ΜΕΝΟΥ
1η Δεκεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS

1η Δεκεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS

Health Newsroom

“Getting to Zero” είναι το μήνυμα για την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS (1η Δεκεμβρίου 2014) στο πλαίσιο του σχεδίου του UNAIDS (Κοινό Πρόγραμμα του ΟΗΕ για τον ιό του AIDS) για την περίοδο 2011-2015: “Zero New HIV Infections. Zero Discrimination. Zero AIDS Related Deaths” (“Μηδενίζουμε τις νέες μολύνσεις, μηδενίζουμε τους θανάτους από AIDS, μηδενίζουμε τις διακρίσεις”).

Η επιδημία του AIDS μπορεί να εξαλειφθεί μέχρι το 2030, αρκεί να υπάρξει πρόληψη και ενημέρωση, τονίζει ο Michel Sidibé, εκτελεστικός διευθυντής του UNAIDS, ο οποίος κάνει αναφορά και στην πρόσφατη επιδημία του Έμπολα στη Δυτική Αφρική.

“Ο Έμπολα μας υπενθύμισε τι αντιμετωπίσαμε στο ξεκίνημα της μάχης ενάντια στον HIV. Ο κόσμος κρυβόταν, φοβόταν, υπήρχε στίγμα και γίνονταν διακρίσεις, δεν υπήρχε ελπίδα. Θέλουμε να πούμε ευχαριστώ στην παγκόσμια κοινότητα για την αλληλεγγύη που επέδειξε, για την κινητοποίησή της, θέλουμε να πούμε ευχαριστώ στου επιστήμονες που έγιναν ακτιβιστές.

Έτσι, καταφέραμε να μετατρέψουμε την τραγωδία σε ευκαιρία.”

Το υπουργείο Υγείας με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS παραθέτει πληροφορίες σχετικά με την ασθένεια. Ακόμα περισσότερο υλικό μπορείτε να βρείτε στο site του ΚΕΕΛΠΝΟ.

AIDS & HIV

AIDS σημαίνει Acquired Immune Deficiency Syndrome, δηλαδή Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας και είναι μια ανίατη λοιμώδης νόσος που οφείλεται στον ιό HIV.

HIV σημαίνει Human Immunodeficiency Virus δηλαδή Ιός της Ανθρώπινης Ανοσολικής Ανεπάρκειας, και είναι ένας ιός που προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου, το σύστημα δηλαδή που είναι υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού ενάντια σε λοιμώξεις, νεοπλασίες και άλλες ασθένειες.

Οι ονομασίες HIV και AIDS μπορεί να συνγχέονται γιατί και οι δύο αυτοί όροι περιγράφουν την ίδια νόσο. Σκεφτείτε όμως το AIDS σαν μια προχωρημένη HIV νόσο. Ένα άτομο με AIDS έχει ένα ανοσοποιητικό σύστημα τόσο αποδυναμωμένο από τη δράση του HIV που συνήθως αρρωσταίνει από μία ή περισσότερες ευκαιριακές λοιμώξεις όπως πνευμονία (PCP) ή Σάρκωμα Καπόζι (KS), Σύνδρομο Επίσχνασης (απώλεια βάρους), βλάβες στην μνήμη, ή καρκίνους.

Αναλυτικά

Το 1983 ανακαλύφθηκε ο ιός HIV (Human Immunodeficiency Virus), ο οποίος προκαλεί το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας – AIDS.

Ο HIV ανήκει σε μια κατηγορία ιών που ονομάζονται ρετροϊοί, οι οποίοι περιέχουν κύτταρα τα οποία συντίθενται από μόρια ριβοζονουκλεϊνικού οξέως (RNA). Τα ανθρώπινα γονίδια συντίθενται από μόρια δεσοξυριβοζονου-κλεϊνικού οξέως (δηλαδή DNA).

Όπως όλοι οι ιοί, έτσι και ο HIV δεν είναι εξοπλισμένος με τα απαραίτητα υλικά για να πολλαπλασιαστεί αυτόνομα. Μπορεί να αντιγραφεί μόνο μέσα σε ένα ζωντανό κύτταρο, παίρνοντας τον έλεγχο του μηχανισμού αναπαραγωγής του.

Οι ιοί έχουν συγκεκριμένα κύτταρα-στόχους. Τα κύτταρα-στόχοι του HIV είναι κύτταρα που έχουν στην επιφάνειά τους το μόριο CD4. Αυτά είναι τα CD4 Τ-λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα.

