνος να κολλήσουν κορονοϊό.
NEWSLETTER
Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα.
Όλα αυτά τα παραπάνω καλό είναι να τα έχουν υπόψη τους όλοι εκείνοι που θέλουν να εκφέρουν άποψη για πολιτική φιλολογία.
Ωστόσο αυτό που είναι εξίσου σημαντικό είναι ότι όλοι ασχολούμαστε με τη θνητότητα των ΜΕΘ στο δημόσιο τομέα. Δεν έχουμε δει ποτέ στοιχεία για τις ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα υγείας, γενικότερα στην πορεία της λειτουργίας τους και τώρα στην πανδημία. Όχι βέβαια για να προβούμε σε αφορισμούς, μακριά από εμάς τέτοιες σκέψεις. Αλλά θα είναι σίγουρα χρήσιμα τα συγκρίσιμα στοιχεία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ώστε να εντοπιστεί η ουσία του προβλήματος σε σχέση με τα προαναφερόμενα. Δηλαδή είναι ζήτημα στελέχωσης, χρόνου επιδείνωσης της υγείας και διακομιδής του ασθενούς ή κάτι άλλο;
Ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιρειών
Είναι όμως εξίσου σημαντικό η εμπλοκή στο θέμα αυτό των ασφαλιστικών εταιρειών, από τη στιγμή που με τα ασφαλιστικά τους προγράμματα υγείας στην ουσία απαλλάσσουν τα δημόσια νοσοκομεία από ένα μεγάλο φορτίο ασθενών, υποκαθιστώντας τις υποχρεώσεις του κράτους.
Θεωρούμε ότι πέρα από το θέμα του πόσο κοστίζει μια υπηρεσία που παρέχει ο οποιοσδήποτε φορέας υγείας –είτε είναι ιδιωτικός είτε όταν θα υπάρξει κάποια στιγμή σύμπραξη με τα δημόσια νοσοκομεία (τα λεγόμενα ΣΔΙΤ), θέμα το οποίο έχει καθυστερήσει αρκετά για να υλοποιηθεί- θα πρέπει οι ασφαλιστικές εταιρείες να αναπτύξουν λόγο και δυναμική για την υγεία όλων των πολιτών (εν δυνάμει είναι όλοι υποψήφιοι πελάτες τους).
Εννοούμε δηλαδή ότι από την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών χρειάζονται δράσεις (μελέτες, ενημέρωση, πίεση προς την πολιτεία, και διεκδίκηση συμμετοχής στις αποφάσεις)που θα αφορούν στην καλή υγεία και την ευζωία των πολιτών. Βέβαια έχουν γίνει κάποιες μελέτες κατά καιρούς, ωστόσο έχουν μείνει σε κάποια συρτάρια και δεν έχουν αξιοποιηθεί περισσότερο. Πρόεδροι των σχετικών επιτροπών είναι: για τον κλάδο Υγείας ο καλός γνώστης των θεμάτων Γιάννης Καντώρος (INTERAMERICAN) και για τον κλάδο Ζωής ο πολύπειρος Κυριάκος Αποστολίδης (MetLife). Και τα δύο αυτά στελέχη επιτέλεσαν φέτος και στην εποχή της πανδημίας σημαντικό έργο! Φρονούμε ότι το έργο τους θα πρέπει να αναδειχθεί με περισσότερη δημοσιότητα και αρμοδιότητες (δημοσιοποίηση των επαφών τους με υπουργεία και άλλους θεσμούς και φορείς σε Ελλάδα και Ε.Ε.)! Εξυπακούεται ότι θα πρέπει να εγκριθεί budget διαφημίσεων για την προβολή τους!
Εξάλλου σίγουρα θα υπάρχουν ασφαλισμένοι προγραμμάτων υγείας που να μην έχουν συμπεριλάβει ολοκληρωμένη νοσοκομειακή περίθαλψη προς τον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε κανείς δεν γνωρίζει αν ακόμη και αυτός που έχει πλήρη νοσοκομειακή περίθαλψη θα βρεθεί στην Αττική ή τη Θεσσαλονίκη, τη στιγμή που θα χρειαστεί να διακομιστεί ως επείγον περιστατικό. Άρα, συμφέρει τις ασφαλιστικές εταιρείες να είναι άρτια οργανωμένα και στελεχωμένα τα δημόσια νοσοκομεία, ώστε εκείνος που θα έχει την ατυχία να καταφύγει σε αυτά – εν προκειμένω σε ΜΕΘ- να βγει υγιής, από το να αποζημιώνει τους συγγενείς για την κατάληξη του ή τον ίδιο για κινητική αναπηρία. Ίσως είναι μακάβρια όλα αυτά, αλλά δεν παύει να αποτελούν την πραγματικότητα.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο πρόεδρος της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση αυτή, ίσως σε πρώτη φάση με τη διοργάνωση ενός συνεδρίου με θέματα υγείας. Πριν κάποια χρόνια είχε αναγγελθεί η διοργάνωση ενός τέτοιου συνεδρίου, το οποίο ωστόσο αναβλήθηκε δυο φορές μέχρι που τελικά ματαιώθηκε. Εξάλλου και το ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΑΙ είχε προτείνει ανάλογη εκδήλωση προς τιμήν των ιατρών, καθώς και πρόταση βράβευσης του Γιώργου Αποστολόπουλου συμβολικά, που δεν υλοποιήθηκαν, άγνωστο για ποιους λόγους. Στόχος ήταν η προσέγγιση του κοινού και η ανάδειξη των ασφαλιστικών εταιρειών.
Στο μεταξύ και οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να επενδύσουν σοβαρά στον τομέα αυτό, στέλνοντας μηνύματα ότι τους ενδιαφέρει πραγματικά η καλή υγεία και η καλή ζωή των πολιτών, αντί να ξοδεύουν άσκοπα χρήματα για διαφημίσεις σε μέσα ενημέρωσης αμφιβόλου εγκυρότητας και αναγνωσιμότητας.
Συν τις άλλοις το κοινωνικό έργο που θα έχουν προσφέρει θα είναι τεράστιο! Θα έχουν αποδείξει ότι δεν «απομυζούν», αλλά αφουγκράζονται τις ανάγκες της κοινωνίας!