Του Δ. Ρίχτερ, MD, FESC, FAHA
Διευθυντής Β’ Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών
Μέλος ΔΣ ΕΛΙΚΑΡ, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας
Η αρτηριακή υπέρταση είναι ένας από τους πιο σοβαρούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου παγκοσμίως και τα ποσοστά εμφάνισής της συνεχώς αυξάνονται. Η υπέρταση καταστρέφει τις αρτηρίες προκαλώντας στενώσεις ή ανευρύσματα και κουράζει την καρδιά, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια. Σύμφωνα με δεδομένα από το «Μήνα Χοληστερίνης» του ΕΛΙΚΑΡ σε 50.000 ενήλικα άτομα στην Ελλάδα το 25% του ενήλικου πληθυσμού είναι υπερτασικοί. Και σύμφωνα με τη «Μελέτη Αττική» του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου το 37% των ανδρών και το 25% των γυναικών στη χώρα μας εμφανίζουν αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης. Αν λάβουμε υπ’όψιν το γεγονός ότι συχνότητα της υπέρτασης αυξάνεται με την ηλικία θα πρέπει καθώς ανεβαίνει συνεχώς ο μέσος όρος επιβίωσης παγκοσμίως να αναμένουμε και αντίστοιχη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης της υπέρτασης.
Η πίεση θα πρέπει να είναι μικρότερη από 140 mmHg η συστολική και 90 mmHg η διαστολική στο γενικό πληθυσμό. Η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή κατά τη διάρκεια του 24ωρου, αλλά διακυμαίνεται αναλόγως της δραστηριότητας του κάθε ατόμου. Κατά τη σωματική άσκηση, την κίνηση, τη συγκίνηση και το στρες, η πίεση ανεβαίνει, αντιθέτως, κατά την ανάπαυση ή το βαθύ ύπνο ελαττώνεται και ξαναανεβαίνει κατά τις πρωινές ώρες, λίγο πριν από το ξύπνημα.
Πολλές φορές, ακόμα και η θέα του γιατρού με την άσπρη μπλούζα προκαλεί σε πολλούς ασθενείς αύξηση της πίεσης, γεγονός το οποίο θεωρείται από πολλούς προ-στάδιο αρτηριακής υπέρτασης.
Για να ονομάσουμε όμως κάποιον άνθρωπο υπερτασικό πρέπει να έχουμε συστηματική άνοδο της αρτηριακής του πίεσης πάνω από τα επίπεδα που θεωρούμαι για αυτόν φυσιολογικά. Η στιγμιαία άνοδος της πίεσης συνέπεια ενός έντονου στρες δεν μας κατατάσσει στην κατηγορία των υπερτασικών. Είναι ανησυχητικό μακροπρόθεσμα να έχουμε συστηματικά πίεση 155/100 mmHg αλλά δεν μας ανησυχεί, ούτε χρειάζεται καμία άμεση θεραπεία μία στιγμιαία άνοδος της πίεσης 170/100 mmHg.
Η θεραπεία
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένας υπερτασικός ασθενής είναι να αλλάξει στο μέτρο του δυνατού τις καθημερινές βλαπτικές του συνήθειες. Είναι σημαντικό για παράδειγμα στην περίπτωση που κάποιος ασθενής είναι παχύσαρκος να χάσει σωματικό βάρος με σωματική άσκηση και σωστή δίαιτα, η οποία έχει επίκεντρο τη φυτική διατροφή που συμπληρώνεται με ψάρια και πουλερικά, αποκλείοντας τα γλυκά και τους υδατάνθρακες (ψωμί, πατάτες κλπ.).
Η σωστή δίαιτα του υπερτασικού ασθενούς, πρέπει να συμπληρώνεται με ελάττωση της πρόσληψης νατρίου, δηλαδή με ελάττωση του αλατιού και των αλμυρών φαγητών. Εξυπακούεται ότι, παράλληλα, πρέπει να αποφεύγεται η διατροφή με λιπαρές τροφές και οινοπνευματώδη, τα οποία αυξάνουν τη θερμιδική αξία των τροφών.
Είναι σημαντικό επίσης να πεισθεί ο ασθενής να διακόψει το κάπνισμα για να προστατεύσει ακόμα περισσότερο τα ήδη επιβαρυμένα αγγεία του. Άλλωστε έχει βρεθεί σαφής συσχέτιση του καπνίσματος με την άνοδο της αρτηριακής πίεσης.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, τότε αποφασίζεται η έναρξη της φαρμακευτικής θεραπείας.
Τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα αντιυπερτασικά φάρμακα είναι τα διουρητικά, οι β-αναστολείς, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ, οι ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου, οι αναστολείς της ρενίνης, και τα κεντρικώς δρώντα φάρμακα.
Κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες φαρμάκων έχει ξεχωριστό τρόπο δράσης, καθώς και τις δικές της ενδείξεις και αντενδείξεις. Ο γιατρός καλείται να επιλέξει αφ’ενός κατηγορία και αφ’ετέρου την ουσία με τις κατάλληλες ενδείξεις ανάλογα με τον ασθενή που έχει απέναντί του, καθώς δεν έχουν όλες οι ουσίες εντός μία κατηγορίας τις ίδιες ενδείξεις.
Η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης που επιτυγχάνεται με την χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων έχει σαν αποτέλεσμα την ελάττωση των επιπλοκών της υπέρτασης και την σημαντική μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας. Μάλιστα όπως έχει αποδειχθεί από μεγάλες μελέτες επιβίωσης όσο πιο γρήγορα επιτευχθεί αυτή η ρύθμιση τόσο μεγαλύτερο είναι το όφελος. Η ρύθμιση όμως είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα επίπεδα ρύθμισης παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας δε ξεπερνούν το 30-35%.Οι λόγοι για αυτήν την αποτυχία είναι πολλαπλοί. Ένας από τους κυρίότερους είναι ή μη συμμόρφωση του ασθενή με την φαρμακευτική του αγωγή. Μάλιστα, όσο αυξάνεται ο αριθμός των δισκίων που πρέπει να παίρνει ένας ασθενής τόσο ελλάτώνεται η συμμόρφωσή του δηλαδή ξεχνά ή αρνείται να πάρει τα φάρμακά του.
Στους περισσότερους ασθενείς χρειάζονται συνδυασμοί φαρμάκων είτε σε ελεύθερη μορφή είτε σταθεροί. Σήμερα έχουμε κάνει σημαντικά βήματα μπροστά στο θέμα αυτό, και η φαρμακοβιομηχανία μας έχει δώσει πληθώρα έτοιμων φαρμακευτικών συνδυασμών πολλαπλών ουσιών σε διάφορες δοσολογίες.
Λαμβάνοντας υπόψη πως ένας διαβητικός χρειάζεται κατά μέσο όρο 3.5 χάπια για να ρυθμίσει τη πίεση του και πως όσο ανεβαίνει ο αριθμός των χαπιών που λαμβάνει ένας ασθενής τόσο μειώνεται η μακροπρόθεσμη συμμόρφωση του, καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική βοήθεια αποτελεί για τον υπερτασικό αυτή η δυνατότητα.
Σήμερα σε ασθενείς που δεν ρυθμίζονται υπό τριπλή τουλάχιστον φαρμακευτική αγωγή (εκ των οποίων υποχρεωτικά ένα διουρητικό)και έχουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο υπάρχει η δυνατότητα επεμβατικής αντιμετώπισης της αρτηριακής υπέρτασης με κατάλυση των νεφρικών νευρικών απολήξεων η οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος με πολύ καλά αποτελέσματα σε αρρύθμιστους φαρμακευτικά ασθενείς.