Γράφουν οι ΜΕΛΕΤΙΟΣ-ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, καθηγητής Θεραπευτικής – Αιματολογίας – Ογκολογίας, διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής ΕΚΠΑ
ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΡΙΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Θεραπευτικής – Ογκολογίας
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΩΤΙΟΥ, δρ αιματολόγος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΤΑΝΑΣΗΣ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, ειδικευόμενος ιατρός Παθολογικής Ογκολογίας
Οι πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες χαρακτηρίζονται από τον παθολογικό πολλαπλασιασμό ενός κλώνου, μιας ομάδας πλασματοκυττάρων, και ανήκουν στην κατηγορία των αιματολογικών κακοηθειών. Εκτός από το πολλαπλό μυέλωμα, που αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη αιματολογική κακοήθεια, η μακροσφαιριναιμία Waldenstrom και η AL αμυλοείδωση και άλλες οντότητες ανήκουν στις πιο σπάνιες πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες. Στην Ευρώπη η επίπτωση του πολλαπλού μυελώματος είναι 7,5 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ανά έτος, της μακροσφαιριναιμίας Waldenstrom είναι 5 περιπτώσεις ανά 1.000.000 άτομα ανά έτος και της AL αμυλοείδωσης είναι περίπου 12 περιπτώσεις ανά 1.000.000 άτομα ανά έτος. Στην Ελλάδα κάθε έτος πραγματοποιούνται περίπου 600 νέες διαγνώσεις πολλαπλού μυελώματος, 60 νέες διαγνώσεις μακροσφαιριναιμίας Waldenstrom και 80 νέες διαγνώσεις AL αμυλοείδωσης.
Η AL αμυλοείδωση αποτελεί μια ιδιαίτερη πάθηση που συχνά υπο-διαγιγνώσκεται. Η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη θεραπείας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς με τα σημερινά δεδομένα έως και το 25% των ασθενών με νέα διάγνωση AL αμυλοείδωσης χάνει τη ζωή του το πρώτο 6μηνο από τη διάγνωση. Πλέον υπάρχουν θεραπευτικές επιλογές, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένη όταν υπάρχουν σοβαρές βλάβες σε όργανα-στόχους, όπως η καρδιά και τα νεφρά. Η AL αμυλοείδωση καρδιάς εμφανίζει συγκεκριμένα υπερηχοτομογραφικά χαρακτηριστικά και, σε συνδυασμό με το ιστορικό και την κλινική εξέταση, ο καρδιολόγος μπορεί να θέσει την υποψία και να παραπέμψει τον ασθενή σε εξειδικευμένο αιματολόγο για περαιτέρω διερεύνηση. Για να αναγνωρίσει κανείς μια νοσολογική οντότητα είναι απαραίτητο να τη γνωρίζει. Τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχυθεί οι προσπάθειες ενημέρωσης και εκπαίδευσης της ιατρικής κοινότητας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο και πλέον η AL αμυλοείδωση εντάσσεται συχνότερα στη διαφορική διάγνωση.
Η διαστρωμάτωση κινδύνου των ασθενών με AL αμυλοείδωση πραγματοποιείται με τη μελέτη ειδικών βιοδεικτών ανάλογα με τα όργανα-στόχους σε κάθε ασθενή. Στους αιματολογικούς δείκτες αξιολογούνται οι ελεύθερες ελαφρές αλυσίδες ορού, ενώ εάν υπάρχει προσβολή της καρδιάς αξιολογούνται τα επίπεδα του NTproBNP και της τροπονίνης ορού, εάν υπάρχει προσβολή των νεφρών η κάθαρση της κρεατινίνης και η λευκωματουρία, εάν υπάρχει προσβολή του ήπατος η τιμή της αλκαλικής φωσφατάσης. Η πορεία της καρδιακής λειτουργίας προσδιορίζει την επιβίωση του ασθενούς και γι’ αυτό έχει άμεση σχέση με την πρόγνωση. Είναι σαφές λοιπόν ότι η συνεργασία με τους καρδιολόγους είναι απαραίτητη για τη βελτιστοποίηση της υποστηρικτικής αγωγής που λαμβάνουν οι ασθενείς στο πλαίσιο της καρδιακής δυσλειτουργίας.
Η θεραπεία της AL αμυλοείδωσης περιλαμβάνει τη χορήγηση θεραπείας που στοχεύει τον πλασματοκυτταρικό κλώνο με στόχο την ταχεία ελάττωση των ελαφρών αλυσίδων (αιματολογική ανταπόκριση), αλλά και τη βελτίωση των μυοκαρδιακών δεικτών και των δεικτών νεφρικής δυσλειτουργίας (ανταπόκριση οργάνου-στόχου). Είναι σημαντική η στενή παρακολούθηση των επιπέδων των ελεύθερων ελαφριών αλυσίδων ώστε να διασφαλίσουμε την άμεση αιματολογική ανταπόκριση και να τροποποιηθεί η θεραπεία αν ο στόχος αυτός δεν επιτευχθεί εντός 2-3 μηνών. Αντίθετα, η λειτουργική ανταπόκριση των οργάνων αργεί και σχετίζεται με τη βαθιά αιματολογική ύφεση.
Η εγκεκριμένη χημειο-ανοσοθεραπεία στη νέα διάγνωση αποτελείται από συνδυασμό αναστολέα προτεασώματος (βορτεζομίμπη), μονoκλωνικού αντισώματος έναντι του CD38 (δαρατουμουμάμπη), κυκλφοφωσφαμίδης και κορτικοστεροειδών. Το σχήμα χορηγείται για τουλάχιστον 6 μήνες και ακολούθως οι ασθενείς λαμβάνουν συντήρηση για 1-2 έτη με δαρατουμουμάμπη. Στους ασθενείς με σημαντική προσβολή της καρδιάς που κατηγοριοποιούνται ως προχωρημένου σταδίου (Mayo IIIb) είναι απαραίτητο να γίνεται προσαρμογή αυτού του σχήματος, καθώς υπάρχει σημαντική τοξικότητα και θνητότητα που μπορεί να σχετίζεται και με τα χορηγούμενα φάρμακα. Σημαντική είναι πλέον η θέση και της βενετοκλάξης, με σημαντική δραστικότητα στο σημαντικό ποσοστό των ασθενών με AL αμυλοείδωση που φέρουν τη διαμετάθεση t(11.14). Θέση έχουν και οι ανοσοτροποιητικοί παράγοντες, ενώ αξιολογείται σε κλινικές μελέτες και ο ρόλος του μονοκλωνικού αντισώματος έναντι του BCMA αντιγόνου που εκφράζεται στα πλασματοκύτταρα (μπελανταμάμπη μαφοδοτίνη). Οι νεότερες ανοσοθεραπείες όπως τα Τ-λεμφοκύτταρα που φέρουν χιμαιρικό αντιγονικό υποδοχέα (chimeric antigen receptor – CAR) και τα αμφι-ειδικά (bispecific) αντισώματα βρίσκονται επίσης υπό αξιολόγηση για ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή/και ανθεκτική AL αμυλοείδωση.
Καταβάλλεται επίσης προσπάθεια να αναπτυχθούν και να ενταχθούν στην κλινική πρακτική και καινοτόμα μονοκλωνικά αντισώματα που εξουδετερώνουν τις τοξικές ελαφρές αλυσίδες και βοηθούν στην απορρόφηση και την απομάκρυνση του αμυλοειδούς, όπως το birtamimab και το CAEL-101. Έχουμε ήδη κάποια ενθαρρυντικά προκαταρκτικά αποτελέσματα με σημαντικά ποσοστά ανταπόκρισης των ασθενών. Μεγαλύτερες κλινικές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη και είναι προσβάσιμες και στη χώρα μας σε εξειδικευμένα κέντρα αμυλοείδωσης.
Παράγοντες που έχουν συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα εξέλιξης της ασυμπτωματικής Μακροσφαιριναιμίας του Waldenstrom σε συμπτωματική νόσο περιλαμβάνουν επίπεδα της ανοσοσφαιρίνης IgM άνω του 4,500 mg/dL, διήθηση στον μυελό των οστών από λεμφοπλασματοκύτταρα τουλάχιστον 70%, επίπεδα β2 μικροσφαιρίνης του ορού τουλάχιστον 4.0 mg/dL και επίπεδα αλβουμίνης ορού τουλάχιστον 3,5 g/dL. Η απουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο MYD88 σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συμπτωματικής νόσου. Οι ενδείξεις έναρξης θεραπείας περιλαμβάνουν τόσο κλινικές ενδείξεις (εμπύρετο, νυχτερινές εφιδρώσεις, απώλεια βάρους, καταβολή, υπεργλοιότητα, λεμφαδενοπάθεια, ηπατομεγαλία, σπληνομεγαλία, οργανομεγαλία, περιφερική νευροπάθεια) όσο και εργαστηριακές ενδείξεις (αναιμία, θρομβοπενία, νεφροπάθεια, αμυλοείδωση, αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, συμπτωματική κρυοσφαιριναιμία, συμπτωματική νόσο εκ ψυχροσυγκολλητινών).
