Γράφει ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΡΙΤΣΑΣ MD, FESC, καρδιολόγος, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, συνθέτης και συγγραφέας, διακεκριμένο μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μουσικής & Ιατρικής (IAMM)
Στον πλατωνικό κόσμο πολλές διαταραχές αποδίδονται σε δυσαρμονικές κινήσεις της ψυχής και η θεραπεία τους επιτυγχάνεται με την κατάλληλη βοήθεια αρμονίας και μουσικού ρυθμού. Πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο: «Η αρμονία μας δόθηκε από τις Μούσες ως σύμμαχος ενάντια στη δυσαρμονία της ψυχής που ενυπάρχει ως φυσική τάση εντός μας, έτσι ώστε να την οδηγήσει σε τάξη και συμφωνία με τον ίδιο τον εαυτό της. Και ο ρυθμός πάλι για τον ίδιο σκοπό μας δόθηκε, δηλαδή για να παλέψουμε την τάση που υπάρχει μέσα μας για απουσία μέτρου και έλλειψη χάρης».
Πολύ σημαντικός ήταν επίσης ο θεραπευτικός ρόλος της μουσικής στους Ορφικούς και τους Πυθαγόρειους. Η μουσική αποτελούσε τεχνική που, σε συνδυασμό με ασκητικούς κανόνες διαβίωσης, βοηθάει στη θεραπεία-κάθαρση της ψυχής. Δύο από τα κυριότερα άσματα που χρησιμοποιούσαν Ορφικοί και Πυθαγόρειοι ως θεραπευτικό μέσο ήσαν οι «Επωδές» και οι «Παιάνες». Χρήση παιάνων με θεραπευτική δύναμη μαρτυρείται ήδη στα ομηρικά έπη: στο Α της Ιλιάδας, η ολοήμερη εκτέλεση ύμνων και παιάνων απέτρεψε την ολική καταστροφή από τη λοιμική νόσο που προκάλεσαν τα βέλη του Απόλλωνα. Θεραπευτική επίδραση είχαν και οι παιάνες που χρησιμοποίησε ο Θαλήτας στη Σπάρτη, απαλλάσσοντας με τον τρόπο αυτόν την πόλη από την πανούκλα. Οι Πυθαγόρειοι χρησιμοποιούσαν καθημερινό πρόγραμμα μουσικοθεραπείας, η μουσική πριν από την κατάκλιση τους βοηθούσε να απαλλαγούν από τις ταραχές και τους θορύβους της ημέρας και να έχουν ύπνο ελαφρύ με ευχάριστα όνειρα. Φαίνεται ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν μελετήσει τη συσχέτιση των μουσικών τρόπων και ρυθμών με τις μεταβολές του θυμικού και εφάρμοζαν αναλόγως της περίστασης διαφορετικές μουσικές συνταγές.
Όλες αυτές οι δοξασίες του αρχαίου κόσμου βρίσκουν πρακτική εφαρμογή τον 20ό αιώνα, όταν κλινικές παρατηρήσεις έδειξαν ότι η ακρόαση ζωντανής μουσικής σε θαλάμους νοσηλείας στρατιωτών τραυματιών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγούσε σε ταχύτερη ανάρρωση, έτσι μάλιστα δημιουργήθηκε η πρώτη επιστημονική εταιρεία για την εφαρμογή μουσικής στο νοσοκομείο (1926).
Σήμερα, με τη βοήθεια σύγχρονων απεικονιστικών τεχνικών (PET), μελετάται η επίδραση των μουσικών ήχων στον ανθρώπινο εγκέφαλο και η νευρο-βιολογική βάση του μουσικού συναισθήματος. Ακόμη αρκετοί ερευνητές μελετούν την επίδραση της μουσικής σε θεμελιώδεις βιοχημικούς μηχανισμούς που σχετίζονται με το ψυχοσωματικό stress και τη λειτουργία του ανοσοβιολογικού μας συστήματος. Στην πλειοψηφία τους οι μελέτες αυτές αποδεικνύουν ότι η μουσική παρέμβαση είτε ως ακρόαση επιλεγμένης μουσικής (music medicine) είτε ως βιωματική μουσικοθεραπεία μέσω εκπαιδευμένου θεραπευτή (music therapy) μπορεί να μειώνει το στρες και το αίσθημα του πόνου ή και να υποκαθιστά αναλγητικά-αναισθητικά φάρμακα.
