ΜΕΝΟΥ
Ποιες γυναίκες κινδυνεύουν από σακχαρώδη διαβήτη!

Ποιες γυναίκες κινδυνεύουν από σακχαρώδη διαβήτη!

Health Newsroom

*Γράφει η Dr. Βασιλική Τριάντη, MD, MSc, PhDc, ενδοκρινολόγος- διαβητολόγος-ιατρός Μεταβολισμού, συνεργάτις ΙΑΣΩ Γενική Κλινική

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες νόσους με περισσότερους από 1 εκατομμύριο ασθενείς στη χώρα μας. Ένας στους τρεις ασθενείς, όμως, δεν γνωρίζει ότι νοσεί, σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελληνικό πληθυσμό. Δεν είναι ο ίδιος σε όλους τους ασθενείς, ούτε απαιτεί την ίδια αντιμετώπιση. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.

Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism», σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη διατρέχουν οι γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, πάθηση η οποία τετραπλασιάζει τον κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη. Εκτός από το αυξημένο σωματικό βάρος, η αποχή από τη σωματική άσκηση και η υπέρταση είναι μερικοί από τους πιο γνωστούς παράγοντες κινδύνου που συμβάλλουν στην εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2.

Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι μια συχνή πάθηση στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και αποτελεί την κυριότερη αιτία της γυναικείας υπογονιμότητας. Προκειμένου να εξετάσουν τη σχέση ανάμεσα στη γυναικολογική πάθηση και στον διαβήτη, ερευνητές από τη Δανία μελέτησαν σχεδόν 55.000 γυναίκες, εκ των οποίων περίπου 20.000 είχαν διαγνωστεί με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου), τεστοστερόνης, τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης των γυναικών.

Για την εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων, οι ερευνητές συνυπολόγισαν πιθανούς παράγοντες κινδύνου για τον διαβήτη τύπου 2, όπως η ηλικία και ο δείκτης μάζας σώματος. Οι αναλύσεις υπέδειξαν ότι, σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες, όσες πάσχουν από το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να εκδηλώσουν διαβήτη. Μάλιστα, στις γυναίκες με το σύνδρομο η διάγνωση γίνεται περίπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα -κατά μέσο όρο σε ηλικία 31 ετών- σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση γίνεται στα 35. 

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι δύο πιο αξιόπιστοι δείκτες πρόβλεψης του διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος και τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Ο αυξημένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι αξιοσημείωτο εύρημα. «Ο διαβήτης μπορεί να εκδηλωθεί σε μικρή ηλικία κι έτσι ο προληπτικός έλεγχος είναι απαραίτητος, ιδιαίτερα σε όσες γυναίκες είναι παχύσαρκες και έχουν διαγνωστεί με το σύνδρομο», αναφέρει η Ντόρτε Γκλίντμποργκ, μία εκ των συντακτών της μελέτης.

Ο σακχαρώδης διαβήτης δεν είναι μία ενιαία ασθένεια, αλλά μία ετερογενής νόσος που επηρεάζεται από πολλούς και απροσδόκητους παράγοντες, οι οποίοι συχνά δεν βρίσκονται καν υπό τον έλεγχο των πασχόντων.

Ολοένα και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του σακχάρου (γλυκαιμική ρύθμιση) και στην έκβαση της ασθένειας παίζουν οι ορμόνες. Επιπλέον καταδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα είναι μία ευρεία μεταβολική κατάσταση, που εμπλέκει πολλά όργανα και μηχανισμούς και χρειάζεται εξατομικευμένη αντιμετώπιση, με βάση την ύπαρξη επιπλοκών και συννοσηροτήτων. Είναι χαρακτηριστικό πως ο διαβήτης παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι διαφορές αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, αλλά και μετά την εμμηνόπαυση.

