Ολοκληρωτική είναι η καταστροφή που επιφέρει στις μικρές μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και φυσικά στα απλά ιατρεία των Καρδιολόγων η εφαρμογή του clawback, όπως αυτά διαμορφώθηκαν για το α΄ εξάμηνο του 2017.
Μετά την ενημέρωση των συναλλασσομένων με το ΕΟΠΥΥ ιατρών μέσω ανάρτησης στο site του, η Ένωση Ελευθεροεπαγγελματιών Καρδιολόγων Ελλάδος (ΕΕΚΕ) προειδοποιεί ότι εάν δεν ληφθούν μέτρα όσοι γιατροί έχουν απομείνει στη χώρα θα αναγκαστούν και αυτοί να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό.
Άμεση ήταν η αντίδραση του Προέδρου της Ένωσης Φώτιου Πατσουράκου, ο οποίος απέστειλε επιστολή στον Υπουργό Υγείας Ανδρέα Ξανθό και τον αναπληρωτή Υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη με προτάσεις, ζητώντας την αύξηση των ορίων των διαγνωστικών εξετάσεων για το 2018, αλλά και την απευθείας χρηματοδότηση των κωδικών των συγκεκριμένων εξετάσεων του 2017 από αδιάθετα υπόλοιπα του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάρτηση, ιατροί, εργαστήρια και πολυϊατρεία καλούνται να επιστρέψουν από τα δεδουλευμένα τους τεράστια ποσά, που για τους καρδιολόγους είναι τα υψηλότερα. Για τα υπερηχογραφήματα το ποσοστό είναι 48,38%, ενώ για τις λοιπές εξετάσεις και πράξεις (που στη περίπτωση των καρδιολόγων είναι το test κοπώσεως, το holter ρυθμού και το holter πιέσεως) φτάνει το 35,15%.
Τόσο η ΕΕΚΕ όσο και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων Κλινικοεργαστηριακών Ειδικοτήτων (ΠΟΣΚΕ), της οποίας η Ένωση είναι ιδρυτικό μέλος, είχαν προειδοποιήσει για αυτή την εξέλιξη από τον Οκτώβριο 2016 και είχαν προβλέψει ότι οι ενέργειες της κοστολόγησης των νέων εξετάσεων χωρίς αντίστοιχη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ και χωρίς αύξηση των ορίων των διαγνωστικών εξετάσεων, αλλά και η εν γένει υποχρηματοδότηση του κωδικού των υπερηχογραφημάτων (όπου πλέον τοποθετούνται όλα τα U/S και triplex όλων των οργάνων) και του κωδικού λοιπών εξετάσεων και πράξεων, θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του clawback και rebate άνω του 50% που ήταν τότε. Οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση θα σήμαινε μη βιωσιμότητα των ιατρών σε όφελος μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων. Είχε δε προτείνει λύσεις, όπως η όποια κοστολόγηση νέων πράξεων -και φυσικά του stress echo- να συνοδεύεται και από εισήγηση ότι θα αμείβεται από τον ΕΟΠΥΥ από ξεχωριστό κωδικό, ανεξάρτητο των υπαρχόντων για εργαστηριακές εξετάσεις και ιατρικές πράξεις, που έπρεπε να παραμείνουν αναλλοίωτοι ως προς το ύψος τους, το οποίο ήταν ήδη πολύ χαμηλό για τις ανάγκες της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).
Η ανωτέρω πρόταση δεν είχε γίνει αποδεκτή και σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση των κωδικών των υπερηχογραφημάτων και των λοιπών εξετάσεων και πράξεων «είχε ως αποτέλεσμα το καταστροφικό clawback που αναρτήθηκε, για το οποίο ευθύνη έχουν και όσοι πίεσαν για την τοποθέτηση νέων εξετάσεων χωρίς αντίστοιχη μελέτη και αύξηση του κωδικού των αντίστοιχων εξετάσεων για το οποίο είχαμε επισημάνει», τονίζει ο Φώτιος Πατσουράκος. «Δυστυχώς η πρόβλεψή μας επαληθεύτηκε και προς το χειρότερο σενάριο μάλιστα, αφού το συνολικό clawback και rebate των Καρδιολόγων για τις ιατρικές πράξεις για το α΄ εξάμηνο του 2017 φτάνει το 70%».
Είναι, λοιπόν, αδύνατον ένας καρδιολόγος, με το ύψος της επένδυσης που χρειάζεται να κάνει για να λειτουργήσει το ιατρείο του, να ανταπεξέλθει οικονομικά και να επιβιώσει.
Προκειμένου να «αποφευχθεί ο αφανισμός των γιατρών», η Ένωση Ελευθεροεπαγγελματιών Καρδιολόγων ζητά άμεσα την ικανή χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ για την ΠΦΥ. «Για το 2017 να υπάρχει χρηματοδότηση των κωδικών για τα υπερηχογραφήματα και τις λοιπές ιατρικές εξετάσεις και πράξεις από υπόλοιπα από τους άλλους κωδικούς, για να ελαττωθεί το καταστροφικό αυτό clawback. Παράλληλα, να ληφθεί άμεσα μέριμνα για το 2018 με ικανή χρηματοδότηση των αντίστοιχων κωδικών για να μην υπάρξει το ίδιο φαινόμενο. Τέλος, οι νέες διαγνωστικές εξετάσεις που επιβαρύνουν τους ανωτέρω κωδικούς, γεγονός που είχαμε προβλέψει, να χρηματοδοτούνται από ξεχωριστό κωδικό και ο οποίος να αυξάνεται αντίστοιχα για κάθε νέα εξέταση που θα προστίθεται. Εάν τα ανωτέρω δεν υλοποιηθούν αμέσως, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας θα καταρρεύσει και μην ξεχνάμε ότι ΥΓΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΟΥΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ», καταλήγει στην εν λόγω επιστολή ο κ. Φ. Πατσουράκος.