Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΟΑΣΑ για την υγεία, η Ελλάδα το 2018 δαπάνησε για υγειονομική περίθαλψη 1.327,8 ευρώ ανά άτομο, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι 3.710 ευρώ. Το ποσό της κρατικής δαπάνης για την Υγεία αντιστοιχεί σε 7.7% του ΑΕΠ, αριθμός επίσης μειωμένος σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος διαμορφώνεται στο 9,9%. (OECD.Stat, 2020). Ειδικότερα, από το 2008, όταν η κατά κεφαλήν κρατική επιβάρυνση ήταν 2.267 ευρώ, έως και το 2013, το ελληνικό κράτος μείωσε τις δαπάνες για την Υγεία κατά ένα τρίτο. (OECD, 2019a)
Ταυτόχρονα όμως, η εξοικονόμηση κρατικών κονδυλίων για την Υγεία, μετακύλησε το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης στα νοικοκυριά. Όπως αναφέρει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ποσοστό άνω του ενός τρίτου εκ των δαπανών Υγείας, προέρχεται από τα ίδια τα νοικοκυριά, καθιστώντας το ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το 2018, η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα €14,3 δισεκ., από τα οποία τα €8,4 δισεκ. αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση – πράγμα το οποίο συνιστά μια μείωση σε ποσοστό 42,1% από το 2010 – και τα €5,8, την ιδιωτική. (ΙΟΒΕ, 2020).
Η αιτία όμως του μεγάλου κόστους που καλούνται να καταβάλουν τα νοικοκυριά, οφείλεται σύμφωνα με τα στοιχεία, «στις υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα, εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (ή ανοιχτή νοσηλεία) και νοσοκομειακές υπηρεσίες». Πιο συγκεκριμένα, μόλις το 61% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ ποσοστό ίσο με 35 %, χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά, που σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποτελεί το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ.
Για να γίνει κατανοητή όμως η μεταφορά του κόστους, είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως το 2010 τα χρήματα που κατέβαλαν τα νοικοκυριά για την Υγεία, αντιστοιχούσαν σε 28% της συνολικής δαπάνης στη χώρα. Το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 37% το 2014, χρονιά που σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, «τα υψηλά επίπεδα επιμερισμού του κόστους πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από την προκλητή ζήτηση (ζήτηση που υποκινείται από την προσφορά) και οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη.
Σύμφωνα πάλι με το «Προφίλ Υγείας» για την Ελλάδα, το 2017 η Ελλάδα κατείχε τη δεύτερη θέση στην ΕΕ, όσον αφορά το επίπεδο αυτοαναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης, «αφού ένα στα δέκα νοικοκυριά ανέφερε ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά που βρισκόταν στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, ανέφερε πως δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις υγειονομικές ανάγκες των μελών του, ενώ από πλουσιότερα νοικοκυριά το ποσοστό μη καλυπτόμενων αναγκών ανερχόταν μόλις στο 3%, εμφανίζοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο «το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη», υπογραμμίζει η έκθεση. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί, εν είδη θετικής εξέλιξης, ότι το 2017 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο το συνολικό επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών σημείωσε πτώση, ύστερα από συνεχή αύξηση έξι ολόκληρων χρόνων.
Πρόσφατη έκθεση του γραφείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη, αναφέρει πως οι άτυπες πληρωμές των νοικοκυριών, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών για την Υγεία, «γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα και τα εμπόδια πρόσβασης στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης», τονίζει η έκθεση, ενώ συμπληρώνεται επίσης πως η προαιρετική ασφάλιση υγείας «διαδραματίζει μόνον ήσσονος σημασίας ρόλο και αντιπροσώπευε το 4% των συνολικών δαπανών υγείας το 2017». (WHO, 2018)
Πηγή: Έκθεση των Γιατρών του Κοσμου για την Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη στην Ελλάδα – δείτε εδώ