Ερευνητές από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (Εθνικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Επιστημών Υγείας – NIEHS – και Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου – NCI) διαπίστωσαν ότι η διαβίωση σε μια περιοχή με υψηλά επίπεδα ρύπανσης του αέρα από σωματίδια σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (καθηγήτρια Προληπτικής Ιατρικής και Επιδημιολογίας), Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) συνοψίζουν τα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης των White και συνεργατών στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of the National Cancer Institute. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες μελέτες σε αυτό τον τομέα μέχρι σήμερα, όπου εξετάζεται η σχέση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, και ειδικότερα των αιωρούμενων σωματιδίων, και της συχνότητας εμφάνισης του καρκίνου του μαστού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μεγαλύτερη αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού ήταν μεταξύ των γυναικών που κατά μέσο όρο είχαν υψηλότερα επίπεδα μικροσωματιδίων (PM2.5) κοντά στο σπίτι τους, σε σύγκριση με εκείνες που ζούσαν σε περιοχές με χαμηλότερα επίπεδα PM2.5. Η σωματιδιακή ύλη είναι ένα μίγμα στερεών σωματιδίων και υγρών σταγονιδίων που βρίσκονται στον αέρα. Προέρχεται από πολλές πηγές, όπως η εξάτμιση των μηχανοκίνητων οχημάτων, οι διεργασίες καύσης (π.χ., πετρέλαιο, άνθρακας), η καύση ξύλου/βλάστησης και οι βιομηχανικές εκπομπές. Η ρύπανση από τα σωματίδια που μετρήθηκε σε αυτήν τη μελέτη ήταν 2.5 microns σε διάμετρο ή μικρότερη (PM2.5), που σημαίνει ότι τα σωματίδια είναι αρκετά μικρά και μπορούν να εισπνευστούν βαθιά στους πνεύμονες.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας, Alexandra White, παρατηρήθηκε μια αύξηση της τάξης του 8% στην επίπτωση του καρκίνου του μαστού στις περιοχές με υψηλότερη έκθεση σε PM2.5. Αν και πρόκειται για μια σχετικά μέτρια αύξηση του κινδύνου, τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά, δεδομένου ότι η ρύπανση του αέρα είναι πανταχού παρούσα και μας επηρεάζει όλους.
Η συγκεκριμένη μελέτη διεξήχθη χρησιμοποιώντας πληροφορίες από τη Μελέτη Διατροφής και Υγείας NIH-AARP, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 500.000 άνδρες και γυναίκες μεταξύ 1995-1996 σε έξι πολιτείες (Καλιφόρνια, Φλόριντα, Πενσυλβάνια, Νιου Τζέρσεϊ, Βόρεια Καρολίνα και Λουιζιάνα) και σε δύο μητροπολιτικές περιοχές (Ατλάντα και Ντιτρόιτ) των ΗΠΑ. Οι γυναίκες ήταν κατά μέσο όρο περίπου 62 ετών και παρακολουθήθηκαν για περίπου 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων εντοπίστηκαν 15.870 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια για να αναπτυχθεί ο καρκίνος του μαστού και, στο παρελθόν, τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης έτειναν να είναι υψηλότερα. Αυτό το γεγονός που μπορεί να καταστήσει τα προηγούμενα επίπεδα έκθεσης ιδιαίτερα σημαντικά σχετικά με την ανάπτυξη του καρκίνου. Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες στη βιβλιογραφία, η συγκεκριμένη μελέτη αξιολόγησε αναδρομικά και τα επίπεδα έκθεσης σε ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 10-15 ετών πριν από την ένταξη των συμμετεχόντων στη μελέτη και την έναρξη της παρακολούθησής τους.
Επιπλέον, οι ερευνητές προχώρησαν σε υπο-αναλύσεις των δεδομένων και βρήκαν ότι τα μικροσωματίδια PM2.5 σχετίζονταν με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού με θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς (ER+), και όχι με όγκους με αρνητικούς οιστρογονικούς υποδοχείς. Αυτό υποδεικνύει ότι τα μικροσωματίδια μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη του καρκίνου του μαστού μέσω μιας υποκείμενης βιολογικής οδού ενδοκρινικής διαταραχής.