Το adalimumab είναι η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη βιολογική θεραπεία κατά της μη λοιμώδους ραγοειδίτιδας στην Ελλάδα.
«Χωρίς την κατάλληλη θεραπεία και διαχείριση, η ραγοειδίτιδα μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην όραση. Πλέον, με την έγκριση του adalimumab έχουμε στη διάθεσή μας την πρώτη εγκεκριμένη βιολογική αγωγή για να μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση της φλεγμονής, σηματοδοτώντας μια σημαντική εξέλιξη στη διαχείριση της νόσου», δήλωσε η Τίνα Ανταχοπούλου, Medical Director της AbbVie Ελλάδος. «Τα δεδομένα από τo πρόγραμμα κύριων κλινικών μελετών VISUAL ενισχύει το προφίλ ασφάλειας και αποτελεσματικότητας του adalimumab ως θεραπευτική επιλογή για ασθενείς που πάσχουν από μη λοιμώδη ραγοειδίτιδα».
Η μη λοιμώδης ραγοειδίτιδα αποτελείται από μία ομάδα ασθενειών που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα, του μεσαίου στρώματος του οφθαλμού. Μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη όραση ή απώλεια της όρασης, αποτελεί δε την πέμπτη κυριότερη αιτία τύφλωσης στον αναπτυγμένο κόσμο. Για τη θεραπεία της μη λοιμώδους ραγοειδίτιδας δεν υπάρχουν καθολικά αποδεκτές κατευθυντήριες γραμμές και, πριν από την έγκριση αυτή, οι οφθαλμίατροι και οι ρευματολόγοι είχαν περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές. Επί του παρόντος, τα κορτικοστεροειδή συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην εν λόγω θεραπεία, εφόσον αποκλείονται οι υποκείμενες παθήσεις, όπως οι λοιμώξεις. Ωστόσο, μπορεί αφενός να μην είναι αποτελεσματικά σε όλους τους ασθενείς και αφετέρου να προκαλέσουν σοβαρές μακροπρόθεσμες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως μεταξύ άλλων γλαύκωμα και καταρράκτη. Ορισμένοι ασθενείς πάσχουν από υποκείμενα νοσήματα, που δεν επιτρέπουν τη χρήση κορτικοστεροειδών.
Το adalimumab στοχεύει και δεσμεύει τον παράγοντα TNF-α, ο οποίος συμβάλει στη μεσολάβηση και ενίσχυση της φλεγμονής, που ενδέχεται να διαδραματίζει ρόλο στη ραγοειδίτιδα.
Η έγκρισης της νέας ένδειξης του adalimumab βασίστηκε στα αποτελέσματα δύο κύριων μελετών φάσης 3, των VISUAL-I και VISUAL-II, οι οποίες έδειξαν ότι οι ασθενείς με ενεργή και με ελεγχόμενη μη λοιμώδη διάμεση ραγοειδίτιδα, οπίσθια ραγοειδίτιδα και πανραγοειδίτιδα, στους οποίους χορηγήθηκε adalimumab, είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο έξαρσης της ραγοειδίτιδας ή μείωσης της οπτικής οξύτητας, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Το προφίλ ασφαλείας για ασθενείς με ραγοειδίτιδα που έλαβαν θεραπεία με adalimumab κάθε δεύτερη εβδομάδα ήταν σύμφωνο με το γνωστό προφίλ ασφαλείας για το adalimumab.