Μελέτες έχουν δείξει λ.χ. ότι ο σακχαρώδης διαβήτης ρυθμίζεται πιο δύσκολα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες. Ειδικότερα, στον τύπου 1 διαβήτη έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες έχουν 33% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) πάνω από 8%. Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι μία ουσία στο αίμα που δείχνει το επίπεδο της ρύθμισης τους τελευταίους 2-3 μήνες. Σε γενικές γραμμές, ένα επιθυμητό επίπεδο στους διαβητικούς ασθενείς είναι κάτω από 7%. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι οι διαβητικές γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο και έμφραγμα. Οι διαφορές στη θνησιμότητα είναι πιο σημαντικές στον τύπου 1 διαβήτη.

Επιπρόσθετα, η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση ασκούν βαθιά επίδραση στη γλυκαιμική ρύθμιση, αυξάνοντας κατακόρυφα τον κίνδυνο ανάπτυξης τύπου 2 διαβήτη. Ωστόσο, ειδικά οι γυναίκες με διαβήτη κύησης, έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν καρδιαγγειακή νόσο, ακόμα κι αν τελικά δεν εκδηλώσουν τύπου 2 διαβήτη. Επιπλέον, όλες οι γυναίκες με διαβήτη έχουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος των οστών μετά την εμμηνόπαυση, ακόμα κι αν έχουν φυσιολογική οστική πυκνότητα.

Άλλοι παράγοντες απορρύθμισης

Ο σακχαρώδης διαβήτης επηρεάζεται και από πολλούς άλλους παράγοντες. Άλλοι από αυτούς εξαρτώνται από τον ασθενή και άλλοι όχι. Στους παράγοντες που εξαρτώνται από τον ασθενή ενδεικτικά συμπεριλαμβάνονται:

  • Η συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή
  • Η προσεγμένη διατροφή.
  • Η συστηματική φυσική δραστηριότητα.
  • Ο έλεγχος του σωματικού βάρους.
  • Η προστασία από τις λοιμώξεις (ακόμα και μια απλή ίωση μπορεί να απορρυθμίσει το σάκχαρο).

Στους παράγοντες που δεν εξαρτώνται από τον έλεγχο των ασθενών πολύ χαρακτηριστικές είναι οι ενδογενείς ορμόνες, δηλαδή αυτές που παράγει ο οργανισμός. Τα επίπεδα τους παρουσιάζουν διακύμανση αναλόγως με το στάδιο της ζωής και με το φύλο. Στην εφηβεία π.χ. μειώνεται η αποτελεσματικότητα της ινσουλίνης κατά 30-50%. Αυτό συμβαίνει λόγω των ορμονικών διακυμάνσεων που βιώνει ο ανθρώπινος οργανισμός. Η συνέπεια είναι αλλεπάλληλα, συχνά ανεξήγητα επεισόδια υπεργλυκαιμίας ή υπογλυκαιμίας. Αυτά απαιτούν συνεχή προσαρμογή των δόσεων στα αγόρια και κορίτσια με τύπου 1 διαβήτη.

Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί επίσης να απορρυθμιστεί από:

  • Ενδοκρινικές παθήσεις (π.χ. σύνδρομο Cushing).
  • Ορισμένα φάρμακα.
  • Μία υποβόσκουσα κακοήθη νόσο (π.χ. καρκίνος του ήπατος, του παχέος εντέρου, του μαστού κ.λπ.).
  • Οξέα προβλήματα υγείας (συμπεριλαμβανομένης της COVID-19) κ.λπ.

Ο σακχαρώδης διαβήτης δεν έχει μόνο τις γνωστές μορφές (τύπου 1, τύπου 2, διαβήτης κύησης). Έχει και σπάνιες μορφές οι οποίες σχετίζονται:

  • Με γενετικές διαταραχές οι οποίες αφορούν τη λειτουργικότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος και τη δράση της ινσουλίνης.
  • Νοσήματα του παγκρέατος.
  • Ενδοκρινοπάθειες
  • Έκθεση σε φάρμακα.
  • Ιογενείς λοιμώξεις.