«H άφιξη ενός κλόουν σε μια Πολιτεία μπορεί να γλιτώσει από πολλές ασθένειες και να προσφέρει υπηρεσίες υγείας ανώτερες από πολλά κουτιά με φάρμακα» (The arrival of a good clown exercises a more beneficial influence upon the health of a town than of twenty asses laden with drugs), είχε δηλώσει προφητικά ο σπουδαίος κλινικός γιατρός του 17ου αιώνα Thomas Sydenham (1624-1689). Ο Sydenham τονίζει την αξία των μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων, σε αντίθεση με τη σύγχρονη κοινωνία «των δισκίων», η οποία καλλιεργεί στο ευρύ κοινό την άποψη ότι τα πάντα μπορούν να θεραπεύσουν αποκλειστικά «τα χάπια» και η Ιατρική συνίσταται αποκλειστικά σε μηχανικές παρεμβάσεις ή φάρμακα. Ο μέγας κλινικός Sydenham υπήρξε εκείνο το είδος γιατρού που μελετάει προσεκτικά τον ασθενή και το περιβάλλον του και διαπιστώνει ότι δεν αρκεί η συνταγογράφηση φαρμάκων, αλλά μπορεί και ο ίδιος ο ασθενής να κάνει επιπλέον ουσιαστικές ενέργειες για τη θεραπεία του, π.χ. αισιόδοξη σκέψη, γέλιο, χαλάρωση, δημιουργική ζωή και μετοχή στη θεραπευτική διαδικασία. Σήμερα σημαντικές επιστημονικές μελέτες υποστηρίζουν την κλινική αξία μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων, όπως για παράδειγμα η φυσική άσκηση και η μουσική.
Τι διαπιστώνεται από τις κλινικές μελέτες
Στον Καρδιολογικό Τομέα του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου (ΩΚΚ) ξεκίνησε το 1997 μια συστηματική μελέτη των επιδράσεων της μουσικής ακρόασης σε διαφορετικές ομάδες ασθενών που περιλαμβάνουν και ασθενείς που νοσηλεύθηκαν στη Στεφανιαία και την Καρδιοχειρουργική ΜΕΘ. Στο ΩΚΚ επίσης μελετήθηκε η επίδραση της ακρόασης μουσικής πριν και κατά τη διάρκεια δοκιμασίας κόπωσης σε τάπητα και βρέθηκε ότι η έκθεση ασθενών σε χαλαρωτική μουσική μπορεί να μειώνει τους καρδιακούς παλμούς έναρξης της δοκιμασίας, να βελτιώνει την αντοχή στην άσκηση και να οδηγεί σε ταχύτερους ρυθμούς αποκατάστασης των καρδιακών παλμών και της αρτηριακής πίεσης κατά τη φάση ανάνηψης (Dritsas A 2006 και 2024). Μια τυχαιοποιημένη μελέτη (ΩΚΚ) έδειξε ότι κατά τη διάρκεια ηλεκτροφυσιολογικών παρεμβάσεων (εμφύτευση βηματοδότη ή απινιδωτή) η ακρόαση χαλαρωτικής μουσικής μπορεί να μειώσει την αίσθηση του πόνου και να περιορίσει το άγχος των ασθενών χωρίς να χορηγηθούν στον ασθενή αναλγητικά ή αγχολυτικά φάρμακα (Dritsas A. 2014).
Μια συστηματική ανάλυση 97 τυχαιοποιημένων μελετών εφαρμογής μουσικής θεραπείας για την αντιμετώπιση του πόνου (Lee HJ. 2016) έδειξε ότι οι μουσικές παρεμβάσεις ασκούν κλινικά σημαντική επίδραση στη μείωση της έντασης του πόνου, στο αρνητικό συναίσθημα που προκαλεί ο πόνος και στον περιορισμό των φυσιολογικών αντιδράσεων που προκαλεί το αίσθημα του πόνου. Επίσης η μουσική παρέμβαση μπορεί να μειώσει τη χρήση αναισθητικών ουσιών, τη χρήση οπιοειδών και μη οπιοειδών αναλγητικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την καταστολή του πόνου. Επιπλέον μια εκτεταμένη μετα-ανάλυση (Bradt J. 2013) κλινικών μελετών μουσικής παρέμβασης σε στεφανιαίους ασθενείς (26 μελέτες με συμμετοχή 1369 ασθενών), στo πλαίσιo της Cochrane Database of Systematic Reviews, έδειξε ότι η ακρόαση μουσικής ασκεί μια σημαντική αλλά μέτρια επίδραση στο βαθμό του άγχους ασθενών που πάσχουν από στεφανιαία νόσο. Πρόσφατες συστηματικές αναλύσεις κλινικών μελετών δείχνουν μια σημαντική επίδραση της «μουσικοθεραπείας» στην ποιότητα ζωής και στη βελτίωση φυσικών και ψυχολογικών παραμέτρων σε ασθενείς με καρκίνο (Bradt J 2021). Μια σχετικά πρόσφατη μελέτη (2020) του γιατρού Babar Khan στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Indiana University (ΗΠΑ) έδειξε ότι η ακρόαση κλασικής ήρεμης μουσικής αποβαίνει πολύ αποτελεσματική μέθοδος στην αντιμετώπιση του παραληρήματος ασθενών σε ΜΕΘ.
Οι περισσότεροι γιατροί αλλά και οι ασθενείς πιστεύουν ότι η Ιατρική ασκείται βασικά με χορήγηση φαρμάκων ή με χειρουργικές επεμβάσεις. Έτσι το να συστήσει ο γιατρός τη μουσική ως «φάρμακο» προκαλούσε αρχικά τεράστια αναστάτωση και οι περισσότεροι γιατροί αντιδρούσαν αρνητικά ή εντελώς απαξιωτικά απέναντι σε αυτή την προσέγγιση. Οπωσδήποτε οι μουσικές θεραπευτικές παρεμβάσεις δεν υποκαθιστούν, αλλά συμπληρώνουν την ιατρική παρέμβαση. Στις ΗΠΑ η μουσικοθεραπεία ως επιστημονική προσέγγιση ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50, αλλά στην Ελλάδα το ζήτημα έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση και ακόμη και σήμερα υπάρχουν δυσκολίες στη γενικευμένη εφαρμογή της σε κλινικό επίπεδο.
Σήμερα έχουμε στα χέρια μας κλινικές μελέτες (randomized controlled trials) που αποδεικνύουν ότι η μουσική παρέμβαση, είτε ως ακρόαση προεπιλεγμένης μουσικής (music medicine) είτε ως βιωματική ζωντανή παρέμβαση (music therapy) μέσω ειδικά εκπαιδευμένων θεραπευτών, βοηθάει σημαντικά στην ανακούφιση του πόνου, του στρες, στη βελτίωση του ύπνου, στη μετεγχειριτική ανάρρωση, στον τοκετό και την περιγεννητική φροντίδα, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής σε πολλές παθήσεις. Για παράδειγμα, σε μια Καρδιολογική ΜΕΘ επιλεγμένη χαλαρή, ήρεμη ονειρική μουσική μπορεί να βοηθήσει σε ευεργετική μείωση των καρδιακών παλμών και της αρτηριακής πίεσης κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Για να είναι αποτελεσματική θεραπευτικά η μουσική θα πρέπει να αρέσει στον ίδιο τον ασθενή, ιδανικά η ακρόαση γίνεται μέσω ατομικών ακουστικών. Η μουσική μπορεί να υποκαταστήσει αναισθητικά ή αναλγητικά φάρμακα και μπορεί επίσης να βελτιώσει τον ύπνο και να περιορίσει τη χρήση φαρμάκων για την αϋπνία. Οι περισσότερες μελέτες έχουν σήμερα εστιάσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, αλλά νομίζω ότι μελλοντικά θα έχουμε, σύντομα μάλιστα, μελέτες που θα εξετάζουν την επίδραση μακροχρόνιων μουσικών παρεμβάσεων στη θνητότητα και τη νοσηρότητα.
Με τη μεγάλη ανάπτυξη της νευροεπιστήμης και την εξέλιξη στις απεικονιστικές τεχνικές κατανοούμε σήμερα πώς ο εγκέφαλος μας επεξεργάζεται και πώς αντιδρά στη μουσική. Γνωρίζουμε π.χ. ότι υπάρχουν περιπτώσεις μετά από ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο που ο ασθενής μπορεί να απολέσει την ικανότητα ομιλίας, αλλά μπορεί ακόμη να τραγουδάει. Η γνώση αυτή έχει συνεισφέρει στο ότι η μουσική θεραπεία χρησιμοποιείται σήμερα με επιτυχία στη νευρολογική αποκατάσταση μετά από αγγειακά εγκεφαλικά ή και στη βελτίωση της κινητικότητας σε εκφυλιστικά νοσήματα, όπως για παράδειγμα η νόσος του Parkinson. Ο νευρο-ψυχολόγος ερευνητής Simone Dalla Bella στο πανεπιστήμιο McGill του Καναδά βελτίωσε σημαντικά το παθολογικό βάδισμα ασθενών με νόσο του Parkinson, χρησιμοποιώντας πρωτοποριακή ψηφιακή εφαρμογή μουσικών ρυθμικών ερεθισμάτων (2017).
Επίσης, οι γιατροί είναι σήμερα περισσότερο ανοιχτοί πλέον στις αλληλεπιδράσεις του ψυχισμού με το σώμα και αντιστρόφως, πιο σωστό είναι να λέμε αλληλεπιδράσεις Νους-Σώμα (mind-body interventions). Όλες οι παρεμβάσεις μέσω τέχνης στη θεραπεία ασθενών αποκαλούνται διεθνώς mind-body therapies. Παλαιότερα πιστεύαμε ότι ο χώρος των μη σωματικών παραμέτρων ήταν αντικείμενο του ψυχίατρου ή του πνευματικού ή του ιερέα και δεν ήταν υπόθεση των κλινικών γιατρών, οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με μετρήσιμες βιολογικές παραμέτρους. Όταν η σύγχρονη νευροεπιστήμη άρχισε να μελετάει το συναίσθημα, κατανοήσαμε πολύ καλύτερα τις βιολογικές επιδράσεις του χρόνιου stress και της κατάθλιψης. Αυτή η επιστημονική πρόοδος έχει αρχίσει να γεφυρώνει τη σχέση Νους-Σώμα. Νους και Σώμα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία. Η έννοια Νους χρησιμοποιείται εδώ με ένα ευρύτερο στοχαστικά νόημα σε σχέση με την έννοια εγκέφαλος, ο εγκέφαλος κατά κάποιο τρόπο αποτελεί τη λογισμική πλευρά του Νου.
Σχετικά πρόσφατα (12 Οκτωβρίου 2021) δημοσιεύτηκε στην περίφημη βάση δεδομένων Cochrane Library (systematic reviews) μια μετα-αναλυτική προσέγγιση σχετικά με την αξία των μουσικών θεραπευτικών παρεμβάσεων σε ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο (Music interventions for improving psychological and physical outcomes in people with cancer. Joke Bradt, Cheryl Dileo, Katherine Myers-Coffman, Jacelyn Biondo. Cochrane Database of Systematic Reviews). Αναλύθηκαν 81 μεγάλες μελέτες εφαρμογής μουσικής παρέμβασης σε 5.576 μετέχοντες ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο. Από αυτές τις μελέτες 74 αφορούσαν ενήλικες και 7 αφορούσαν περιπτώσεις παιδιατρικού ογκολογικού προβλήματος.
Τα ευρήματα των μελετών αυτών αποδεικνύουν ότι οι μουσικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, είτε με τη μορφή της ακρόασης επιλεγμένης μουσικής (music medicine) είτε με τη μορφή της βιωματικής παρέμβασης με εκπαιδευμένο μουσικό θεραπευτή (music therapy), μπορούν να ασκούν ευεργετική επίδραση στο άγχος, στην κατάθλιψη, στην αίσθηση του πόνου, στην ανάπτυξη θετικής σκέψης και επίσης στο αίσθημα κόπωσης ενήλικων ασθενών με καρκίνο. Οι ευεργετικές αυτές επιδράσεις της μουσικής σχετίζονται επίσης με θετική επίδραση στην καρδιακή συχνότητα (καρδιακούς παλμούς) και την αρτηριακή πίεση των ασθενών. Φαίνεται ότι κυρίως η βιωματική παρέμβαση μέσω θεραπευτή και όχι τόσο η επιλεγμένη μουσική ακρόαση μπορεί να επιδρά επίσης θετικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής ενήλικων ασθενών με καρκίνο.
Δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά στοιχεία τα οποία να αφορούν την επίδραση των μουσικών παρεμβάσεων σε βιοχημικές ή ανοσοβιολογικές παραμέτρους ασθενών με καρκίνο. Περισσότερες μελέτες απαιτούνται ακόμη προκειμένου να αντληθούν αξιόπιστα αποτελέσματα που αφορούν την αξία των μουσικών παρεμβάσεων σε παιδιά με καρκίνο. Μελλοντικά θα πρέπει ίσως να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις κλινικές θεραπευτικές παρεμβάσεις μέσω εκπαιδευμένων θεραπευτών (music therapy).
Ελπίζω ότι στο μέλλον θα ενταχθούν πλήρως οι μουσικές παρεμβάσεις σε ιατρικές ειδικότητες που φαίνεται ότι μπορούν να βοηθήσουν, ως ενεργητικό συμπλήρωμα της ιατρικής αγωγής σε νοσοκομεία και κλινικές. Δεν κοστίζει ιδιαίτερα το να έχεις δυνατότητα να αναπαράγεις μουσική σε έναν θάλαμο ασθενών ή σε μια Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η ψηφιακή τεχνολογία αναπαραγωγής μουσικής το καθιστά εύκολο σήμερα και σε χαμηλό κόστος. Ιδανικό θα ήταν βέβαια να μπορούν να προσληφθούν (ως στελέχη υγείας) εκπαιδευμένοι μουσικοί θεραπευτές στο μέλλον σε όλα τα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας. Αυτό σήμερα γίνεται σε ελάχιστες περιπτώσεις και με μεγάλα προβλήματα χρηματοδότησης. Τα προβλήματα θεσμοθέτησης και χρηματοδότησης της κλινικής μουσικοθεραπείας δυστυχώς δεν αφορούν μόνον τη χώρα, μας αλλά και πολλές άλλες χώρες.
Υπάρχουν σήμερα αντικειμενικές ενδείξεις ότι οι μουσικές παρεμβάσεις μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστες μορφές θεραπείας στη σύγχρονη ιατρική πράξη. Στο πλαίσιο του αυξημένου επιστημονικού ενδιαφέροντος στο αντικείμενο αυτό (Sound Health Initiative) το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (NIH), σε συνεργασία με το JF Kennedy Center for the Performing Arts το 2019, διέθεσε $20 εκατομμύρια σε επιδότηση συστηματικής έρευνας για τη μελέτη των επιδράσεων της μουσικής σε παραμέτρους ψυχικής και σωματικής υγείας. Ο υπεύθυνος του προγράμματος αυτού Tom Cheever δήλωσε μάλιστα το εξής: «Ελπίζω ότι στα εργαλεία του μελλοντικού γιατρού, εκτός από φάρμακα, βιολογικά παράγωγα, εμφυτεύσιμες συσκευές, θα περιλαμβάνεται και η μουσική παρέμβαση».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Θανάσης Δρίτσας γεννήθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε το Λύκειο στη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή. Σπούδασε ιατρική στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύθηκε στην Καρδιολογία στα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Guy’s & Hammersmith Hospital, RPMS, London, UK. Παράλληλα με τις ιατρικές του σπουδές, μελέτησε ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση μουσικής με τους Κώστα Κυδωνιάτη και Γιάννη Ιωαννίδη. Αποτελεί ενεργό μέλος του European Association of Preventive Cardiology (EAPC) (ESC) και διακεκριμένο μέλος της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (FESC).
Έχει αναγνωρισθεί διεθνώς ως πρωτοπόρος για την κλινική και ερευνητική του δραστηριότητα στη χρήση της μουσικής ως θεραπευτικού μέσου (music medicine) και αποτελεί διακεκριμένο μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μουσικής και Ιατρικής (International Association of Music and Medicine, IAMM).
Έχει κυκλοφορήσει έξι προσωπικούς δίσκους (CD) με μουσικά του έργα ως συνθέτης, όπως και ακουστικό-ψηφιακό μουσικό υλικό για επιστημονική θεραπευτική χρήση. Είναι επίσης συγγραφέας πολλών βιβλίων λογοτεχνίας, δοκιμίων και επιστημονικών μελετών. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η μουσική ως φάρμακο» (Νέα Αναθεωρημένη έκδοση 2023).
Το 2019 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το επιστημονικό του έργο που αφορά την εφαρμογή της μουσικής στη θεραπεία καρδιολογικών ασθενών.
Εργάζεται στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο ως καρδιολόγος, αναπληρωτής διευθυντής στο Τμήμα Αναίμακτης Καρδιολογίας του Καρδιολογικού Τομέα.
Για μεγέθυνση πατήστε ΕΔΩ