Tις δραματικές επιπτώσεις στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη που επιφέρει στη χώρα μας η οικονομική κρίση επισημαίνει με συνέντευξή του στο Nextdeal και τον Λάμπρο Καραγεώργο, o ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Τομέας Οικονομικών της Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας κ. Γιάννης Κυριόπουλος. Ο κ. Κυριόπουλος τονίζει ότι η παρούσα κατάσταση συγκροτεί μια σοβαρή “κρίση της υγείας” και ταυτοχρόνως μια κατάρρευση της “βιομηχανίας ιατρικής περίθαλψης”. Για πρώτη φορά – μετά από πολλές δεκαετίες – στις διεθνείς στατιστικές σειρές για την υγεία και τη δαπάνη υγείας απεικονίζεται κάτωθι του μέσου όρου με την ειδική επισήμανση ότι η καταγραφή αυτή επισυμβαίνει σε περίοδο -ραγδαίας και σε βραχύ χρόνο- μείωσης (>25%) του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο υγειονομικός τομέας έχει υποστεί βαρύτατα πλήγματα από την κρίση, το “μνημόνιο”, τις ιδεολογικές προκαταλήψεις και τα πολιτικά στερεότυπα επισημαίνει ο κ. Κυριόπουλος, σημειώνοντας ότι η επείγουσα ανασυγκρότησή του προαπαιτεί συνθέσεις και υπερβάσεις, εντός των οποίων η συμπληρωματική (ιδιωτική και επαγγελματική ασφάλιση) μπορεί να συμβάλλει θετικά στη πρόσθετη χρηματοδότηση, στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής υγείας. Η εμπλοκή της συμπληρωματικής ασφάλισης υγείας στη χρηματοδότηση των υπηρεσιών μπορεί να έχει πολλαπλά δημοσιονομικά, οικονομικά και υγειονομικά οφέλη και να προσθέσει -εκτός των πρόσθετων πόρων- “ελκυστικότητα” στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας με τη βελτίωση των εναλλακτικών επιλογών, τονίζει ο καθηγητής.
Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη:
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σημερινή κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας μετά από τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης;
Η οικονομική κρίση και οι ατελέσφορες “μνημονιακές” απαιτήσεις, σε συνδυασμό με τις ενδημικές δομικές στρεβλώσεις, έχουν επιφέρει μεγάλης βαρύτητας πλήγματα στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη στη χώρα μας. Κατά συνέπεια, οι δείκτες υγείας του πληθυσμού (ιδίως στη ψυχική υγεία και τη βρεφική θνησιμότητα) εμφανίζουν τάσεις ανησυχητικής στασιμότητας ή/και επιδείνωσης (σε μερικές μορφές καρδιαγγειακών νοσημάτων και νεοπλασμάτων).
Παρά το γεγονός ότι τα φαινόμενα αυτά έχουν σύνθετο και πολυπαραγοντικό χαρακτήρα, εν τούτοις εμπεριέχουν ως κοινό τόπο και μείζονα παράγοντα κινδύνου την ανεργία και την επαπειλούμενη εργασία.
Εν άλλοις λόγοις, τα εμπειρικά ευρήματα δεικνύουν ότι η επιδείνωση της σχετικής θέσης της χώρας έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ως προς το επίπεδο υγείας συνοδεύεται με ανυπέρβλητες δυσκολίες πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας. Δηλαδή, με την αύξηση του μη καλυπτόμενου -από την ασφάλιση– πληθυσμού, τη μεγέθυνση του αριθμού των πολιτών οι οποίοι εκφράζουν δυσαρέσκεια για τη μη ικανοποίηση των αναγκών υγείας και ακόμη την επέκταση της καταστροφικής δαπάνης για την υγεία σε μεγάλο μέγεθος νοικοκυριών.
Εν κατακλείδι, η πρόσφατη (και συνεχιζόμενη) “περιπέτεια” της χώρας χαρακτηρίζεται από την ένταση των παραγόντων κινδύνου για τη υγεία, τη δυσμενέστερη σχετική θέση της ως προς την κατάσταση υγείας, την ανόρθωση “φραγμών” στην πρόσβαση ιδίως των μη ευνοημένων κοινωνικών ομάδων, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Υπό το πρίσμα αυτό, η παρούσα κατάσταση συγκροτεί μια σοβαρή “κρίση της υγείας” και ταυτοχρόνως μια κατάρρευση της “βιομηχανίας ιατρικής περίθαλψης”.