Στις τελευταίες συμπεριλαμβάνεται η COVID-19, καθώς έχει βρεθεί ότι μπορεί να απορρυθμίσει το μεταβολισμό της γλυκόζης, οδηγώντας πιθανώς και στην εμφάνιση νέων περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη.

Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα σε όλες τις μορφές σακχαρώδους διαβήτη αποτελεί η ανάγκη για καλή ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης αίματος. Οι στόχοι της γλυκαιμικής ρύθμισης πρέπει να εξατομικεύονται σε κάθε ασθενή. Αυτό γίνεται με βάση:

  • Τις προτιμήσεις των ασθενών.
  • Τους πόρους και το σύστημα στήριξής τους.
  • Τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας (όπως η υπογλυκαιμία ή η αύξηση βάρους).
  • Τη διάρκεια της νόσου.
  • Την ύπαρξη συννοσηροτήτων ή εγκατεστημένων επιπλοκών (π.χ. νεφροπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια, αθηροσκλήρυνση κ.λπ.).
  • Το προσδόκιμο επιβίωσης.
  • Τη ρύθμιση της χοληστερίνης και της πίεσης.

Ωστόσο, μόνο η ρύθμιση του σακχάρου δεν εξασφαλίζει καλή έκβαση στους ασθενείς. Ο σακχαρώδης διαβήτης συνυπάρχει συχνά με άλλα νοσήματα (συννοσηρότητες), τα οποία επηρεάζονται από αυτόν αλλά και τον επηρεάζουν. Έτσι, επιταχύνουν την εμφάνιση των διαβητικών επιπλοκών και συμβάλλουν καθοριστικά στην κακή τους εξέλιξη.

Οι πλέον σημαντικές από αυτές είναι οι διαταραχές των λιπιδίων (χοληστερόλη, τριγλυκερίδια) και η αρτηριακή υπέρταση. Και τα δύο χρειάζονται καλή ρύθμιση στους διαβητικούς ασθενείς. Ειδικά για την υπέρταση, όμως, αυτό δεν είναι εύκολο, λόγω των ορμονικών διαταραχών που συνοδεύουν τον ΣΔ.

Τι λένε τα νούμερα και οι στατιστικές για τις γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη:

