Η ασπιρίνη, εκτός από την καταπολέμηση των πονοκεφάλων και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου για εμφράγματα και εγκεφαλικά, έχει άλλη μια ικανότητα: να μειώνει σημαντικά (έως 50%) τον κίνδυνο για καρκίνο του εντέρου, αρκεί κάποιος να διαθέτει ένα συγκεκριμένο γονίδιο. Προηγούμενες μελέτες είχαν παράσχει ενδείξεις ότι η τακτική λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και ιδίως ασπιρίνης μπορεί να δρα προστατευτικά στον καρκίνο του εντέρου. Όμως η νέα έρευνα, πρώτη φορά, εξηγεί γιατί αυτό δεν συμβαίνει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αλλά μόνο σε όσους έχουν το κατάλληλο γενετικό υπόβαθρο.
Οι ερευνητές από διάφορα ερευνητικά κέντρα (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Case Western Reserve, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης, Αντικαρκινικό Κέντρο Ντέινα Φάρμπερ), με επικεφαλής τον καθηγητή γενετικής του καρκίνου Σάνφορντ Μάρκοβιτς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», ανέλυσαν δεδομένα από σχεδόν 128.000 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων 270 με καρκίνο του εντέρου. Οι επιστήμονες βρήκαν ότι όσοι εμφανίζουν στο έντερό τους έντονη δραστηριότητα ενός γονιδίου που ρυθμίζει το ένζυμο 15-PGDH, έχουν δραστικά μειωμένες (τουλάχιστον κατά το ήμισυ) πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του εντέρου, όταν παίρνουν ασπιρίνη. Αντίθετα, το συγκεκριμένο αναλγητικό δεν παρέχει καμία ωφέλεια σε όσους το έντερό τους εμφανίζει πολύ χαμηλή δραστηριότητα του συγκεκριμένου γονιδίου. Τόσο το συγκεκριμένο γονίδιο, όσο και η ασπιρίνη, ασκούν τη δράση τους, επηρεάζοντας την παραγωγή των προσταγλανδινών. Οι προσταγλανδίνες διευκολύνουν την ανάπτυξη του καρκίνου του εντέρου, όμως η ασπρίνη εμποδίζει την παραγωγή τους. Το ένζυμο 15-PGDH είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, το γενετικό αντίστοιχο της ασπιρίνης, καθώς επίσης μειώνει την παραγωγή των προσταγλανδινών. Όταν οι δύο παράγοντες (το γονίδιο και η ασπιρίνη) συνυπάρχουν, τότε «συνεργάζονται», ώστε να μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος καρκίνου. Ο καρκίνος του εντέρου είναι η δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο και η θνησιμότητα της νόσου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο έγκαιρα θα διαγνωστεί (π.χ.μέσω κολονοσκόπησης).
Η νέα μελέτη δείχνει ότι η ασπιρίνη μπορεί μελλοντικά να προστεθεί στο «οπλοστάσιο» των μέτρων πρόληψης κατά του καρκίνου του εντέρου, αρκεί με το κατάλληλο τεστ να εντοπίζονται όσοι μπορούν πράγματι να ωφεληθούν, δηλαδή όσοι έχουν στον οργανισμό τους ιδιαίτερα ενεργοποιημένο (εκφρασμένο) το εν λόγω γονίδιο. Οι επιστήμονες θα επιδιώξουν πλέον να αναπτύξουν ένα τέτοιο γενετικό τεστ μέτρησης του 15-PGDH στο έντερο. Αυτό θα βοηθήσει σε πιο εξατομικευμένες αποφάσεις των γιατρών σχετικά με την προτεινόμενη θεραπεία για κάθε ασθενή, με δεδομένο μάλιστα ότι η συχνή λήψη ασπιρίνης μπορεί να έχει παρενέργειες (όπως έλκος στομάχου).
Όπως είπε ο Μάρκοβιτς, στη διάρκεια της κολονοσκόπησης ο γαστρεντερολόγος μπορεί εύκολα να παίρνει δείγμα από τον ιστό του εντέρου για να γίνει στη συνέχεια βιοψία και αναζήτηση του γονιδίου. Επίσης οι ερευνητές σχεδιάζουν μια νέα τυχαιοποιημένη προοπτική κλινική δοκιμή, προκειμένου να επιβεβαιώσουν σε βάθος χρόνου τα ευρήματά τους σχετικά με την επιλεκτική προστατευτική δράση της ασπιρίνης ανάλογα με το γενετικό υπόβαθρο.
Ασθενείς που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου, θα πάρουν είτε ασπιρίνη, είτε εικονικό φάρμακο (πλασέμπο), ανάλογα με το αν διαθέτουν η όχι το γονίδιο, και στη συνέχεια θα συγκριθεί η συχνότητα της εμφάνισης καρκίνου του εντέρου στις δύο ομάδες.
Πηγή: ΑΠΕ