Έχει καταστραφεί αυτό που ονομάζαμε κοινωνικό κράτος;
Τα διαθέσιμα δεδομένα μαρτυρούν ότι οι μεταβιβάσεις και τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν -σε μερικό βαθμό- στη μείωση του κινδύνου της φτώχειας και κατά συνέπεια του κοινωνικού αποκλεισμού, ακόμη και εντός της περιόδου της κρίσης, με τη συνδρομή βεβαίως της “οριζόντιας αλληλεγγύης”.
Παρά το γεγονός αυτό, η αποδοτικότητα των κοινωνικών παροχών είναι χαμηλή και οι κοινωνικές ανισότητες συνεχώς διευρύνονται. Η διαπίστωση αυτή παραπέμπει στη σαθρότητα της θεμελίωσης του κράτους πρόνοιας στη χώρα μας και στην ανάγκη επανασυγκρότησής του. Προδήλως, το εγχείρημα είναι δυσχερές -σε συνθήκες κρίσης- και δεν μπορεί να βασισθεί σε όρους λιτότητας αλλά αντιθέτως στην επιδίωξη βελτίωσης της κοινωνικής αποδοτικότητας.
Η επίκληση της οικονομικής κρίσης και η “μνημονιακή” ρητορική απεδείχθη αφενός αλυσιτελής και αφετέρου πρόσχημα για “αντίστροφη αναδιανομή” των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα την επίταση των ανισοτήτων και την ακύρωση των πολιτικών του κράτους πρόνοιας.
Πώς κινούνται οι δαπάνες υγείας, δημόσιες και ιδιωτικές, τα τελευταία χρόνια;
Για πρώτη φορά -μετά από πολλές δεκαετίες- στις διεθνείς στατιστικές σειρές για την υγεία και τη δαπάνη υγείας (OECD,WHO,EU) απεικονίζεται κάτωθι του μέσου όρου με την ειδική επισήμανση ότι η καταγραφή αυτή επισυμβαίνει σε περίοδο -ραγδαίας και σε βραχύ χρόνο- μείωσης (>25%) του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Έχει επισημανθεί ότι η δημόσια δαπάνη υπέστη μείωση (εντός τετραετίας) πλέον του 30% (>6,5 δισ. €) και αντιστοίχως η ιδιωτική δαπάνη περίπου 25% (>2,5δισ. €). Τα φαινόμενα αυτά έχουν προκαλέσει “τεκτονικές” αλλαγές στο σύστημα υγείας, η ανισορροπία των οποίων απαιτεί μείζονες διαρθρωτικές αλλαγές.
Ειδικότερα, η δραματική μείωση της δημόσιας δαπάνης προκάλεσε “μετακίνηση” της (ήδη μειωμένης) δαπάνης των νοικοκυριών προς την (τυπική) αυξημένη συμμετοχή στη φαρμακευτική περίθαλψη (από 11,5% σε 32,0%) και τις (άτυπες) παραπληρωμές στη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Υπό το πρίσμα αυτό, η μεγάλη μείωση της δημόσιας δαπάνης στην πρωτοβάθμια φροντίδα και συνακόλουθα η “μετακίνηση” της ιδιωτικής τοιαύτης έχουν συντείνει στην “εξάχνωση” του δικτύου της ανοικτής περίθαλψης και παράλληλα την ανόρθωση μειζόνων “φραγμών” χρήματος και χρόνου για τους πολίτες χρήστες υπηρεσιών υγείας.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η “μνημονιακής” έμπνευσης συγκρότηση δημοσίου ασφαλιστικού μονοψωνίου (ΕΟΠΥΥ) και επίσης δημόσιου ολιγοπωλίου στην πρωτοβάθμια φροντίδα (ΠΕΔΥ), απεδείχθη σε αμφότερες τις περιπτώσεις “opera fiasco”, δεδομένου ότι δεν ανταποκρίθηκαν ουδόλως στις θεμελιώδεις δηλώσεις τους (επαρκής χρηματοδότηση, καθολική κάλυψη του πληθυσμού, ευχερής πρόσβαση, ισότιμη κάλυψη). Προφανώς και εκ της εμπειρίας, πάντα ταύτα έχουν ακυρωθεί “de facto”.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν αναγκαία η περιστολή των δαπανών. Πώς το σχολιάζετε;
