ΜΕΝΟΥ

Σε κίνδυνο η ζωή εκατοντάδων ασθενών με νεφροπάθεια, καρκίνο, θρομβοφιλία από την έλλειψη ηπαρινών!

Health Newsroom

Παρά το γεγονός ότι ο νέος υπουργός Υγείας Μιχάλης Χρυσοχοϊδης με την ανάληψη των καθηκόντων του έδωσε προτεραιότητα στο θέμα της έλλειψης φαρμάκων -ζητώντας μάλιστα ενδελεχή ενημέρωση-  το πρόβλημα της έλλειψης ηπαρινών μετά τον Αύγουστο παραμένει …χωρίς κάποια ενημέρωση ή δέσμευση από πλευράς Υπουργείου Υγείας.

Το αποτέλεσμα είναι να παρατείνεται η αγωνία για δεκάδες ασθενείς που έχουν ανάγκη τη χορήγηση ηπαρίνης, όπως νεφροπαθείς σε αιμοκάθαρση, πάσχοντες από θρομβοφιλία, ασθενείς που υποβάλλονται σε μεγάλα χειρουργεία, εγκυμονούσες, καρκινοπαθείς που κινδυνεύουν από θρομβώσεις, αλλά και ασθενείς που τις λαμβάνουν ως προληπτική αγωγή σε διάφορες περιπτώσεις.

Το πρόβλημα με τις ηπαρίνες ήταν γνωστό στην προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Υγείας. Παρά την καλή της διάθεση όμως, δεν έδωσε κάποια λύση όταν οι εταιρείες που παράγουν και διανέμουν την ηπαρίνη στη χώρα μας είχαν ενημερώσει εγκαίρως, τόσο το Υπουργείο όσο και τους αρμόδιους φορείς ενώ οι εκπρόσωποι των ασθενών είχαν «χτυπήσει το καμπανάκι του κινδύνου». Αντί ουσιαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος λόγω των εθνικών εκλογών, προχώρησε στην εισαγωγή μερικών δεκάδων χιλιάδων συσκευασιών κλασικής ηπαρίνης σε τιμή έως πέντε φορές υψηλότερη από την τιμή τους, με ότι αυτό συνεπάγεται για την επιβάρυνση του προϋπολογισμού του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Η έλλειψη ηπαρινών δεν είναι μόνον ελληνικό πρόβλημα. Ξεκίνησε όταν η Κίνα, όπου παράγεται το 80% του βιολογικού υλικού για τις ηπαρίνες, επλήγη από την επιδημία της αφρικανικής πανώλης των χοίρων (ASF). Οξύνθηκε δε, την περίοδο της υγειονομικής κρίσης της COVID-19, επηρεάζοντας την επάρκεια και το κόστος των ηπαρινών.

Στη χώρα μας όμως παράλληλα με την έλλειψη πρώτης ύλης και αυξημένου κόστους παραγωγής, οι εταιρίες που παράγουν και διανέμουν τις ηπαρίνες έχουν να αντιμετωπίσουν και το ζήτημα της τιμής πώλησης, καθώς ως χώρα έχουμε την χαμηλότερη τιμή διεθνώς στα 30 ευρώ, όταν η χαμηλότερη τιμή στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι τα 60 ευρώ και βάσει νομοθεσίας θα έπρεπε να είναι στα 80 ευρώ (ο μέσος όρος των δύο χαμηλότερων τιμών στην Ευρωζώνη).  Αν σε αυτό υπολογίσουμε  rebate και clawback η διευθέτηση του προβλήματος για τις φαρμακευτικές εταιρείες που διαθέτουν τις ηπαρίνες στην ελληνική αγορά είναι κρίσιμος παράγοντας, καθώς δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσουν να εξακολουθήσουν να προμηθεύουν την αγορά με τις αναγκαίες ποσότητες.

Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι το εξής: με χρονικό ορίζοντα τον Αύγουστο -οπότε εκτιμάται ότι θα τελειώσουν τα αποθέματα ηπαρινών- θα δοθεί μια ουσιαστική λύση από το Υπουργείο Υγείας ή θα προχωρήσει εκ νέου στην εισαγωγή σκευασμάτων κλασικής ηπαρίνης προκειμένου για ακόμη μια φορά να κερδηθεί χρόνος που και σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος μεταφράζεται…σε χρήμα, με ότι αυτό συνεπάγεται;

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: