Η υγεία στην Ελλάδα και τον κόσμο
Στις αρχές του 21oυ αιώνα η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των προηγμένων χωρών του κόσμου. Οι Έλληνες χαίρουν υψηλών δεικτών υγείας, δηλαδή ζούνε πλέον των 79 ετών, περισσότερα χρόνια από τους κατοίκους άλλων πλουσιοτέρων χωρών και με πιο αναπτυγμένα συστήματα περίθαλψης. Όμως πολλοί κίνδυνοι απειλούν τη μακροζωία μας κυρίως λόγω της αλλαγής των διατροφικών συνηθειών μας με την υιοθέτηση ξένων προτύπων, του μεγάλου ποσοστού καπνιστών και της μείωσης της σωματικής μας δραστηριότητας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το προσδόκιμο επιβίωσής μας υπερέβαινε το μέσο όρο της Ευρώπης, έκτοτε όμως υπολείπεται. Συγκεκριμένα, οι άντρες της χώρας μας έχουν κατά μέσο όρο προσδόκιμο επιβίωσης κατά τη γέννησή τους τα 76 χρόνια, ενώ οι γυναίκες προσδοκούν να ζήσουν κατά μέσο όρο πάνω από 81 χρόνια. Στους άνδρες ενώ υπολειπόμασταν προ μερικών ετών κατά λίγο από το προσδόκιμο επιβίωσης της Ιαπωνίας και της Σουηδίας, πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες μας έχουν περάσει. Οι γυναίκες παρά την αυξημένη επιβίωση κατέχουν την 17η θέση στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Στην Ελλάδα οι δείκτες θνησιμότητας από καρκίνους είναι από τους χαμηλότερους της Ευρώπης με αυξητική τάση όμως λόγω της μη υιοθέτησης επιθετικής πολιτικής από την πολιτεία στον περιορισμό του καπνίσματος. Αντίθετα είμαστε από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι δείκτες θνησιμότητας από τα καρδιαγγειακά νοσήματα και κυρίως τα εμφράγματα αυξάνονται. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών μας, στον περιορισμό της σωματικής δραστηριότητας και στην υψηλή συχνότητα καπνίσματος. Αν δεν υπάρξει αλλαγή στην πολιτική Υγείας της χώρας μας με προτεραιότητα την πρόληψη, οι υψηλοί δείκτες υγείας που απολαμβάνουμε δε θα έχουν συνέχεια. Η επιστροφή στις διατροφικές συνήθειες της δεκαετίας του 60 (με τη μείωση της κατανάλωσης κρέατος και τυριών και την αύξηση της κατανάλωσης ψαριού, οσπρίων, λαχανικών και φρούτων), η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και η αποφυγή του καπνίσματος όχι μόνο θα αυξήσουν τα χρόνια που ζούμε αλλά θα συμβάλλουν και στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας.
Η αλλαγή του τρόπου ζωής μας απαιτεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα “αγωγής της υγείας” που να αρχίζει από το νηπιαγωγείο και να αφορά όλους μας. Προϋποθέτει στροφή της Ιατρικής σε πρωτοβάθμια συστήματα φροντίδας, δηλαδή εκπαίδευση οικογενειακών γιατρών, συμβούλων αλλά και συμμάχων. Το προσδόκιμο ζωής μας δε θα αλλάξει μόνο με καινούργια νοσοκομεία ή με εισαγωγή ακριβής ιατρικής τεχνολογίας. Άλλωστε το επίπεδο υγείας ενός πληθυσμού καθορίζεται από τις υπηρεσίες υγείας σε ποσοστό μικρότερο του 20% όπως και από το μορφωτικό επίπεδο πληθυσμού, το εισόδημα, την κοινωνική θέση, την εκπαίδευσή μας, τα κληρονομικά μας χαρακτηριστικά.
Στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, διαπιστώνεται ότι μεταβαίνουμε από τη νοσηρότητα της αφθονίας (καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνοι, ατυχήματα) στην νοσηρότητα της αστάθειας. Αυτό σημαίνει ότι θα νοσούμε συχνότερα από ψυχικές, ψυχοσωματικές, συναισθηματικοσωματικές και κοινωνικοσωματικές παθήσεις όπως η κατάθλιψη και οι νευρώσεις. Ενώ η συχνότητα της σχιζοφρένειας παραμένει αξιοσημείωτα σταθερή σε όλο τον κόσμο (1% του πληθυσμού), οι ελαφρότερες νευρώσεις (φοβίες, πανικός) και η κατάθλιψη αποτελούν περίπου το 30% του συνόλου των ιατρικών επισκέψεων στις αναπτυγμένες χώρες. Παράλληλα παρατηρείται παγκόσμια η επανεμφάνιση παθήσεων της φτώχειας δηλαδή των λοιμώξεων όπως η φυματίωση που κυριαρχούσε στις αρχές του 20ου αιώνα λόγω της μετανάστευσης και οι ανθεκτικές λοιμώξεις στα αντιβιοτικά.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, αισίως πλέον των 6,5 δισεκατομμυρίων, ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας και το επίπεδο υγείας του είναι αντίστοιχα χαμηλό. Χαρακτηρίζεται δηλαδή από μικρό προσδόκιμο επιβίωσης, υψηλή βρεφική και παιδική θνησιμότητα, υποθρεψία, αναλφαβητισμό, έλλειψη εμβολιασμών και οικογενειακού προγραμματισμού. Έχει αποδειχθεί ότι η ανθρώπινη υγεία στον κόσμο σχετίζεται λιγότερο με την πρόοδο της Ιατρικής επιστήμης και τους γιατρούς και περισσότερο με το βιοτικό επίπεδο και συγκεκριμένα την ανεύρεση επαρκούς θερμιδικά και πρωτεϊνικά τροφής, ασφαλούς κατοικίας, πόσιμου νερού, την στοιχειώδη εκπαίδευση κυρίως των γυναικών και την πρόσβαση σε χαμηλού κόστους πρωτοβάθμιας υπηρεσίες φροντίδας, υπεύθυνες για τον εμβολιασμό και τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Πρέπει να επισημάνουμε τις σημαντικότατες προόδους της ιατρικής ειδικά μετά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Οι διαγνωστικές και θεραπευτικές δυνατότητες είναι τεράστιες σε σχέση με το παρελθόν. Η κορτιζόνη, τα αντιβιοτικά, τα αντιυπερτασικά, τα αντιλιπιδαιμικά δεν υπήρχαν πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πριν 55 χρόνια, το 1945 όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρούσβελτ υπέγραφε τη συνθήκη της Γιάλτας, η αρτηριακή του πίεση ήταν 250/150 mmHg, επειδή δεν υπήρχε φάρμακο για την υπέρταση. Ο Πρόεδρος κατέληξε μετά από 3 μήνες από εγκεφαλική αιμορραγία. Λίγα λεπτά πριν το θάνατό του η αρτηριακή πίεσή του μετρήθηκε στα 300/200 mmHg. Σήμερα η θεραπεία της υπέρτασης του Προέδρου Ρούσβελτ θα ήταν απλή υπόθεση ακόμη και για ένα φοιτητή της Ιατρικής.
Φυσικά νέες προκλήσεις για την Ιατρική Επιστήμη και την Δημόσια Υγεία αναδύονται. Η αποκρυπτογράφηση του Γενετικού Υλικού έχει ολοκληρωθεί, νέοι δρόμοι ανοίγονται στην πρόληψη τη διάγνωση και τη θεραπεία αλλά και σημαντικά ηθικά προβλήματα ανακύπτουν. Η αυξανόμενη ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών και το υψηλό κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης αλλά και της υψηλής ιατρικής τεχνολογίας συρρικνώνει παγκόσμια το κράτος πρόνοιας. Η επιδημία του AIDS αποτελεί μείζον πρόβλημα τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις υπό ανάπτυξη χώρες. Η ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά πιθανόν να σημάνει στο μέλλον την επανεμφάνιση απειλητικών κοινών λοιμώξεων. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μόνιμη απειλή μιας πανδημίας γρίπης των πουλερικών. Εδώ και μερικούς μήνες στην ανθρωπότητα έχει κηρυχθεί συναγερμός για μια νέα πανδημία γρίπης από το στέλεχος H1N1.
Θα πρέπει να τονίσουμε επίσης την αμφισβήτηση από πολλούς του προτύπου της Δυτικής Ιατρικής. 80% του παγκόσμιου πληθυσμού απευθύνεται σε παραδοσιακές και εναλλακτικές πρακτικές, των οποίων δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά η χρησιμότητα. Η άσκηση της Γενικής Ιατρικής ως το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είχε πολύ καλύτερη δημόσια εικόνα και οι ιατροί απολάμβαναν το σεβασμό των ασθενών λόγω των «ερμηνευτικών ικανοτήτων» τους. Σήμερα παρά την ύπαρξη αποτελεσματικών θεραπειών λίγοι τρέφουν θετικά αισθήματα απέναντι στο ιατρικό σώμα και όλοι θα πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί.
Συμπερασματικά τα επόμενα χρόνια το προσδόκιμο της επιβίωσής μας θα αυξηθεί (θα ζούμε δηλαδή περισσότερα χρόνια) αλλά παράλληλα θα είμαστε λιγότερο ικανοποιημένοι, μάλλον καταθλιπτικοί. Το κράτος πρόνοιας δέχεται ισχυρά πλήγματα από το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και την υπεργήρανση του πληθυσμού που θα επιδεινωθούν στο μέλλον.
Πρόεδρος των SOS Ιατρών