Οι θεραπευτικές επιλογές για νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με Μακροσφαιριναιμία Waldenstrom εξαρτώνται από τα συμπτώματα του ασθενούς και την ανάγκη για άμεση ανταπόκριση της νόσου, καθώς και από την παρουσία ή όχι μεταλλάξεων στα γονίδια MYD88 και CXCR4. Επί απουσίας μεταλλάξεων και στα 2 γονίδια, οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν συνδυασμούς όπως η ριτουξιμάμπη, σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη και κυκλοφωσφαμίδη ή σε συνδυασμό με μπενταμουστίνη, καθώς και συνδυασμούς που περιλαμβάνουν αναστολείς πρωτεασώματος. Επί παρουσίας μεταλλάξεων στο γονίδιο MYD88, τότε προτιμώνται αναστολείς της τυροσινικής κινάσης του Bruton ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με ριτουξιμάμπη. Εάν είναι επιθυμητή η ταχεία μείωση της IgΜ λόγω συμπτωμάτων, τότε μπορεί να είναι αναγκαίες η πλασμαφαίρεση και η χορήγηση θεραπευτικών συνδυασμών που περιλαμβάνουν χημειο- και ανοσο-θεραπεία.
Η μονοκλωνική γαμμαπάθεια αδιευκρίνιστης σημασίας (MGUS) αποτελεί τη συχνότερη πλασματοκυτταρική δυσκρασία και ορίζεται από την παρουσία ενός πολύ μικρού λεμφοκυτταρικού ή πλασματοκυτταρικού κλώνου και την παρουσία μονοκλωνικής παραπρωτεΐνης, η οποία όμως δεν σχετίζεται με κάποιο κλινικό σύμπτωμα και δεν χρήζει θεραπείας. Φαίνεται πως ακόμα και ένας πολύ μικρός κλώνος μπορεί να προκαλέσει σοβαρές εκδηλώσεις λόγω τοξικότητας της μονοκλωνικής ανοσοσφαιρίνης ή άλλων μηχανισμών. Ορίζεται έτσι η Μονοκλωνική Γαμμαπάθεια με Κλινική Σημασία (MGCS), μια ομάδα νoσολογικών οντότητων/συνδρόμων που εμφανίζουν αιτιολογική συσχέτιση με τη μονοκλωνική ανοσοσφαιρίνη ή την παρουσία του κλώνου (παρανεοπλασματικές εκδηλώσεις). Η συσχέτιση του συνδρόμου με την κλωνική νόσο δεν είναι πάντα ισχυρή, ούτε και εύκολο να αποδειχθεί, και για τη διάγνωσή τους χρειάζεται υψηλός δείκτης υποψίας. Οι επιπλοκές που παρατηρούνται είναι συχνά η μοναδική ένδειξη για θεραπεία, η οποία συνήθως, αλλά όχι πάντα, έχει ως στόχο την εξουδετέρωση του κλώνου.
Η μονοκλωνική γαμμαπάθεια νεφρικής σημασίας (MGRS) είναι η πιο συχνή υπο-ομάδα των οντοτήτων αυτών που σχετίζεται με ιστολογική νεφρική βλάβη, όπως για παράδειγμα η Νόσος Εναπόθεσης Ελαφρών ή Βαρέων Αλύσεων, αλλά και πολλές άλλες. Δεν ανταποκρίνονται σε ανοσοκατασταλτικές θεραπευτικές αγωγές που χορηγούνται στις αυτοάνοσες νεφροπάθειες και η αγωγή καθορίζεται από τον υποκείμενο παθολογικό κλώνο, εάν πρόκειται για πλασματοκύτταρα ή Β λεμφοκύτταρα. Αντίστοιχα έχουμε τις Μονοκλωνικές Γαμμαπάθειες Νευρολογικής Σημασίας, με το περιφερικό νευρικό σύστημα να είναι το όργανο που πάσχει. Αξίζει να αναφερθεί το POEMS, ένα ακρωνύμιο για το παρανεοπλασματικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από πολυνευροπάθεια, οργανομεγαλία, ενδοκρινοπάθεια, μονοκλωνική πλασματοκυτταρική δυσκρασία και δερματικές βλάβες. Άλλα χαρακτηριστικά αποτελούν οι οστεοσκληρυντικές βλάβες, η νόσος του Castleman, τα υψηλά επίπεδα Αγγειακού Ενδοθηλιακού Αυξητικού Παράγοντα (VEGF), τα οιδήματα, το οίδημα οπτικής θηλής και η αύξηση των αιμοπεταλίων/αιματοκρίτη. Η θεραπεία στοχεύει τον πλασματοκυτταρικό κλώνο με εντυπωσιακά αποτελέσματα και σημαντική βελτίωση του κλινικού συνδρόμου. Αντίστοιχα, το σύνδρομο TEMPI αφορά μια σπάνια οντότητα στην οποία έχουμε δερματικές εκδηλώσεις (τελαγγειεκτασίες), υψηλό αιματοκρίτη, μονοκλωνική παραπρωτεΐνη, περινεφρικές συλλογές και παρουσία ενδοπνευμονικής επικοινωνίας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση επίσης αφορά την εξάλειψη του παθολογικού κλώνου.
Στις οντότητες όπου όργανο-στόχος είναι το δέρμα (monoclonal gammopathy of clinical significance) έχουμε συσχέτιση της MGUS με τη δερματική νόσο. Εδώ ανήκουν το Σκληρομυξοίδημα, το Νεκροβιωτικό Ξανθοκοκκίωμα, το Σύνδρομο Schnitzler και άλλα. Τα περισσότερα από αυτά τα νοσήματα αντιμετωπίζονται πλέον με συνδυασμό φαρμάκων, που στοχεύουν τον λέμφο/πλασματοκυτταρικό κλώνο. Το σύνδρομο Schnitzler είναι μια σπάνια, υποδιαγνωσμένη πάθηση. Ο ασθενής έχει υποτροπιάζον εμπύρετο, κνιδωτικό εξάνθημα και πόνο στα οστά, ενώ υπάρχει παρουσία μονοκλωνικής πρωτεΐνης, συχνότερα IgM και δείκτες συστηματικής φλεγμονής. Εδώ έχουμε διαταραχή του εγγενούς ανοσοποιητικού συστήματος με υπερέκφραση ιντερλευκινών και η πιο αποτελεσματική θεραπεία μέχρι σήμερα είναι ο αναστολέας της IL-1, το anakinra.
Η νόσος του Clarkson είναι μια ακόμα σπάνια MGCS που χαρακτηρίζεται από «επεισόδια» ποικίλης βαρύτητας υπο-ογκαιμικού σοκ και γενικευμένου οιδήματος σε συνδυασμό με χαμηλή λευκωματίνη. Η παρουσία μονοκλωνικής ανοσοσφαιρίνης είναι η μόνη σχετική εργαστηριακή «ανωμαλία» μεταξύ των επεισοδίων. Στη θεραπεία της υποκείμενης πλασματοκυτταρικής δυσκρασίας υπάρχει μικρή εμπειρία, κυρίως από ασθενείς με μυέλωμα και ν. Clarkson, και επιλογές αποτελούν παράγοντες όπως η λεναλιδομίδη, η θαλιδομίδη και η βορτεζομίμπη.
Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί η αξία της κλινικής έρευνας στον τομέα των σπάνιων αιματολογικών νοσημάτων. Αφενός, οι επιδημιολογικές μελέτες παρατήρησης αποσκοπούν στην αποτύπωση των χαρακτηριστικών των ασθενών, της θεραπευτικής προσέγγισης και πώς αυτά βελτιώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Αυτά τα «real world data» είναι ιδιαίτερα σημαντικά ώστε να αποτυπώνονται με ακρίβεια η καθημερινή κλινική πρακτική και η έκβαση των ασθενών. Αφετέρου, οι κλινικές μελέτες δίνουν τη δυνατότητα χορήγησης νέων θεραπειών με βάση συγκεκριμένα κλινικά πρωτόκολλα και έτσι οι ασθενείς αποκτούν πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπευτικές αγωγές χωρίς κόστος για τους ίδιους και τους δημόσιους φορείς.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΜΕΛΕΤΙΟΣ-ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ο καθηγητής Μελέτιος-Αθανάσιος Κ. Δημόπουλος γεννήθηκε στο Παρίσι, αλλά ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, όπου και τελείωσε το 1979 τη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια αποφοίτησε με άριστα από τη Σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), λαμβάνοντας το πτυχίο της Ιατρικής. Το 1989 εκπαιδεύθηκε στην Παθολογία στο Royal Victoria Hospital McGill University στο Montreal του Canada, ενώ το 1993 μπήκε στο University of Texas M.D. Anderson Cancer Center Houston στο Texas των ΗΠΑ και εξειδικεύθηκε στην Ογκολογία-Αιματολογία. Η ακαδημαϊκή του καριέρα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1988 με διδακτορική διατριβή στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και συνέχισε 1993-1994 στο The University of Texas, M.D. Anderson Cancer Center, USA, ως επίκουρος καθηγητής (Assistant Professor) στο Τμήμα Αιματολογίας, το 1994-1999 ως επίκουρος καθηγητής στη Θεραπευτική Κλινική, Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, το 1999-2003 ως αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ και από το 2003 μέχρι σήμερα ως καθηγητής (Θεραπευτική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα»), ενώ παράλληλα διετέλεσε και πρύτανης του ΕΚΠΑ.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΡΙΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η Μαρία Γαβριατοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Θεραπευτικής-Ογκολογίας (Θεραπευτική Κλινική, Γ.Ν. «Αλεξάνδρα», Ογκολογικό Τμήμα, Μονάδα Πλασματοκυτταρικών Δυσκρασιών, Ιατρική Σχολή Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Είναι απόφοιτος και διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών με βαθμό «Άριστα». Επίκουρη καθηγήτρια Θεραπευτικής και Μεθοδολογίας Κλινικής Έρευνας από το 2017, αναπληρώτρια καθηγήτρια με γνωστικό αντικείμενο Θεραπευτική-Ογκολογία από το 2021. Η κλινική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στις πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες (πολλαπλούν μυέλωμα, Μακροσφαιριναιμία Waldenstrom, AL αμυλοείδωση) και σε ογκολογικά νοσήματα στη μονάδα πλασματοκυτταρικών δυσκρασιών του Γ.Ν. «Αλεξάνδρα», που θεωρείται ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα κέντρα αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε ερευνητικό επίπεδο είναι υπεύθυνη της Μονάδας Κλινικών Μελετών για τις πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες. Η συμμετοχή της στις κλινικές δοκιμές έχει οδηγήσει σε εγκρίσεις πολλών θεραπευτικών συνδυασμών για την αντιμετώπιση των πλασματοκυτταρικών δυσκρασιών.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΩΤΙΟΥ
Η Δέσποινα Φωτίου είναι επιστημονική συνεργάτις και Ααματολόγος στη Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) από τον Οκτώβριο του 2022. Εργάστηκε ως επιστημονική συνεργάτις στο Τμήμα καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικότητας στην Αιματολογία (2016 έως 2022). Ολοκλήρωσε τις ιατρικές της σπουδές το 2015 και έλαβε το πτυχίο της από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2020 έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα στην Ιατρική από το NKUA. Το κύριο ερευνητικό της ενδιαφέρον είναι η διερεύνηση των δυσκρασιών των πλασματοκυττάρων λεμφοϋπερπλαστικών διαταραχών (πολλαπλούν μυέλωμα, AL αμυλοείδωση, Μακροσφαιριναιμία Waldenström, διαταραχές που σχετίζονται με μονοκλωνική γαμμαπάθεια) και η θρόμβωση σε ασθενείς με μονοκλωνική παραπρωτεϊναιμία. Συμμετέχει στις ερευνητικές δραστηριότητες του τμήματος και έχει συμμετάσχει ως υπο-ερευνήτρια σε περισσότερες από 40 κλινικές δοκιμές φάσης Ι, ΙΙ και ΙΙΙ για το μύελωμα, τη Μακροσφαιριναιμία Waldenström και την AL αμυλοείδωση.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΤΑΝΑΣΗΣ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ιωάννης Ντάνασης-Σταθόπουλος είναι αριστούχος απόφοιτος και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι συγγραφέας σε πάνω από 200 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και έχει ενεργό συμμετοχή με προφορικές και αναρτημένες ανακοινώσεις σε διεθνή και πανελλαδικά συνέδρια στον τομέα της Aιματολογίας και της Ογκολογίας, με κύριο ερευνητικό ενδιαφέρον τις πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες, τις κακοήθειες της γαστρεντερικής οδού και του ήπατος, καθώς και τη μετα-ανάλυση στην Ογκολογία. Συμμετέχει ως συνερευνητής σε πάνω από 30 διεθνείς πολυκεντρικές κλινικές μελέτες στις οποίες συμμετέχουν πάνω από 150 ασθενείς. Πέρα από τη διασφάλιση της διεξαγωγής των κλινικών μελετών, συμμετέχει επίσης στις διαδικασίες ελέγχου, πιστοποίησης και ποιότητας διεξαγωγής του ερευνητικού κλινικού έργου, καθώς και στην κριτική αξιολόγηση των κριτηρίων ένταξης ασθενών στα κλινικά πρωτόκολλα.
Για μεγέθυνση πατήστε ΕΔΩ