Μόλις ο HIV μπει στον οργανισμό, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και αναζητά κύτταρα με CD4 υποδοχείς. Όταν συναντήσει ένα τέτοιο κύτταρο κολλά πάνω του, ενώνεται με αυτό και αδειάζει μέσα του το γενετικό του υλικό και τα ένζυμά του. Το RNA του ιού HIV, με τη βοήθεια ενός ειδικού ενζύμου που ονομάζεται αντίστροφη μεταγραφάση, μετατρέπεται σε DNA αμέσως μόλις ο ιός εισβάλλει στο κύτταρο έτσι ώστε να ενσωματωθεί στο ανθρώπινο γονιδίωμα, Σε ένα δεύτερο στάδιο το ένζυμο ενσωματάση κόβει το DNA του κυττάρου και ενσωματώνει σ’ αυτό το ιικό DNA (αντιγράφει δηλαδή τις γεντικές πληροφορίες του στο ανθρώπινο DNA). Από αυτό το σημείο η γενετική ταυτότητα του κυττάρου-στόχος έχει μεταβληθεί μόνιμα και εξυπηρετεί τον ιό. Από το ιικό DNA προκύπτουν οι πρωτεΐνες του ιού, οι οποίες συγκεντρώνονται μέσα στο κύτταρο-στόχος. Μέσω του ενζύμου πρωτεάση οι πρωτεΐνες του ιού κόβονται σε λειτουργικά τμήματα και σχηματίζονται νέοι ιοί μέσα στο κύτταρο. Το κύτταρο καταστρέφεται και οι ιοί απελευθερώνονται στο αίμα, όπου επιτίθενται σε νέους στόχους.

Η πορεία της λοίμωξης που προκαλεί ο HIV χαρακτηρίζεται από τη μεσολάβηση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος ανάμεσα στην αρχική προσβολή και στην εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων. Για αυτό το λόγο ο HIV ανήκει σε μια υποκατηγορία ρετροϊών που ονομάζονται “αργοί ιοί”.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό του ιού HIV, είναι η πολύ μεγάλη μεταλλακτικότητά του επειδή σφάλματα κατά την αντιγραφή του RNA του ιού σε DNA προκαλούν μεγάλες αλλαγές στη φύση του. Για αυτό και παρότι το ανοσοποιητικό παράγει αντισώματα κατά του ιού, αυτά είναι αναποτελεσματικά, επειδή ο ιός μεταλλάσσεται πολύ γρήγορα.

Ο HIV, όπως αναφέραμε, μολύνει τα κύτταρα με CD4 υποδοχείς, δηλαδή τα CD4 T-λεμφοκύτταρα καθώς και τα μακροφάγα και έτσι προσκολλάται για πάντα στο γενετικό τους υλικό.

Τα CD4 Τ-λεμφοκύτταρα, που ονομάζονται και «βοηθητικά» συνεργάζονται με τα κύτταρα που παράγουν αντισώματα τα οποία κολλούν στην επιφάνεια των ξένων κυττάρων που έχουν εισβάλλει στο ανθρώπινο σώμα. Τα μακροφάγα καταστρέφουν τα ξένα κύτταρα που έχουν επάνω τους αυτά τα κολλημένα αντισώματα.

Ο HIV διαταρράσει σοβαρά την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα CD4 T-λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα καταστρέφονται. Ουσίες που σε φυσιολογικές συνθήκες παράγονται από τα T-λεμφοκύτταρα για να ενεργοποιήσουν τα Β- λεμφοκύτταρα τα οποία είναι αυτά που παράγουν τα αντισώματα, εκκρίνονται είτε σε τεράστιες, είτε σε πολύ μικρές ποσότητες. Ο ιός ακόμη καταστρέφει πολλά «κύτταρα μνήμης» από την ομάδα των CD4 T-λεμφοκυττάρων. Έτσι το επίπεδο της ανοσίας πέφτει σημαντικά.

Mε την επιτυχή αντιρετροϊκή (ART), το σώμα μπορεί να παραμένει υγιές και να αντιμετωπίζει τους περισσότερους ιούς και τα βακτηρίδια.

Όταν κάποιος μολύνεται με τον HIV, γίνεται “HIV οροθετικός” και παραμένει για πάντα HIV οροθετικός.

Ο Κύκλος Ζωής του HIV

Ο κύκλος ζωής του HIV περιλαμβάνει εννέα φάσεις μέχρι το στάδιο της ωρίμανσής του (NIAID, 1998). Οι φάσεις αυτές είναι:

α. Επαφή – είσοδος του ιού.

β. Αντίστροφη μεταγραφή.

γ. Μεταφορά στον πυρήνα των κυττάρων.

δ. Ενσωμάτωση.

ε. Αντιγραφή του ιού.

στ. Σύνθεση της πρωτεΐνης του ιού.

ζ. Συγκρότηση του ιού.

η. Απελευθέρωση του ιού.

θ. Ωρίμανση

Πορεία της Λοίμωξης HIV

Οι περισσότερες μελέτες καταδεικνύουν ότι ο μέσος χρόνος που μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με το AIDS είναι 2- 10 χρόνια ή ακόμα και περισσότερο.

Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν παρατηρήσει μια μεγάλη διακύμανση ως προς την εξέλιξη της νόσου. Για το 10 % των ατόμων που έλαβαν μέρος σε αυτές τις έρευνες η εξέλιξη του AIDS συνετελέσθη στη διάρκεια των πρώτων δύο ή τριών χρόνων που ακολουθούν τη μόλυνση, ενώ το 5-10 % των ατόμων στις μελέτες έχει σταθερό αριθμό CD 4 κυττάρων και δεν εμφανίζουν συμπτώματα ακόμα και μετά από δώδεκα χρόνια ή και περισσότερα. Παράγοντες όπως οι γενετικές ατομικές διαφορές, ο βαθμός μολυσματικότητας ενός μεμονωμένου στελέχους του ιού και η συνύπαρξη λοιμώξεων από άλλα μικρόβια μπορεί να επηρεάσουν το ρυθμό και τη σοβαρότητα της εξέλιξης της νόσου (NIAID, 1998).

Τα στάδια που διακρίνονται θα μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε σε τρία:

Στάδιο 1 της πρωτογενούς προσβολής – οξεία λοίμωξη ή πρωτολοίμωξη

Όταν ο HIV μπει στον οργανισμό πολλαπλασιάζεται σε τεράστιους αριθμούς. Δισεκατομμύρια νέοι ιοί σχηματίζονται καθημερινά και δισεκατομμύρια CD4 Τ-λεμφοκύτταρα καταστρέφονται επίσης. Μέσα σε μερικές εβδομάδες ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών (όχι όλοι) εμφανίζει συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά του κρυολογήματος ή της γρίπης (πυρετό, φαρυγγίτιδα, εξάνθημα, πόνους στους μύες και τις αρθρώσεις, πονόλαιμο, πονοκέφαλο, υπνηλία, εξάντληση). Μπορεί επίσης να παρουσιάσουν διογκωμένους λεμφαδένες στο λαιμό και στη βουβωνική χώρα. Τα συμπτώματα της πρωτολοίμωξης μπορεί να είναι παρόμοια και με συμπτώματα άλλων σεξουαλικών μεταδιδόμενων νοσημάτων και άλλων λοιμώξεων που είναι πιο διαδεδομένες και μεταδίδονται ευκολότερα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα άτομα είναι πολύ “μολυσματικά” και ο HIV παρουσιάζει μεγάλη συγκέντρωση στα γενετήσια εκκρίματα. Μερικές εβδομάδες αργότερα η αρχική, οξεία φάση παρέρχεται και εγκαθίσταται στον οργανισμό μια λεπτή ισορροπία. Όμως, παρά την επιφανειακή ηρεμία, η μάχη κατά του ιού συνεχίζεται μέσα στους λεμφαδένες.

Στάδιο 2 της ασυμπτωματικής λοίμωξης

Το προσβεβλημένο άτομο δεν παρουσιάζει κανένα κλινικό σύμπτωμα. Αν δεν υποβληθεί σε εξετάσεις, είναι αδύνατον να γνωρίζει αν είναι ή όχι φορέας. Η περίοδος αυτή παρουσιάζει μεγάλη χρονική διακύμανση. Μπορεί να μην παρουσιαστεί κανένα σύμπτωμα στη διάρκεια μιας δεκαετίας για τους ενήλικες και μιας διετίας για τα παιδιά που γεννιούνται με τον ιό, ενώ άλλοτε μπορεί να παρουσιαστούν συμπτώματα μέσα σε μερικούς μήνες. Κατά τη διάρκεια του σταδίου αυτού, ο ιός HIV πολλαπλασιάζεται δραστικά και μολύνει και σκοτώνει κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.

Στάδιο 3: συμπτωματική φάση η οποία μπορεί να οδηγήσει στο τελικό στάδιο της νόσου του AIDS

Η φάση αυτή, υποδιαιρείται σε πολλές υποομάδες, με διάφορους τύπους κλινικών εκδηλώσεων.

Η συνεχιζόμενη μάχη κατά του HIV εξαντλεί το ανοσοποιητικό σύστημα. Έτσι μετά από μερικά χρόνια (σε ασθενείς χωρίς θεραπεία) χάνεται η ισορροπία ανάμεσα στον HIV και τα CD4 κύτταρα. Ένα υγιές άτομο συνήθως έχει 600 έως 1200 CD4+Τ λεμφοκύτταρα ανά κυβικό χιλιοστό (mm) αίματος. Κατά τη διάρκεια της HIV μόλυνσης, οι αριθμοί του ιού στο αίμα (ιικό φορτίο) αυξάνονται σταδιακά, ενώ ο αριθμός των CD4 κυττάρων ελαττώνεται προοδευτικά. Όταν ο αριθμός τους πέσει κάτω από 200 ανά κυβικό χιλιοστό, το ανοσοποιητικό σύστημα έχει πλέον αποδυναμωθεί σοβαρά, ο άνθρωπος γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτος στις ευκαιριακές λοιμώξεις και τους καρκίνους που χαρακτηρίζουν το AIDS, και τελικά διαγιγνώσκεται με AIDS.

H κλινική διάγνωση του AIDS αναφέρεται στο πιο προχωρημένο στάδιο της μόλυνσης με HIV, και σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας απαιτεί την παρουσία μιας σειράς συμπτωμάτων. Από αυτά, κάποια θεωρούνται κύρια, ενώ κάποια άλλα δευτερεύοντα.

Η κλινική διάγνωση θεωρείται θετική όταν υπάρχουν τουλάχιστον δύο από τα εξής κύρια συμπτώματα: α) απώλεια βάρους 10% ή μεγαλύτερη (στα παιδιά αρκεί η ανακοπή της αύξησης του βάρους τους), β) διάρροια περισσότερο από ένα μήνα και γ) πυρετός περισσότερο από ένα μήνα. Τα δευτερεύοντα συμπτώματα είναι: Βήχας περισσότερο από ένα μήνα, καθολική δερματίτιδα με κνησμό, έρπις ζωστήρας σε υποτροπή, κανδιδίαση του στόματος και του φάρυγγα. Σε κάθε περίπτωση, η κλινική διάγνωση απαιτεί εργαστηριακή επιβεβαίωση, με την ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων (Κιόρτσης και Παπασπηλιόπουλος, 1997).

Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώθηκε το 1993 από το CDC (Center for Disease Control / Κέντρο Ελέγχου Νόσων) των Η.Π.Α, θεωρείται ότι έχουν αναπτύξει AIDS τα άτομα των οποίων ο αριθμός των CD4+Τ λεμφοκυττάρων είναι μικρότερος από 200 (NIAID, 1999) ή μικρότερος από το 14% του συνόλου των λεμφοκυττάρων του οργανισμού τους, ανεξάρτητα από την κλινική τους κατάσταση (Δαρδαβέσης, 1999). Κατά την πορεία της λοίμωξης HIV η μείωση των CD4+Τ λεμφοκυττάρων είναι σταδιακή για τα περισσότερα άτομα, αλλά ραγδαία για κάποια άλλα. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι που δεν εμφανίζουν συμπτώματα ακόμη κι όταν ο αριθμός των λεμφοκυττάρων τους είναι μικρότερος από 200.

Επιπρόσθετα, ο ορισμός περιλαμβάνει 26 κλινικές καταστάσεις-διαγνωστικά κριτήρια που προσβάλλουν άτομα με ανεπτυγμένη νόσο HIV (NIAID, 1999). Η πλειονότητα αυτών είναι ευκαιριακές λοιμώξεις οι οποίες πολύ σπάνια μπορεί να βλάψουν υγιή άτομα. Όμως για τα άτομα με AIDS οι λοιμώξεις αυτές είναι σοβαρές και μερικές φορές μοιραίες εξαιτίας του γεγονότος ότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι τόσο καταστραμμένο από τον HIV που ο οργανισμός δεν είναι σε θέση να καταπολεμήσει ορισμένα βακτήρια, ιούς και άλλα μικρόβια.

