Γράφει η ΓΙΟΥΛΗ ΑΡΓΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, MD, PhD, παθολόγος, διευθύντρια Διαβητολογικής Μονάδας, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια παγκόσμια επιδημία. Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότεροι από 1 εκατ. ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη.
Ο σακχαρώδης διαβήτης διαχωρίζεται σε δύο κύριους τύπους, υπάρχουν όμως και άλλοι σπανιότεροι τύποι. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 οφείλεται στην καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες παράγουν την ορμόνη ινσουλίνη. Στον τύπο αυτόν παρατηρείται απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης και για τη θεραπεία αυτού είναι απαραίτητη η εξωγενής χορήγησης ινσουλίνης.
Ο δεύτερος τύπος ονομάζεται σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και οφείλεται σε συνδυασμό διαταραχής της έκκρισης, αλλά και της δράσης της ινσουλίνης (αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη). Η πλειονότητα των ασθενών πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Στον τύπο αυτόν είναι συχνό το θετικό κληρονομικό ιστορικό και συνοδεύεται συχνά, αλλά όχι πάντα, από αυξημένο σωματικό βάρος.
Παγκοσμίως ένα στα δύο άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είναι αδιάγνωστα, ενώ στην Ευρώπη ένα στα τρία άτομα είναι αδιάγνωστα. Η έγκαιρη διάγνωση είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την πρόληψη των σοβαρών επιπλοκών που αφορούν στα όργανα στόχους, ενώ η σωστή ρύθμιση της νόσου είναι απαραίτητα βήματα για την ορθή διαχείριση του σύνθετου αυτού προβλήματος.
Η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 έχουν παράλληλες αυξητικές πορείες. Φαίνεται ότι ο αυξημένος επιπολασμός της παχυσαρκίας στη χώρα μας οδηγεί, μεταξύ άλλων, και στην αύξηση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Η παχυσαρκία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Όσο αυξάνεται ο Δείκτης Μάζας Σώματος (το πηλίκο του βάρους διά το ύψος εις τη δευτέρα δύναμη) τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, ειδικά σε άτομα που φέρουν γενετική προδιάθεση εμφάνισης της νόσου.
Η μέτρηση του σακχάρου αίματος, το πρώτο βήμα για τη διάγνωση, πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο του ετήσιου τσεκάπ ή και συχνότερα, ιδίως στα άτομα που έχουν πλεονάζον βάρος, κληρονομικό ιστορικό διαβήτη, γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κυήσεως κ.ά. Οι κύριες επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη αφορούν το καρδιαγγειακό σύστημα, τους νεφρούς, τους οφθαλμούς, τα αγγεία των κάτω άκρων και την περιφερική νευροπάθεια. Οι δύο τελευταίες (νευροπάθεια και αρτηριοπάθεια των κάτω άκρων) αποτελούν τη βάση της ανάπτυξης του διαβητικού ποδιού.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η παχυσαρκία είναι μία χρόνια και υποτροπιάζουσα νόσος. Ακόμα και μικρή απώλεια βάρους, όμως, βελτιώνει τις συννοσηρότητες όπως η υπέρταση, ο προδιαβήτης, η λιπώδης διήθηση του ήπατος, η άπνοια ύπνου κ.ά. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 ελαττώνεται σημαντικά ακόμα και μετά από μείωση του σωματικού βάρους κατά 10-15%. Επιπλέον, στα άτομα που πληρούν τις ενδείξεις, οι επεμβάσεις βαριατρικής/μεταβολικής χειρουργικής, όπως είναι το γαστρικό bypass και η επιμήκης γαστρεκτομή (γαστρικό μανίκι), μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να επιτύχουν την υποστροφή του διαβήτη τύπου 2 (τιμές σακχάρου αίματος κοντά στις φυσιολογικές τιμές χωρίς τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής).
Η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 συνδέονται ισχυρά μέσω πολλαπλών μονοπατιών. Η παχυσαρκία οδηγεί συχνά στην ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη, δηλαδή ελλειμματική δράση της ορμόνης αυτής στους ινσουλινοευαίσθητους ιστούς όπως το ήπαρ, ο μυς και ο λιπώδης ιστός. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από υποκλινική φλεγμονή. Τα λιποκύτταρα παράγουν προφλεγμονώδη μόρια, αλλά και διάφορες ουσίες που ονομάζονται αδιποκίνες. Ορισμένες από αυτές τις αδιποκίνες έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και κατά συνέπεια στο μεταβολισμό της γλυκόζης.
Οι ανθυγιεινές επιλογές τρόπου ζωής, όπως η κακή διατροφή και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, συχνά συνδέονται τόσο με την παχυσαρκία όσο και με τον διαβήτη τύπου 2. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν να επιδεινώσουν τον κίνδυνο και την εξέλιξη και των δύο καταστάσεων.
Η διαχείριση της παχυσαρκίας μέσω της διατροφής και της τακτικής άσκησης μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Όσον αφορά στους πάσχοντες από διαβήτη, η διαχείριση του βάρους αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της θεραπείας, υποβοηθώντας τον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και στη μείωση των επιπλοκών.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 φάρμακα, τα οποία επιδρούν ευεργετικά και στο σωματικό βάρος -και πάντα μαζί με τη δίαιτα και την άσκηση-, καθώς επιδρούν μειώνοντας την πείνα και αυξάνοντας τον κορεσμό, βοηθώντας στην επίτευξη του επιθυμητού στόχου. Έχει αποδειχθεί μέσα από σπουδαίες μελέτες ότι τα φάρμακα αυτά είναι ασφαλή και επιδεικνύουν, επιπλέον, καρδιαγγειακό όφελος. Παράλληλα, διαφαίνεται σπουδαία ερευνητική δραστηριότητα στη θεραπευτική αυτή κατηγορία, δημιουργώντας βάσιμες ελπίδες για όλο και πιο αποτελεσματικά φάρμακα.
Δείτε εδώ όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Health NextGeneration
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Δρ Γιούλη Α. Αργυρακοπούλου είναι ειδική παθολόγος, διευθύντρια Διαβητολογικής Μονάδας, Μονάδας Παχυσαρκίας & Ιατρείου Διαβητικών Εγκύων, Ιατρικού Κέντρου Αθηνών. Το 2003 αποφοίτησε από την Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών με γενικό βαθμό «Λίαν Καλώς».
Από τον Δεκέμβριο 2004 υπήρξε επιστημονική συνεργάτης στο Διαβητολογικό Εργαστήριο της Α’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Λαϊκό), όπου και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή, υπό την επίβλεψη του καθηγητού Παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολάου Κατσιλάμπρου, με θέμα τον σακχαρώδη διαβήτη και με γενικό βαθμό «Άριστα». Στο πλαίσιο της θητείας της στην Α’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργάστηκε στο Διαβητολογικό Ιατρείο και στο Ιατρείο Παχυσαρκίας της Κλινικής, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε σημαντικό αριθμό ερευνητικών μελετών του Διαβητολογικού Κέντρου, αλλά και σε διεθνείς πολυκεντρικές μελέτες. Στην ανωτέρω κλινική έλαβε και την ειδικότητα της Παθολογίας.
Το έτος 2007 με υποτροφία από την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας (ΕΙΕΠ) εκπαιδεύτηκε στο Centre for Diabetes and Metabolic Medicine του Barts and the London, Queen Mary’s School of Medicine and Dentistry στο Λονδίνο. Από τον Ιανουάριο του 2013 έως και σήμερα εργάζεται ως ειδική παθολόγος στη Β’ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει εργασίες σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά και έχει συμμετάσχει με πολλαπλές ανακοινώσεις και διαλέξεις σε συνέδρια Παθολογίας και Διαβήτη.