Πρόκειται για μια “παλαιομοδίτικη” σκέψη, η οποία θεωρεί την οικονομία του υγειονομικού τομέα (της μεγαλύτερης “βιομηχανίας” στο “δυτικό” κόσμο) ως υπόθεση λογιστικής και “μικροοργάνωσης”. Η ισορροπία της σχετίζεται με αποφάσεις του τύπου “εντολή και έλεγχος”. Δηλαδή, η προσέγγιση αυτή παραγνωρίζει (από ένα συνδυασμό πλάνης και υστεροβουλίας) ότι η υγεία και η ιατρική περίθαλψη συναποτελούν ένα ευρύτατο πεδίο ανταλλαγών, εντός του οποίου εκφράζονται δι’ επιλογών και προτιμήσεων οι ανάγκες των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό, το δίλημμα το οποίο τίθεται είναι “λιτότητα versus αποδοτικότητα”, πράγμα το οποίο σημαίνει επιλογή ανάμεσα σε πολιτικές περιστολής της δαπάνης έναντι πολιτικών καταμερισμού του κόστους αναλόγως του διανεμόμενου (κοινωνικού ή ιδιωτικού) οφέλους με επιβαρύνσεις (τη στιγμή της ανταλλαγής) αναλόγως του εισοδήματος και αντιστρόφως ανάλογα της ανάγκης.
Συμπερασματικά, οι πολιτικές οικονομικής αυστηρότητας στην υγεία -μετά από δεκαετίες προσπαθειών- σε διεθνή κλίμακα απεδείχθησαν ατελέσφορες.
NEWSLETTER
Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα.
Η αναζήτηση της αποδοτικότητας είναι η κατεύθυνση προς την οποία οφείλει να κινηθεί η εθνική πολιτική υγείας. Αντιθέτως, η εμμονή στις περιοριστικές πολιτικές πλήττει πολλαπλώς την προσφορά έγκαιρης και κατάλληλης φροντίδας στους πολίτες και αποστερεί από την ευκταία αναπτυξιακή πολιτική τη συμβολή μιας “ατμομηχανής”, αλλά και τις ευκαιρίες απασχόλησης.
Είναι μια επιλογή “χαμηλής” ισορροπίας με μονοδιάστατη σκόπευση τη μείωση (ομού μετά του πραγματικού) του κοινωνικού μισθού με βάση το ιδεόσχημα ότι αυτή η πολιτική (και ουχί η τόνωση της ενεργού ζήτησης) μπορεί να επιλύσουν το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Είναι πασίδηλο ότι η πολλαπλώς επαναλαμβανόμενη επταετής εμπειρία είναι μια επαρκής απόδειξη, αλλά ταυτοχρόνως και μια ένδειξη περί του πρακτέου.
Ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών έχει αναβαθμιστεί ή συμπαρασύρεται και αυτός σε χαμηλότερα επίπεδα;
Η μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών -πλην της υστέρησης των δημοσίων εσόδων (γενική φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές)- έχει επίσης αρνητική επίπτωση στις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, η “μνημονιακής” κατεύθυνσης αναζήτηση και επίτευξη “χαμηλής” ισορροπίας στο σύστημα υγείας υποστρέφει το σύνολο των υπηρεσιών υγείας και ιδία του ιδιωτικού τομέα για πολλαπλούς λόγους. Για τις μονάδες κλειστής περίθαλψης (>25% της εθνικής παραγωγής) και αυτές της εργαστηριακής διαγνωστικής (>90% ομοίως) η χρηματοδοτική εμπλοκή του ΕΟΠΥΥ, η μείωση των τιμών (αλλού δικαίως και αλλού αδίκως) και, επίσης, η συρρίκνωση της ζήτησης λόγω της μείωσης του εισοδήματος των νοικοκυριών συγκροτούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο καθοδικής σπείρας που επαυξάνει τους υποαπασχολούμενους πόρους μικού τομέα. Ομοίως και έτι δυσμενώς έχει η κατάσταση στην άσκηση της κλινικής πρακτικής, με εμφανή τον άμεσο κίνδυνο αποδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα υγείας, με δραματικές επιπτώσεις στο δημόσιο τομέα επίσης, δεδομένου ότι λειτουργούν από μακρού ως “συγκοινωνούντα δοχεία”.
Υπό την έννοια αυτή, οφείλει να γίνει κατανοητό ότι ο ιδιωτικός τομέας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα (ομού μετά του κρατικού) του εθνικού υγειονομικού τομέα. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να έχει λειτουργίες ομοδύναμες και συμπληρωματικές, ώστε το σύνολο των διατιθέμενων εθνικών πόρων να ευρίσκονται σε πλήρη απασχόληση, πρόσβαση και επίτευξη της αποδοτικότητας.
Οι γιατροί (ιδιώτες αλλά όχι έμμισθοι) υπάρχει η αίσθηση ότι παραμένουν ακλόνητοι στο ρόλο τους ως «παίκτες» του συστήματος υγείας. Ποια η άποψή σας;
Προφανώς, δεν συμβαίνει. Το “ακλόνητο” παραμένει στους βασικούς “παίκτες” του συλλογικού ιατρικού μονοπωλίου, το οποίο εκφράζεται αφενός από την ιατρική elite, η οποία “ρυθμίζει” την κατανομή των πόρων μέσω του ελέγχου της “τεχνολογίας υγείας” και αφετέρου (μερικώς) από την “εκπροσώπηση” του ιατρικού σώματος, η οποία έχει αυξημένη επιρροή στα όργανα τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις για την πολιτική υγείας.
Αντιθέτως, η άσκηση της κλινικής πρακτικής και της τεχνολογικής διαγνωστικής η οποία ασκείται από “μεμονωμένους μικρούς παραγωγούς” ευρίσκεται υπό ισχυρή πίεση.
Επειδή οι διαδικασίες συγκέντρωσης του κεφαλαίου και συγκεντροποίησης στο κρατικό μονοπώλιο των δημοσίων νοσοκομείων είναι παραδοσιακά ισχυρή και “ακλόνητη”, αλλά παρόμοιες τάσεις -παρά το κλίμα αβεβαιότητας- κυοφορούνται και στον ιδιωτικό τομέα.
Αντιθέτως, η ευκταία, κοινωνικά αποδεκτή (και αντιμονοπωλιακή) κοινοπρακτική μορφή μεταξύ “μικρών παραγωγών” υστερεί, για λόγους αστάθειας και απουσίας της κατάλληλης κουλτούρας.
Όμως είναι αναγκαίο να ομολογηθεί ότι ο κοινός παρονομαστής των υστερήσεων και στρεβλώσεων, οι οποίες “σκοτώνουν” σωρευτικά πόρους, εγχώριο προϊόν, απασχόληση και αποδοτικότητα, είναι η πολιτική και η κουλτούρα για την υγεία και την ιατρική περίθαλψη.
To δεύτερο μνημόνιο προέβλεπε μία συμφωνία των δημόσιων νοσοκομείων με τις ασφαλιστικές εταιρείες, η οποία μάλλον ουδέποτε λειτούργησε, ενώ μάλιστα προέβλεπε και συγκεκριμένα έσοδα για το Δημόσιο. Πώς βλέπετε το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας; Μπορεί να είναι ένας από τους χρηματοδότες του δημοσίου συστήματος υγείας;
Το γεγονός ότι πέραν του ημίσεος του αιώνα πλέον του 35% της εθνικής δαπάνης για την υγεία συνιστά ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών (εκτός τυπικής συνασφάλισης ή άλλου συμπληρωματικού ασφαλιστικού σχήματος κατά 90%) συνιστά μείζον πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα για την κεντρική διοίκηση, αλλά και για τους φορείς συμπληρωματικής (ιδιωτικής και επαγγελματικής) ασφάλισης.
Το φαινόμενο αυτό -παρά την παραδοξότητά του- έχει ως ερμηνευτική βάση τον ιδιότυπο διοικητικό “αυτισμό” του δημόσιου τομέα της υγείας, αλλά και την πρωτοφανή “αγκύλωση” της ασφάλισης να προσφέρει δέσμη κατάλληλης κάλυψης, σε ανεκτές τιμές, σε νοικοκυριά τα οποία επιζητούν συμπληρωματική κάλυψη ή ευρίσκονται σε καθεστώς “απο-ασφάλισης”.
Υπό την έννοια αυτή, η συμπληρωματική ασφάλιση (συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικής) μπορεί και οφείλει να συμβάλλει στον “εκσυγχρονισμό” και την “ορθολογικοποίηση” των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών και ως εκ τούτου στη βελτίωση της αποδοτικής κατανομής των πόρων και την προστασία των χρηστών των υπηρεσιών υγείας.
Εν άλλοις, η “ιστορία” και η “γενετική” του υγειονομικού τομέα έχουν αποφασίσει και εγγράψει αντιστοίχως (διά των διαχρονικών προτιμήσεων των πολιτών) για τη φύση και το χαρακτήρα του συστήματος υγείας.
Τούτου δοθέντος, στο μεικτό σύστημα υγείας τα εργαλεία κρατικής και τιμών μπορεί να δώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις για τη διαχείριση και τον έλεγχο της αβεβαιότητας (στην υγεία) των πολιτών και την επίτευξη της κοινωνικής αποδοτικότητας. Κατά συνέπεια, δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας χρειάζονται καλύτερη διοίκηση και οι πολίτες, οι οποίοι δαπανούν μέσω ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών, χρειάζονται επίσης (για να πεισθούν) κατάλληλη συμπληρωματική ασφάλιση.
Η εμπλοκή της συμπληρωματικής ασφάλισης υγείας στη χρηματοδότηση των υπηρεσιών μπορεί να έχει πολλαπλά δημοσιονομικά, οικονομικά και υγειονομικά οφέλη και να προσθέσει -εκτός των πρόσθετων πόρων- “ελκυστικότητα” στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας με τη βελτίωση των εναλλακτικών επιλογών.
Προς τούτο, η κεντρική διοίκηση και ο δημόσιος τομέας υγείας είναι αναγκαίο να κινηθούν στη συγκρότηση ενός ευρέος “πεδίου συναλλαγών” του οποίου τα κύρια χαρακτηριστικά πρέπει να είναι ο σεβασμός των προτιμήσεων των πολιτών, η διοικητική διαφάνεια, η αποζημίωση με βάση το έργο και την επίδοση στις εκβάσεις υγείας.
Ο υγειονομικός τομέας στη χώρα έχει υποστεί βαρύτατα πλήγματα από την κρίση, το “μνημόνιο”, τις ιδεολογικές προκαταλήψεις και τα πολιτικά στερεότυπα. Η επείγουσα ανασυγκρότησή του προαπαιτεί συνθέσεις και υπερβάσεις, εντός των οποίων η συμπληρωματική (ιδιωτική και επαγγελματική ασφάλιση) μπορεί να συμβάλλει θετικά στην πρόσθετη χρηματοδότηση, στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής υγείας.
Ποιος είναι ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος
Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας. Έχει θητεύσει για μακρό χρονικό διάστημα ως διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος της Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας και έχει εκλεγεί τέσσερις φορές κοσμήτωρ της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας. Ακόμη, έχει, ακόμη, διατελέσει σύμβουλος κυβερνήσεων και οργανισμών, έκτακτος σύμβουλος στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και έκτακτος σύμβουλος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Έχει λάβει τιμητικές διακρίσεις από διεθνείς οργανισμούς και πανεπιστήμια της αλλοδαπής. Tα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στα οικονομικά της Υγείας, στις πολιτικές Υγείας και στην κοινωνική πολιτική και ασφάλιση. Παράλληλα, οι ακαδημαϊκές του δραστηριότητες επεκτείνονται στην παρουσίαση εργασιών σε εθνικές και διεθνείς διασκέψεις και συνέδρια, δημοσιεύσεις άρθρων σε επιστημονικές και ειδικές εκδόσεις στο πεδίο των οικονομικών και της πολιτικής της υγείας. Έχει, επίσης, χρηματίσει μέλος σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς δημόσιας υγείας και διοίκησης υπηρεσιών υγείας, όπως πρόεδρος του Federation for International Cooperation of Health Services and Systems Research Centers (FICOSSER) και ιδρυτής και επίτιμος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΔΥΥ), της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Φαρμακοοικονομίας (ΕΕΕΦ) και της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Οικονομίας και Πολιτικής Υγείας (ΕΕΕΟΠΥ).