Χωρίς ασπίδα προστασίας από την ιλαρά είναι σήμερα περίπου 350.000 παιδιά που δεν έχουν εμβολιαστεί (ή έχουν κάνει μόνον την πρώτη δόση), καθώς και άγνωστος αριθμός ενηλίκων που δεν έχει εμβολιαστεί από τη δεκαετία του ’70, που ξεκίνησε ο εμβολιασμός για την ιλαρά.
Παράλληλα αναμένεται σε λίγο καιρό έξαρση και για άλλες «ξεχασμένες» λοιμώξεις, όπως ο κοκκύτης και οι μαγουλάδες. Το σήμα κινδύνου έστειλε χθές ο πρόεδρος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας Ανδρέας Κωνσταντόπουλος, παρουσιάζοντας στους συντάκτες υγείας τις επιπτώσεις που έχει στο σύνολο του πληθυσμού, αλλά και για το κάθε άτομο ξεχωριστά ο μη εμβολιασμός κατά της ιλαράς.
Όπως τόνισε ο κ. Κωνσταντόπουλος η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία έχει επανειλημμένα, από το 2009 μετά την πανδημία της γρίπης προειδοποιήσει, ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα που αναπτύχθηκε θα αποτελέσει αιτία για την επανεμφάνιση παλιών λοιμώξεων, λόγω άρνησης των γονιών να εμβολιάσουν τα παιδιά τους. Τώρα φαίνονται τα πρώτα κρούσματα ιλαράς, μετά τις επιδημίες ιλαράς που είχαμε στην Ευρώπη τα τελευταία 4 χρόνια.
Η ιλαρά είναι μία ύπουλη και βαριά νόσος που παρουσιάζει επιπλοκές. Ύπουλη γιατί μεταδίδεται όχι μόνο όταν ο άρρωστος έχει πυρετό και εξάνθημα, αλλά και 3-4 μέρες πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Βαριά γιατί 1 στους 3 νοσούντες θα παρουσιάσει κάποια επιπλοκή, από το αναπνευστικό ή το γαστρεντερικό σύστημα, εγκεφαλίτιδα και μερικές φορές μπορεί να προκαλέσει ακόμα και το θάνατο. Ιδιαίτερα για την περίπτωση όπου προκαλεί εγκεφαλίτιδα, αυτή μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και 10 χρόνια μετά τη νόσηση του ατόμου από ιλαρά.
Οι επιπλοκές είναι συνήθεις για παιδιά κάτω 5 ετών και στους ενήλικες. Τα νεογνά και βρέφη (μωρά μέχρι 12 μηνών) ενδέχεται να νοσήσουν από το πρώτο μήνα της ζωής τους, σε περίπτωση που η μητέρα τους δεν έχει η ίδια εμβολιαστεί ή νοσήσει από ιλαρά. Σε περίπτωση που η μητέρα έχει νοσήσει ή εμβολιαστεί, το αίμα της περνά στο έμβρυο και λειτουργεί ως φίλτρο προστασίας μέχρι και τον 6 μήνα της ζωής του. Ο θηλασμός από μόνος του δεν προφυλάσσει το βρέφος, όπως λανθασμένα μεταδίδεται από μη ειδικούς. Αντίθετα, στα βρέφη η νόσος εκδηλώνεται σε πιο βαριά μορφή και παρατηρούνται ακόμα και θάνατοι, γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα των βρεφών ωριμάζει μετά τους 18 μήνες ζωής του.
Γιατί χρειάζεται να γίνονται δύο δόσεις εμβολίου
Η 1η δόση καλύπτει το 95% των εμβολιασμένων ατόμων. Το υπόλοιπο 5% δεν δημιουργεί αντισώματα με την 1η δόση, οπότε θα πρέπει να πραγματοποιήσουμε εξέταση αίματος προκειμένου να δούμε ποια παιδιά δεν δημιούργησαν αντισώματα και να τους χορηγήσουμε και 2η δόση, ή να χορηγήσουμε απ’ ευθείας τη 2η δόση στα παιδιά χωρίς την πραγματοποίηση εξέτασης.
Διεθνώς ισχύει ότι το κόστος διενέργειας εξέτασης προκειμένου να μετρηθούν τα αντισώματα, είναι πολύ υψηλότερο από το να χορηγήσουμε 2η δόση του εμβολίου σε όλους. Όσοι, λοιπόν, δεν γνωρίζουν αν έχουν νοσήσει ή αν έχουν εμβολιαστεί, ή έχουν εμβολιαστεί με μία μόνο δόση θα πρέπει να μετρήσουν τα αντισώματα και στην περίπτωση που αυτά είναι θετικά δεν απαιτείται κάτι περαιτέρω. Σε περίπτωση που όμως κριθούν αρνητικοί σε αντισώματα, θα πρέπει να εμβολιασθούν.
Η τελευταία μεγάλη επιδημία ιλαράς έλαβε χώρα στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όπου είχαμε αρκετούς θανάτους και εγκεφαλίτιδες. Τότε το εμβόλιο γινόταν αρχικά σε 1 δόση και η 2η δόση (επαναληπτική δόση) 12 χρόνια μετά την πρώτη. Για το λόγο αυτό όσοι γεννήθηκαν τη δεκαετία ‘70 και ‘80 έχουν κάνει μόνο μία δόση του εμβολίου και θα πρέπει τώρα να κάνουν και μία 2η.
Η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρία αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει πλήρης κάλυψη με την πρώτη δόση που χορηγείται στην ηλικία των 15-16 μηνών, συνιστούσε εδώ και μια 5ετία η 2η δόση να γίνεται στους 24 μήνες και όχι στην ηλικία των 4-6 ετών. Έτσι αυτή τη στιγμή παιδιά ηλικίας 15 μηνών έως 4-6 ετών δεν έχουν κάνει τη 2η δόση του εμβολίου, ως εκ τούτου ένα ποσοστό αυτών δεν είναι απόλυτα καλυμμένο απέναντι στη νόσο. Αυτά τα παιδιά είναι περισσότερα από 350.000 και θα πρέπει να εμβολιασθούν άμεσα. Υπάρχουν επίσης 200.000 παιδιά που είναι πλήρως ανεμβολίαστα.
Βάσει των ανωτέρω, η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία συνιστά:
– Τον άμεσο εμβολιασμό των ανεμβολίαστων ατόμων, που δεν έχουν νοσήσει, στο παρελθόν, εκτός των εγκύων και ανοσοκατασταλμένων.
– Τον εμβολιασμό με 2η δόση, για όσους έχουν κάνει ήδη μία δόση ή όσων δεν ξέρουν αν έχουν εμβολιαστεί ή νοσήσει εκτός των εγκύων και ανοσοκατασταλμένων.
– Για τα βρέφη να γίνει η 1η δόση του εμβολίου στους 12 μήνες (αντί στους 16), και μετά από 3 μήνες να χορηγείται και η 2η δόση
– Οι γονείς να ακολουθούν τις οδηγίες των παιδιάτρων, σχετικά με τα εμβόλια.
Εάν οι γονείς ακολουθούν τις οδηγίες του “Dr. Google” (ανώνυμες και ανεύθυνες πληροφορίες που διοχετεύονται στο διαδίκτυο από το αντιεμβολιαστικό κίνημα), πολύ γρήγορα θα έχουμε την επανεμφάνιση και άλλων νοσημάτων που στη χώρα μας έχουν εξαλειφθεί όπως π.χ. κοκκύτης, μηνιγγίτιδα και παρωτίτιδα. Στις ΗΠΑ από την αρχή του χρόνου έχουν παρουσιαστεί 6.000 κρούσματα παιδιών με παρωτίτιδα, εκ των οποίων το 1,5% εμφάνισε ορχίτιδα.
Καταλήγοντας ο κ. Κωνσταντόπουλος επισήμανε ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, αποτελεσματικά, χωρίς παρενέργειες και σώζουν ζωές.