  • 199 εκατομμύρια γυναίκες πάσχουν από διαβήτη παγκοσμίως.
  • Ο αριθμός αυτός πρόκειται να φτάσει στα 313 εκατομμύρια το 2040.
  • 2 στις 5 γυναίκες με διαβήτη είναι σε αναπαραγωγική ηλικία, υπολογιζόμενες σε 60 εκατομμύρια παγκοσμίως.
  • Ο διαβήτης είναι η ένατη αιτία θανάτου στις γυναίκες παγκοσμίως, προκαλώντας 2,1 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο.
  • Οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν Στεφανιαία Νόσο στο μέλλον.
  • Οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 έχουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρων αποβολών ή γέννησης εμβρύων με ανωμαλίες.
  • 1 στις 7 κυήσεις επηρεάζεται από σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως.
  • Ο IDF εκτιμά ότι 20,9 εκατομμύρια ή 16,2 % των ζωντανών γεννήσεων το 2015 είχαν κάποιας μορφής υπεργλυκαιμία στην κύηση.
  • Περίπου οι μισές γυναίκες με ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη κύησης πρόκειται να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στα επόμενα 5 με 10 χρόνια από την κύηση.
  • Οι μισές περιπτώσεις υπεργλυκαιμίας στην κύηση αφορούν σε γυναίκες κάτω της ηλικίας των 30 ετών.
  • Η μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων υπεργλυκαιμίας στην κύηση ήταν σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, όπου η πρόσβαση στη μητρική φροντίδα είναι συχνά περιορισμένη.
  • Οι στρατηγικές πρόληψης διαβήτη τύπου 2 πρέπει να εστιάζονται στη μητρική υγεία και τη σωστή διατροφή και άλλες υγιείς συμπεριφορές πριν και μετά την κύηση, όπως επίσης και στη βρεφική και ενωρίς παιδική ηλικία.
  • Οι προγεννητικοί έλεγχοι κατά τη διάρκεια της κύησης πρέπει να βελτιωθούν για την εξασφάλιση της υγείας της εγκύου αλλά και την έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη και του σακχαρώδους διαβήτη κύησης.
  • Προγράμματα ελέγχου για διαβήτη και σακχαρώδη διαβήτη κύησης πρέπει να ενσωματωθούν στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, για τη διασφάλιση έγκαιρης διάγνωσης, σωστής θεραπείας και μειωμένων επιπλοκών κατά την κύηση.
  • Οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες υγείας θα πρέπει να εκπαιδευτούν κατάλληλα για την ταυτοποίηση, θεραπεία, διαχείριση και παρακολούθηση του διαβήτη κατά την κύηση.
  • Απαιτείται βελτιωμένη πρόσβαση των εγκύων γυναικών στον έλεγχο, περίθαλψη και εκπαίδευση για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί.
  • Οι γυναίκες αποτελούν τους παράγοντες-κλειδιά για την υιοθέτηση υγιούς τρόπου ζωής ήδη από το χώρο της οικογένειας, για τη βελτίωση της υγείας και ευζωίας των επόμενων γενεών.
  • Πάνω από 70% των περιπτώσεων του διαβήτη τύπου 2 θα μπορούσε να είχε προληφθεί αν είχε υιοθετηθεί ένας υγιέστερος τρόπος ζωής.
  • Το 70% των πρόωρων θανάτων ενηλίκων οφείλεται κατά πολύ σε συμπεριφορά που υιοθετήθηκε κατά την εφηβεία.
  • Οι γυναίκες, ως μητέρες, έχουν τεράστια ευθύνη και επίδραση όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη υγεία των παιδιών τους.
  • Οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι μητέρες που επιφορτίζονται μεγαλύτερο έλεγχο στα οικονομικά μέσα του σπιτιού δίνουν περισσότερη έμφαση στη διατροφή, στην υγεία και την εκπαίδευση των παιδιών.
  • Οι γυναίκες είναι οι θεματοφύλακες της διατροφής και του τρόπου ζωής μέσα στην οικογένεια κι έτσι έχουν την ικανότητα πρόληψης της ασθένειας, ήδη από το χώρο του σπιτιού.

Τι προτείνουμε 

Οι γυναίκες πρέπει να έχουν ισότιμη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στη γνώση και τις πηγές πρόληψης για να ενδυναμωθεί η ικανότητά τους να προλαμβάνουν τον διαβήτη τύπου 2. Η αλλαγή τρόπου ζωής και η ενθάρρυνση για αυξημένη σωματική δραστηριότητα στις ενήλικες κοπέλες, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για την πρόληψη του διαβήτη.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Βασιλική Τριάντη (MD, MSc, cPhd) είναι ενδοκρινολόγος-διαβητολόγος, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, αριστούχος Μaster Έρευνα στη Γυναικεία Αναπαραγωγή της Ιατρικής Σχολής Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με εξειδίκευση στην Κλασική Ενδοκρινολογία & Διαβητολογία στη Σουηδία. Παράλληλα έχει παρακολουθήσει ειδικά σεμινάρια στην Σουηδία με ενδιαφέρον στον διαβήτη κύησης, καθώς και σε θέματα αναπαραγωγής, Διαβητολογίας και Ενδοκρινολογίας της κύησης, με υποτροφία μετά από αξιολόγηση. Είναι συνεργάτις του ΙΑΣΩ Γενική Κλινική.

Διαβάστε παρακάτω το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο ένθετο Health by Nextdeal, τεύχος 07, (πατήστε πάνω στην εικόνα για μεγέθυνση):

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: