«Το 30% των αυτόματων αποβολών οφείλεται σε διαταραχές του θυρεοειδούς» τονίστηκε σήμερα κατά την διάρκεια Συνέντευξης Τύπου της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας.
« Πέρα απ αυτό οι ορμόνες του θυρεοειδούς καθορίζουν το μεταβολισμό, δηλαδή τη λειτουργία κάθε κυττάρου. Έλλειψή τους κατά την ενδομήτρια ζωή καθώς και τους πρώτους μήνες μετά τη γέννηση μπορεί να έχει πολύ σοβαρές συνέπειες στην πνευματική υγεία του παιδιού. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και ευτυχώς και στη χώρα μας από το 1979, ανιχνευτικό πρόγραμμα ελέγχου της θυρεοειδικής λειτουργίας για όλα τα νεογέννητα της χώρας (η αιμοληψία που γίνεται από τη φτέρνα του μωρού την 4η μέρα γέννησης, πριν φύγει από το μαιευτήριο» ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Χριστίνα Κανακά, Παιδο-Ενδοκρινολόγος, Επ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων Αγ. Σοφία.
Αξίζει να τονιστεί πως σήμερα περισσότεροι από 300 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον θυρεοειδή τους, ενώ μεγάλη σημασία αποδίδουν οι γιατροί στην ανίχνευση του νεογνικού υποθυρεοειδισμού.
Από την πλευρά της η κ. Χρυσάνθη Μεγγρέλλη, υπεύθυνη του προγράμματος ανίχνευσης του νεογνικού υποθυρεοειδισμού στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού στο Νοσοκομείο Παίδων Αγ. Σοφία αναφέρθηκε στη σημασία του προγράμματος αυτού, γιατί όπως τόνισε, «είναι ο μόνος τρόπος για την έγκαιρη διάγνωση μέσα στον πρώτο μήνα ζωής και είναι βασικός για το τελικό αποτέλεσμα της θεραπείας».
Η συχνότητά του Συγγενούς Υποθυρεοειδισμού είναι περίπου 1:1.500 νεογνά και είναι πιο συχνή στα κορίτσια από ότι στα αγόρια (περίπου διπλάσια). Η έναρξη του προγράμματος στην Ελλάδα έγινε σχετικά έγκαιρα μέσα στην πρώτη δεκαετία από την εφαρμογή διεθνώς. Μέχρι σήμερα έχουν ελεγχθεί περισσότερα από 3.000.000 νεογέννητα και μεταξύ αυτών διαγνώσθηκαν περισσότερα από 2.000 παιδιά με Συγγενή Υποθυρεοειδισμό.
Η κ. Κανακά προσέθεσε επίσης ότι και αργότερα, «κατά την παιδική ηλικία μπορεί επίσης να εμφανιστεί υπολειτουργία του θυρεοειδούς, δηλαδή υποθυρεοειδισμός, συνήθως λόγω εμφάνισης αντισωμάτων που παράγει ο ίδιος ο οργανισμός εναντίων του θυρεοειδούς αδένα. Η κατάσταση αυτή λέγεται θυρεοειδίτιδα και αντιμετωπίζεται πάλι με χορήγηση θυροξίνης. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα ο υποθυρεοειδισμός στην παιδική ηλικία, το παιδί μπορεί να έχει πτώση στη σχολική του απόδοση και καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης.
Αντίθετα, αν το παιδί παρουσιάσει υπερλειτουργία του θυρεοειδούς, υπερθυρεοειδισμό, όπως λέγεται ιατρικά, δηλαδή αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών, θα εκδηλώσει έντονη ανησυχία, υπερκινητικότητα, διαταραχές της προσοχής, νευρικότητα, απώλεια βάρους κ.α. συμπτώματα».
Όλα αυτά, όπως τόνισαν οι γιατροί, αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία. Οι γονείς πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τις διαταραχές αυτές ώστε σε συνεργασία με τον παιδίατρο τους να απευθύνονται στους ειδικούς.
Σύμφωνα με τους ενδοκρινολόγους συχνές είναι οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας(υπό- ή υπερθυρεοειδισμός) στις γυναίκες νεαρής/αναπαραγωγικής ηλικίας, με αποτέλεσμα συχνά να επιπλέκουν την κύηση.
Η κ. Ευτυχία Κούκκου, Ενδοκρινολόγος, Επιμελήτρια Α΄, Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Διαβήτου και Μεταβολισμού της Ενδοκρινολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου-Μαιευτηρίου «Έλενα Βενιζέλου» αναφέρθηκε στις διαταραχές αυτές τονίζοντας πως υπολογίζεται ότι υπερθυρεοειδισμός διαγιγνώσκεται σε 2 ανά 1000 κυήσεις, ενώ υποθυρεοειδισμός πολύ συχνότερα σε 25 ανά 1000 κυήσεις.
«Η έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των διαταραχών της θυρεοειδικής λειτουργίας κατά την εγκυμοσύνη, έχει μεγάλη σημασία για την υγεία τόσο της εγκύου και του εμβρύου/νεογνού, όσο και την έκβαση της κύησης» όπως είπε η κ. Κούκκου.
Η μη αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αυτόματη αποβολή του κυήματος, πρόωρο τοκετό και αυξάνει την πιθανότητα προεκλαμψίας, σοβαρότατη επιπλοκή της εγκυμοσύνης τόσο για τη γυναίκα όσο και για το έμβρυο.
Επίσης η κ. Κούκκου τόνισε ότι ο υπόθυρεοειδισμός της μητέρας, ακόμα και ήπιος (υποκλινικός) επηρεάζει αρνητικά την νευροψυχική ανάπτυξη του εμβρύου/νεογνού και για αυτό το λόγο πρέπει να αντιμετωπίζεται με έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας, κατά την 1η μαιευτική επίσκεψη ή ακόμα καλύτερα πριν από αυτή στα πλαίσια του προγεννητικού ελέγχου».
Ενθαρρυντική, σε περιπτώσεις ανθεκτικού στην δράση του ραδιενεργού ιωδίου διαφοροποιημένου καρκίνου του θυρεοειδούς καθώς και του μεταστατικού μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς είναι μια νέα θεραπευτική αντιμετώπιση (φαρμακευτική αγωγή) που εφαρμόζεται και στη χώρα μας.
Αυτό τόνισε από την πλευρά του ο κ. Λεωνίδας Ντούντας, Ενδοκρινολόγος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ουλμ. «Η θεραπευτική αυτή προσπέλαση, όπως εξήγησε ο κ Ντούντας, βασίζεται στην αναστολή της μετάδοσης πληροφοριών στο καρκινικό κύτταρο με φάρμακα που αναστέλλουν την λειτουργία μιας σύνθετης αλληλουχίας (ενός σύνθετου) μηχανισμού μεταφοράς μηνυμάτων στο κύτταρο, του ενζύμου της κινάζης της τυροσίνης. Αποκλείοντας λοιπόν διάφορους σταθμούς προώθησης εντολών προς τον πυρήνα του κυττάρου αποτρέπουμε τον πολλαπλασιασμό του καρκινικού κυττάρου, μειώνουμε την αγγειογένεση και την μεταστατική ικανότητα του όγκου ενώ συχνά επιτυγχάνεται και συρρίκνωση του».
Καταλήγοντας ο κ. Ντούντας ανέφερε πως οι επιστήμονες βλέπουν με αισιοδοξία τη μελλοντική αντιμετώπιση του καρκινου του θυρεοειδούς καθώς «η εισαγωγή στην θεραπεία του ανθεκτικού στο ραδιενεργό ιώδιο καρκίνου του θυρεοειδούς των σκευασμάτων ΑΚΤ, η προσεχής δυνατότητα επιλογής πιο ‘έξυπνων’ και επιλεκτικών μορίων και η δυνατότητα συνδυασμού αυτών των φαρμάκων, καθιστούν την αγωγή πιο αποτελεσματική και καλύτερα ανεκτή από τον ασθενή. Οι ΑΚΤ σηματοδοτούν μια νέα θεραπευτική προσέγγιση στην ογκολογία και αλλάζουν την φιλοσοφία θεραπείας στον καρκίνο του θυρεοειδούς».