Του Άρη Μπερζοβίτη
Η υγρή βιοψία είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαγνωστική τεχνική που επιτρέπει την ανίχνευση και ανάλυση γενετικού υλικού σε βιολογικά υγρά, όπως το αίμα, το σάλιο, τα ούρα ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Σε αντίθεση με τη συμβατική βιοψία ιστού, η οποία απαιτεί χειρουργική αφαίρεση δείγματος ιστού, η υγρή βιοψία βασίζεται στη λήψη και ανάλυση κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (CTCs) και κυκλοφορούντων ελεύθερων τμημάτων DNA (cfDNA ή ctDNA) που απελευθερώνονται από τον όγκο στην κυκλοφορία του αίματος.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Δρ. Μαρία Καπαρέλου (Παθολόγος – Ογκολόγος) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής) αναφέρουν ότι η υγρή βιοψία έχει αποκτήσει αυξανόμενο ενδιαφέρον στη σύγχρονη ογκολογία, καθώς επιτρέπει τη μη επεμβατική διάγνωση, την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και την αξιολόγηση της απόκρισης στη θεραπεία. Σύμφωνα με μελέτες, το ctDNA αντικατοπτρίζει το γενετικό προφίλ του όγκου, επιτρέποντας την έγκαιρη ανίχνευση μεταλλάξεων που σχετίζονται με αντίσταση στις θεραπείες.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της υγρής βιοψίας είναι η ικανότητά της να ανιχνεύει την ετερογένεια του όγκου, καθώς ένας όγκος μπορεί να περιέχει διαφορετικούς γενετικούς κλώνους που δεν ανιχνεύονται σε μια βιοψία ιστού. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου και την ανίχνευση ελάχιστης υπολειμματικής νόσου μετά τη θεραπεία, μειώνοντας τον κίνδυνο υποτροπής.
Η υγρή βιοψία έχει ήδη εγκριθεί από τον FDA για ορισμένες κλινικές εφαρμογές, όπως στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC), ενώ χρησιμοποιείται και σε άλλους τύπους καρκίνου, όπως του μαστού και του παγκρέατος. Οι συνεχιζόμενες έρευνες επικεντρώνονται στη βελτίωση της ευαισθησίας και της ειδικότητάς της, ώστε να καταστεί βασικό εργαλείο στην εξατομικευμένη ιατρική.
Συνολικά, η υγρή βιοψία αντιπροσωπεύει μια επαναστατική εξέλιξη στην ογκολογία, προσφέροντας ακριβή και δυναμική παρακολούθηση της νόσου, μειώνοντας την ανάγκη για επεμβατικές διαδικασίες και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών.
Η τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης III FIRE-4 επιβεβαιώνει την ακρίβεια της υγρής βιοψίας στον εντοπισμό μεταστατικού καρκίνου παχέος εντέρου με RAS/BRAF V600E wild type-μεταλλάξεις. Η μελέτη των Stintzing et al., που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Oncology, δείχνει τη μεγάλη κλινική σημασία της υγρής βιοψίας πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της ASCO και της ESMO, οι αποφάσεις για τη θεραπεία πρώτης γραμμής στο μεταστατικό καρκίνο παχέος εντέρου βασίζονται σε χαρακτηριστικά του ασθενούς και μοριακές αναλύσεις του όγκου, με έλεγχο για ανεπάρκεια επιδιόρθωσης DNA, καθώς και για μεταλλάξεις BRAF V600E και RAS.
Στη μελέτη συμμετείχαν 672 ασθενείς, οι οποίοι έλαβαν είτε FOLFIRI + cetuximab μέχρι προόδου της νόσου ή μη ανεκτή τοξικότητα (τυπικό σχήμα) είτε FOLFIRI + cetuximab με το σκέλος της συντήρησης να περιλαμβάνει εναλλαγή σε 5-FU + bevacizumab (πειραματικό σχήμα). Αναλύθηκαν δείγματα υγρής βιοψίας.
Το 13% είχε RAS-μεταλλαγμένους όγκους και το 7% BRAF V600E-μεταλλαγμένους. Οι ασθενείς με RAS μετάλλαξη είχαν σημαντικά μικρότερη επιβίωση σε σχέση με τους RAS μη μεταλλαγμένους (Διάστημα ελεύθερο νόσου (PFS) = 9,0 μήνες έναντι 11,5, και συνολική επιβίωση (OS) = 22,1 μήνες έναντι 33,6). Η εναλλαγή της συντήρησης ωφέλησε περισσότερο τους RAS-μεταλλαγμένους (Διάστημα ελεύθερο νόσου (PFS) = 10,1 έναντι 6,4 μηνών, και συνολική επιβίωση (OS) = 24,9 έναντι 16,3). Οι BRAF V600E-μεταλλαγμένοι είχαν δυσμενή πρόγνωση (Διάστημα ελεύθερο νόσου (PFS) = 5,4 μήνες, και συνολική επιβίωση (OS) = 12,0). Επιπλέον, η συνεχής χορήγηση cetuximab αύξησε σημαντικά τη μετατροπή RAS wild-type σε RAS-mutant κατά την εξέλιξη της νόσου.
Η υγρή βιοψία ανιχνεύει μεταλλάξεις που δεν εντοπίζονται σε δείγματα ιστού και είναι χρήσιμη στη διαχείριση της θεραπείας. Ο κύριος ερευνητής της μελέτης τόνισε τον συμπληρωματικό ρόλο της στην επιλογή θεραπευτικών στρατηγικών για το μεταστατικό καρκίνο του παχέος εντέρου.