Η διαλειμματική νηστεία (ΔΝ), ένα διατροφικό πρότυπο που χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες περιόδους σίτισης και νηστείας, έχει προσελκύσει σημαντική προσοχή τα τελευταία χρόνια λόγω των πιθανών οφελών της για την υγεία και τη μακροζωία. Η ΔΝ περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία είναι η εναλλασσόμενη νηστεία μηδενικών θερμίδων (alternate-day fasting – ADF) ή η τροποποιημένη εναλλασσόμενη νηστεία (modified alternate-day fasting – MADF). Η ADF περιλαμβάνει την εναλλαγή ημερών πλήρους νηστείας με ημέρες απεριόριστης κατανάλωσης τροφίμων. Η MADF, όπου οι συμμετέχοντες εναλλάσσονται μεταξύ ημερών απεριόριστης κατανάλωσης τροφίμων και ημερών νηστείας με θερμιδική πρόσληψη που κυμαίνεται από 0% ως 40% των ημερήσιων θερμιδικών αναγκών ή 0-600 kcal ανά ημέρα για 3-5 ημέρες την εβδομάδα. Μια άλλη κατηγορία είναι η δίαιτα νηστείας δύο φορές την εβδομάδα (twice-per-week fasting diet – TWF), όπου τα άτομα νηστεύουν για 2 ημέρες την εβδομάδα (είτε διαδοχικά είτε μη διαδοχικά) με θερμιδική πρόσληψη που κυμαίνεται από 0% ως 40% των ημερήσιων θερμικών αναγκών ή 0-600 kcal ανά ημέρα και έχουν 5 ημέρες απεριόριστης κατανάλωσης τροφίμων. Η τρίτη κατηγορία, η χρονικά περιορισμένη σίτιση (time-restricted eating – TRE) περιλαμβάνει νηστεία για 12-24 ώρες την ημέρα. Επιπλέον, υπάρχει μια κατηγορία γνωστή ως περιοδική νηστεία, η οποία περιλαμβάνει λιγότερο συχνές αλλά μεγαλύτερες περιόδους νηστείας. Για παράδειγμα, μια νηστεία 2-5 ημερών με καθαρό νερό ή μια δίαιτα προσομοίωσης νηστείας 4-7 ημερών, σχεδιασμένη να μιμείται τις μεταβολικές επιδράσεις της νηστείας, εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
Ευρήματα από τεκμηριωμένες μελέτες δηλώνουν ότι σε άτομα με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία, οι διάφορες μορφές διαλειμματικής νηστείας είναι αποτελεσματικές στη μείωση του σωματικού βάρους, του δείκτη μάζας σώματος, της περιφέρειας μέσης, και της λιπώδους μάζας σώματος. Ωστόσο, φάνηκε ότι μειώθηκε και η άλιπη μάζα σώματος, έκβαση με μη ωφέλιμο αποτέλεσμα. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες των μελετών δεν ακολουθούσαν κάποιο πρόγραμμα αύξησης της αναερόβιας άσκησης ή/και την μη επαρκή πρόσληψη πρωτεΐνης.
Αναφορικά με άλλες εκβάσεις υγείας, τα διάφορα είδη διαλειμματικής νηστείας φάνηκε να μπορούν να μειώσουν τη γλυκόζη και την ινσουλίνη νηστείας, ενώ παράλληλα βελτίωσαν και τον δείκτη HOMA-IR, ο οποίος αξιολογεί την ινσουλινοαντίσταση των ατόμων, μια κατάσταση που επηρεάζει τον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 και άλλων καρδιομεταβολικών νοσημάτων. Επιπρόσθετα, βρέθηκαν θετικά αποτελέσματα στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ των συμμετεχόντων, τόσο από τη μείωση των συγκεντρώσεων της ολικής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων, της LDL χοληστερόλης, αλλά και από την αύξηση της HDL χοληστερόλης. Τέλος, τα δεδομένα που προέκυψαν από τις μελέτες υποστηρίζουν πως οι διάφορες μορφές της διαλειμματικής νηστείας μπορούν να μειώσουν τις τιμές της διαστολικής αρτηριακής πίεσης, ωστόσο, τα ευρήματα για τη συστολική αρτηριακή πίεση παραμένουν αντικρουόμενα.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από μια συστηματική ανασκόπηση συστηματικών ανασκοπήσεων, η οποία βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας ιεράρχησης των μελετών, γεγονός που δηλώνει την εμπιστοσύνη που μπορεί να έχουμε στα παρόντα ευρήματα. Συμπερασματικά, η διαλειμματική νηστεία θα μπορούσε να επηρεάσει ευεργετικά μια σειρά από εκβάσεις υγείας σε ενήλικες με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία σε σύγκριση με την υιοθέτηση μιας δίαιτας συνεχόμενου ενεργειακού περιορισμού ή μιας δίαιτας χωρίς παρέμβαση.