Οι ευκαιριακές λοιμώξεις (πνευμονοκύστωση, εγκεφαλική τοξοπλάσμωση κλπ), συνηθισμένες σε άτομα με AIDS, προκαλούν συμπτώματα όπως: βήχα, λαχάνιασμα, αιφνιδιαστικές προσβολές, νοητικά συμπτώματα (όπως σύγχυση και αμνησία), σοβαρή και επίμονη διάρροια, πυρετό, απώλεια όρασης, σοβαρούς πονοκεφάλους, απώλεια βάρους, έντονη κόπωση, ναυτία, εμετούς, απώλεια συντονισμού, κώμα, κοιλιακές κράμπες, δύσκολη ή επίπονη κατάποση (NIAID, 1999).

Οι άνθρωποι με AIDS συχνά υποφέρουν από λοιμώξεις στα έντερα, στους πνεύμονες, στον εγκέφαλο, στα μάτια και σε άλλα όργανα καθώς επίσης και από εξουθενωτική απώλεια βάρους, διάρροια, νευρολογικές διαταραχές. Επιπλέον, τα άτομα με AIDS είναι ιδιαιτέρως επιρρεπή στην εμφάνιση διαφόρων καρκίνων, ιδιαίτερα εκείνων που προξενούνται από ιούς, όπως είναι η αγγειοσαρκωμάτωση (Kaposi’s sarcoma), καθώς και σε καρκίνους του τραχήλου ή καρκίνους του ανοσοποιητικού συστήματος, γνωστούς ως λεμφώματα. Οι καρκίνοι αυτοί είναι συνήθως πιο επιθετικοί και ως εκ τούτου είναι πιο δύσκολο να θεραπευτούν στα άτομα με νόσο HIV.

Πολλοί άνθρωποι εξουθενώνονται από τα συμπτώματα του AIDS σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν κανονικά στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις αλλά ούτε και στη συντήρηση του νοικοκυριού τους. Κάποιοι άλλοι μπορεί να βιώνουν φάσεις κατά τις οποίες η ασθένεια είναι ιδιαίτερα απειλητική για τη ζωή τους, οι οποίες εναλλάσσονται με φάσεις κανονικής λειτουργικότητας (NIAID, 1999).

Η Μετάδοση της Λοίμωξης HIV

Ο HIV, ο ιός που προκαλεί το AIDS, βρίσκεται σε ποσότητες ικανές για να μολύνουν:

  • Στο αίμα
  • Στο σπέρμα και στα κολπικά υγρ
  • Στη βλέννη που καλύπτει το ορθό 
  • Στο μητρικό γάλα

Ο HIV μεταδίδεται με τους εξής τρόπους:

  • Με το αίμα
  • Με σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις
  • Με κοινή χρήση σύριγγας
  • Από τη μητέρα στο νεογνό (κάθετη μετάδοση)

O ιός επιζεί στο περιβάλλον εκτός του ανθρώπινου οργανισμού για ελάχιστη ώρα.

Αναλυτικά:

Με το αίμα

Για να μολυνθούμε με τον HIV πρέπει να έρθουμε σε επαφή με μολυσμένο αίμα. Εάν έρθουμε σε επαφή με μολυσμένο αίμα και το αίμα εισχωρήσει στο δικό μας σώμα μέσω αμυχών, πληγών ή βλεννογόνων μπορεί να μολυνθούμε.

Οι μεταγγίσεις θεωρούνται πλέον ασφαλείς, αφού το αίμα ελέγχεται διεξοδικά για την παρουσία του HIV και άλλων παθογόνων. Είναι πάρα πολύ απίθανο να μολυνθούμε μέσω μεταγγίσεων αίματος.

Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί μέσω κοινής χρήσης αντικειμένων όπου μπορεί να υπάρχουν υπολείμματα αίματος, όπως ξυράφια, οδοντόβουρτσες κτλ. Για τον λόγο αυτό αποφεύγετε να χρησιμοποιείτε τις οδοντόβουρτσες και τα ξυράφια άλλων.

Με σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις

Ο πιο συνήθης τρόπος μετάδοσης του HIV είναι μέσω της σεξουαλικής επαφής με ένα ήδη προσβεβλημένο άτομο. Ο ιός μπορεί να εισέλθει στον οργανισμό δια της οδού του κόλπου, του αιδοίου, του πέους, του πρωκτού ή του στόματος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Ο HIV μπορεί επίσης να μεταδοθεί και από την επαφή με μολυσμένο αίμα.

Ο HIV περιέχεται στο σπέρμα, τα προσπερματικά υγρά, στην βλέννη του ορθού και στα κολπικά υγρά. Περιέχεται επίσης στο σάλιο αλλά σε ποσότητες που δεν επαρκούν για τη μετάδοσή του.

Εάν κάποιος βλεννογόνος, αμυχή ή πληγή στο δέρμα μας έρθει σε επαφή με σπέρμα ή κολπικά υγρά είναι δυνατόν να μολυνθούμε με τον HIV.

Από τις σεξουαλικές πράξεις, οι πιο επικίνδυνες για τη μετάδοση του HIV είναι ο κολπικός και ο πρωκτικός έρωτας. Ο λόγος είναι ότι οι βλεννογόνοι του κόλπου και του πρωκτού είναι πολύ ευαίσθητοι και εύκολα τραυματίζονται, οπότε υπάρχουν μικρές, ανεπαίσθητες αμυχές μέσα από τις οποίες να εισχωρήσει ο ιός στον παθητικό σεξουαλικό σύντροφο που δέχεται μέσα του μολυσμένο σπέρμα.

Επίσης επειδή η βλέννη του ορθού περιέχει μεγάλες ποσότητες του HIV, ο ενεργητικός σεξουαλικός σύντροφος μπορεί να μολυνθεί μέσω της ουρήθρας.

Το στοματικό σεξ δεν θεωρείται υψηλού κινδύνου σεξουαλική συμπεριφορά, δεν είναι όμως εντελώς ακίνδυνο. Εξάλλου υπάρχει κίνδυνος για μετάδοση άλλων αφροδίσιων νοσημάτων. Το στοματικό σεξ γίνεται πιο επικίνδυνο εάν υπάρχουν πληγές στο στόμα, ουλίτιδα κτλ, ή αν ο άλλος εκσπερματώνει στο στόμα μας.

Η σωστή χρήση προφυλακτικού ελαχιστοποιεί την πιθανότητα μετάδοσης του HIV μέσω της σεξουαλικής επαφής.

Με κοινή χρήση σύριγγας

O HIV συχνά μεταδίδεται στα άτομα που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών επειδή χρησιμοποιούν κοινή σύριγγα που περιέχει υπολείμματα αίματος με μικρή ποσότητα του ιού.

Από τη μητέρα στο νεογνό (κάθετη μετάδοση)

Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο βρέφος κατά τον τοκετό και τον θηλασμό μέσω του μητρικού γάλακτος. Γι’ αυτό οι οροθετικές μητέρες υποβάλλονται σε καισαρική τομή και αποθαρρύνονται να γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η χρήση αντιρετροϊικών φαρμάκων κατά την κύηση ή λίγο πριν τον τοκετό μειώνουν αισθητά την κάθετη μετάδοση, όπως αποκαλείται η μετάδοση του HIV από τη μητέρα στο βρέφος.

Ο ιός έχει απομονωθεί, εκτός από το αίμα, το σπέρμα, τα κολπικά υγρά, το εγκεφαλονωτιαίο υγρό και το μητρικό γάλα, και από το σάλιο, τον ιδρώτα, τα δάκρυα, τα ούρα, τα κόπρανα και τα βρογχικά εκκρίματα χωρίς ωστόσο να έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μολύνσεως από τα συγκεκριμένα βιολογικά υγρά. Το γεγονός αυτό οφείλεται αφενός μεν στη μικρή ποσότητα του ιού που περιέχεται στα υγρά αυτά, αφετέρου, δε, στη μεγάλη ευπάθεια του ιού στο εξωτερικό περιβάλλον. Σχετικώς με το σάλιο, εργαστηριακές μελέτες αποκάλυψαν ότι το σάλιο περιέχει φυσικά συστατικά που αναχαιτίζουν τη μολυσματική δράση του ιού.

Ο HIV ΔΕΝ μεταδίδεται:

  • από τον αέρα
  • από το κολύμπι στη θάλασσα ή σε πισίνες
  • από καθίσματα τουαλέτας
  • από τα πόμολα
  • από τα τρόφιμα και τα ποτά
  • από την κοινή χρήση μαγειρικών συσκευών ή μαχαιροπίρουνων κλπ
  • από την κοινή χρήση πετσετών, σεντονιών, τηλεφώνων κλπ
  • από αντικείμενα και επιφάνειες γενικώς
  • από το τσίμπημα εντόμων όπως είναι τα κουνούπια ή οι ψύλλοι.
  • από τα ζώα εν γένει
  • από το σάλιο και από τα φιλιά
  • από τη σωματική επαφή

Η Διάγνωση της Λοίμωξης HIV

Η λοίμωξη HIV συνήθως είναι αρχικά ασυμπτωματική, έτσι ο κύριος τρόπος εντοπισμού του ιού είναι μέσω της εξέτασης αίματος για την παρουσία αντισωμάτων κατά του ιού. Οι γενικές εξετάσεις αίματος δεν ανιχνεύουν τον ιό ή τα αντισώματα του, για αυτό το λόγο απαιτούνται ειδικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν κάποιος έχει μολυνθεί με τον ιό HIV.

Ο πιο διαδεδομένος τύπος εξέτασης για την ανίχνευση του HIV είναι το ειδικό τεστ αντισωμάτων HIV (ELISA). Για να αποδώσει βέβαια το τεστ σωστά αποτελέσματα πρέπει να γίνει όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του μολυσμένου ατόμου έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα στον HIV. Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της μόλυνσης και της ανάπτυξης αντισωμάτων, τα τεστ αντισωμάτων έναντι του ιού βγαίνουν ψευδώς αρνητικά. Συνεπώς το τεστ αντισωμάτων μπορεί να γίνει αφού περάσουν κάποιες ημέρες μετά από μια πιθανή μόλυνση με τον ιό.

Το τεστ ELISA για τον HIV είναι ένα φτηνό και γρήγορο τεστ φτιαγμένο να μετράει τα αντισώματα κατά του ιού που φτιάχνει ο οργανισμός αποκλειστικά και μόνον όταν έρθει σε επαφή με τον ιό HIV. Αν βρεθούν αντισώματα κατά του ιού στο αίμα, υπάρχει ιός μέσα στον οργανισμό.

Επειδή το τεστ ELISA μπορεί να θετικοποιηθεί και από μερικές άλλες παθήσεις, αν βγει θετικό, τότε με το ίδιο δείγμα αίματος γίνεται το απολύτως ειδικό για το HIV τεστ Western Blot για την εξακρίβωση του αποτελέσματος του τεστ αντισωμάτων. Αν και αυτό βγει θετικό η διάγνωση είναι σίγουρη.

Υπάρχει και ένα πιο εξελιγμένο τεστ που ανιχνεύει τον ίδιο τον ιό (ή σωστότερα το γενετικό υλικό του ιού). Είναι το τεστ «ιικού φορτίου», το οποίο όχι απλώς ανιχνεύει τον ιό, αλλά μας λέει και πόσες χιλιάδες ιοί υπάρχουν σε κάθε κυβικό εκατοστό αίματος. Ονομάζεται μέθοδος PCR (Polymerase Chain Reaction).

Το τεστ «ιικού φορτίου» χρησιμοποιείται μόνον σε οροθετικούς υπό αγωγή για να παρακολουθείται η πορεία τους και η επιτυχία της αγωγής. Γίνεται επίσης σε όλους όσους διαγιγνώσκονται μολυσμένοι από τον ιό με τα τεστ αντισωμάτων μεθόδου ELISA και τεχνικής Western Blot.

Εγκεκριμένα Αντιρετροϊκά Φάρμακα

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τον ιό HIV (παρόλο που ο ιός έχει απομονωθεί και οι ερευνητές έχουν επαρκείς γνώσεις για τον ανοσολογικό μηχανισμό του οργανισμού). Η αποτελεσματική θεραπεία θα είχε τη μορφή ενός προληπτικού εμβολίου εναντίον του, που θα εμπόδιζε την εγκατάσταση του στον οργανισμό.

Μέχρις ότου αναπτυχθεί και εφαρμοστεί κάποια αποτελεσματική θεραπεία ίασης και προληπτικού εμβολίου, η αντιρετροϊκή αγωγή είναι η καλύτερη επιλογή για την μακροχρόνια ιική καταστολή. Με τη χρήση νέων συνδυαστικών φαρμακευτικών αγωγών -με διαφορετική δράση στις διάφορες φάσεις αναπαραγωγής του HIV– επιτυγχάνεται η μακροχρόνια αναστολή της πορείας προς τη νόσο, η μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας λόγω της HIV λοίμωξης και η βελτίωση της ποιότητας ζωής. Σήμερα, η HIV λοίμωξη θεωρείται χρόνια νόσος, υπό την προϋπόθεση ότι ο ασθενής λαμβάνει συστηματικά τη θεραπεία του.

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες αντιρετροϊκών φαρμάκων με διαφορετικό στόχο στον κύκλο του πολλαπλασιασμού του ιού και διαφορετικό μηχανισμό δράσης που μπορεί πλέον να λάβει ο ασθενής. Οι συνδυασμοί αυτοί ονομάζονται HAART – Highly Active Antiretroviral Therapy (αντιρετροϊκή θεραπεία υψηλής δραστικότητας).

Επειδή η HAART μειώνει τη συγκέντρωση του ιού στα μολυσματικά βιολογικά υγρά και ελαττώνει συνεπώς την πιθανότητα μετάδοσης του, δίνεται πλέον μεγάλη σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει η χορήγηση της αντιρετροϊκής θεραπείας στον τομέα της πρόληψης.

Οι κατηγορίες αντιρετροϊκών φαρμάκων παρουσιάζονται ακολούθως:

(NRTI) Νουκλεοσιδικοί / νουκλεοτιδικοί Αναστολείς ανάστροφης μεταγραφάσης & (NNRTI) Μη Νουκλεοσιδικοί Αναστολείς ανάστροφης μεταγραφάσης: Το ένζυμο της ανάστροφης μεταγραφάσης διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη ζωή του κύκλου του ιού μετατρέποντας το μονό σκέλος RNA του ιού σε διπλό σκέλος DNA με την ακόλουθη ενσωμάτωση στο γονιδίωμα του ξενιστή. Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής, αναστέλλουν τη δράση του ενζύμου, σταματώντας το προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο το ιικό RNA μετατρέπεται σε DNA. Ο πολλαπλασιασμός του ιού σταματά σε πολύ αρχικό στάδιο.

(PI) Αναστολείς πρωτεάσης: Οι αναστολείς πρωτεάσης στοχεύουν τον κύκλο της ζωής του HIV σε ένα μεταγενέστερο στάδιο από ότι οι αναστολείς της ανάστροφης μεταγραφάσης. Στοχεύουν την πρωτεάση, που είναι ένα ένζυμο απαραίτητο για την ωρίμανση των νεοσύστατων ανώριμων σωματιδίων του ιού σε λοιμώδη σωματίδια. Συνδέονται με το ενεργό κέντρο της πρωτεάσης του ιού εμποδίζοντας τη διάσπαση των πρωτεϊνών του σε λειτουργικά τμήματα. Συνεπώς, τα πρόσφατα συναρμολογημένα ιικά σωματίδια παραμένουν ανώριμα και μη μολυσματικά.

Αναστολείς σύντηξης της κυτταρικής μεμβράνης: Σε αντίθεση με τους αναστολείς της ανάστροφης μεταγραφάσης ή πρωτεάσης, οι αναστολείς σύντηξης έχουν στόχο τον ιό πριν αυτός μπει μέσα στο κύτταρο.

(EI) Αναστολείς εισόδου: Μια πιο καινούργια ομάδα φαρμάκων στοχεύει στο να εμποδίσει τον ιό να συνδεθεί με την επιφάνεια των Τ λεμφοκυττάρων και να μπει μέσα τους. Η είσοδος του ιού μέσα στα κύτταρα στόχους σχετίζεται με τη σύνδεση του ιού με τους υποδοχείς στην επιφάνεια των CD4 κυττάρων. Εκτός από τους CD4 υποδοχείς υπάρχουν και δύο άλλοι υποδοχείς (coreceptor) που ονομάζονται CCR5 και CXCR4 που συμμετέχουν επίσης στη διαδικασία εισόδου του ιού. Μπλοκάροντας αυτούς τους υποδοχείς εμποδίζεται ο ιός να εισέλθει στο κύτταρο στόχο.

(II) Αναστολείς ενσωμάτωσης (ιντεγκράσης): Η ιντεγκράση μεσολαβεί στην ενσωμάτωση του DNA του ιού στο γονιδίωμα του κυττάρου-στόχου. Η αναστολή αυτού του ενζύμου μπορεί να εμποδίζει την ικανότητα του ιού να χρησιμοποιεί το γονιδίωμα του ανθρώπινου κυττάρου για την αναπαραγωγή του.

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: