ΜΕΝΟΥ
Στο έλεος της μοίρας τους οι ανασφάλιστοι πολίτες!

Στο έλεος της μοίρας τους οι ανασφάλιστοι πολίτες!

Health Newsroom

Θα ρισκάρουν την υγεία τους στα δημόσια νοσοκομεία ή θα πληρώσουν από την τσέπη τους γιατρούς, φάρμακα και εξετάσεις; 
Αν είχαν φροντίσει όμως για ιδιωτική ασφάλιση υγείας θα ήταν άρχοντες!

Από 1η Ιουλίου οι ανασφάλιστοι δεν έχουν δικαίωμα να συνταγογραφούν τις εξετάσεις και τα φάρμακα τους σε ιδιώτες γιατρούς, παρά μόνο σε γιατρούς δημοσίων δομών, σύμφωνα με το Ν.4865/2021 και σχετική ΥΑ 01.06.2022. Αυτό σημαίνει ότι είτε πρέπει να ρισκάρουν την υγεία τους πηγαίνοντας στα δημόσια νοσοκομεία με τον κορονοϊό να «βράζει» -και δια στόματος υπουργού Υγείας γνωρίζουμε ότι υπάρχει υπερμετάδοση εκεί-  είτε να πληρώσουν από την τσέπη τους φάρμακα και εξετάσεις. Βέβαια, εάν είχαν προβλέψει να κάνουν ένα πρόγραμμα υγείας σε ασφαλιστική εταιρεία, τώρα θα αδιαφορούσαν για τα οποιαδήποτε εμπόδια βάζει το κράτος κάθε στιγμή. 

Στο δια ταύτα όμως, τώρα οι ανασφάλιστοι πολίτες για πολλούς λόγους -που εξηγούμε παρακάτω- δεν πρέπει να πετιούνται στον Καιάδα και μάλιστα τη στιγμή που ο ΕΦΚΑ είτε με τις ρυθμίσεις των χρεών είτε με τις κατασχέσεις που επιβάλλει, απαιτεί και το ποσό που αφορά την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η οποία δεν παρασχέθηκε. 

Ειδικότερα τα εμπόδια στη φροντίδα υγείας των ανασφάλιστων πολιτών λαμβάνονταν ανέκαθεν, προκειμένου να λειτουργήσουν ως μέσο πίεσης για να πληρώνουν με συνέπεια τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Όμως οι ελευθεροεπαγγελματίες πολίτες –κυρίως σε αυτούς αναφέρεται το μέτρο αυτό- έχουν μπει πλέον σε δεκάδες ρυθμίσεις που αφορούν σε χρέη στον ΕΦΚΑ, την εφορία, τις τράπεζες (για επιχειρηματικά, στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια) και προσπαθούν να επιβιώσουν στο γενικότερο κλίμα της οικονομικής δυσπραγίας που υπάρχει. Έτσι αδυνατούν να ανταποκριθούν με συνέπεια τόσο στα τρέχοντα χρέη όσο και σε επιπλέον άλλες ρυθμίσεις. 

Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν έχουν άλλα χρήματα να πληρώσουν, τα μέτρα πίεσης με εμπόδια στην προσβασιμότητα για την φροντίδα της υγείας τους ή με απειλές ότι θα καταργηθούν οι ήδη ρυθμίσεις τους και θα γίνουν κατασχέσεις, μόνο αναλγησία φανερώνουν και αδιαφορία για τη γενικότερη κατάσταση που βιώνει σήμερα η  κοινωνία μας. Παράλληλα τα εμπόδια στην προσβασιμότητα των ανασφάλιστων στοχεύουν και στη μείωση της φαρμακευτικής και ιατρικής κρατικής δαπάνης, αφού θα είναι αρκετοί εκείνοι που θα επιλέξουν να πληρώσουν από την τσέπη τους τα φάρμακα τους, παρά να ρισκάρουν να κινδυνεύσει η υγεία τους στα δημόσια νοσοκομεία εν μέσω πανδημίας. 

Οι Ιατρικοί και Φαρμακευτικοί Σύλλογοι της χώρας θεωρούν ότι «την παρούσα χρονική στιγμή, με τα κρούσματα της COVID-19 να αυξάνονται επικίνδυνα και τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα να αρχίζουν να πιέζονται και πάλι, μια τέτοια απόφαση αφαιρεί ουσιαστικά από τους ανασφάλιστους το δικαίωμα πρόσβασης στη συνταγογράφηση. Ταυτόχρονα δημιουργεί ανυπέρβλητες δυσκολίες στη λειτουργία των δημοσίων δομών και κέντρων υγείας, τα οποία υπολειτουργούν εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού, αλλά και της επιφόρτισής τους με την αντιμετώπιση των κρουσμάτων του κορονοϊού. Πιστεύουμε ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης απόφασης οδηγεί σταδιακά σε φαινόμενα συνωστισμού στις δημόσιες δομές και στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, απειλώντας την υγεία ασθενών και εργαζομένων μέσω της διασποράς του ιού και επιβαρύνοντας τα νοσηλευτικά ιδρύματα. Επιπλέον υποβάλλει σε ταλαιπωρία τους ανασφάλιστους συμπολίτες μας, οι οποίοι τελικώς θα αναγκαστούν να πληρώσουν από την τσέπη τους τα έξοδα της συνταγογράφησης προκειμένου να μπορέσουν να έχουν πρόσβαση στα φάρμακα και τις εξετάσεις που χρειάζονται».

Έντονα τα προβλήματα για ρευματοπαθείς και καρδιοπαθείς

Τα προβλήματα είναι πιο έντονα για τους ανασφάλιστους που πάσχουν από χρόνια νοσήματα. Επί παραδείγματι οι ρευματικές παθήσεις απασχολούν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και οι νοσούντες λαμβάνουν ειδικές θεραπείες, τις οποίες χειρίζονται οι ειδικοί ρευματολόγοι, ενώ και στην περιφέρεια και τις ακριτικές περιοχές, ελλείψει αυτών, τη συνταγογράφηση κάνουν οι γενικοί ιατροί και παθολόγοι. Η θεραπευτική αντιμετώπιση, όμως, δεν εξαντλείται στην απλή συνταγογράφηση των σκευασμάτων, αλλά και στη χορήγηση αυτών όπως και, γενικότερα, στην παρακολούθηση της πορείας της νόσου, αλλά και συνολικά της ποιότητας ζωής του ασθενούς.

Οι ρευματολόγοι που απασχολούνται στα νοσοκομεία και τις λοιπές Δημόσιες Δομές Υγείας της χώρας μας είναι τόσο λίγοι σε αριθμό, ώστε να καθίσταται πρακτικά αδύνατον να καλύψουν τόσο τις ανάγκες συνταγογράφησης όσο και τις υπόλοιπες ανάγκες όλων των ανασφάλιστων ασθενών με ρευματικές παθήσεις. Και εκτός αυτού, υπάρχουν πολλές περιοχές στην Ελλάδα όπου δεν υπηρετεί κανένας ρευματολόγος είτε σε νοσοκομείο είτε σε άλλη Δημόσια Δομή Υγείας.

Εξάλλου, όπως επισημαίνει η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.), «οι ασθενείς με ρευματικά νοσήματα είναι ασθενείς που τελούν σε ανοσοκαταστολή και στην παρούσα φάση του νέου πανδημικού κύματος της COVID-19, ενώ πρέπει να αποφεύγουν τον συγχρωτισμό σε χώρους αυξημένου κινδύνου, εντούτοις αναζητώντας λύση στο πρόβλημα της συνταγογράφησης συνωστίζονται σε νοσοκομεία και σε άλλες Δημόσιες Δομές Υγείας, επισκεπτόμενοι πολλές φορές και ιατρούς άλλης ειδικότητας. Αυτό δημιουργεί σύγχυση στους ίδιους τους ασθενείς, πίεση στους υγειονομικούς υπαλλήλους και στο σύστημα υγείας εν γένει και, εν τέλει, μια χαοτική κατάσταση, την οποία επωμίζονται οι ασθενείς και οι οικογένειές τους με ισχυρή επίπτωση στην υγεία των νοσούντων».

Παράλληλα και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Πασχόντων από Συγγενείς Καρδιοπάθειες τονίζει ότι «είναι αδιανόητο συμπάσχοντες μας, με σοβαρότατα νοσήματα και εξαιρετικά επιβαρυμένη καθημερινότητα -οι οποίοι για τον οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν μόνιμα ή προσωρινά τη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης- να υποβάλλονται σε μία διαδικασία επίπονη και χρονοβόρα, να συνωστίζονται στα εξωτερικά ιατρεία υποστελεχωμένων διαχρονικά δομών, αναμένοντας επί ημέρες ή εβδομάδες ενίοτε και περισσότερο κάποιο διαθέσιμο ραντεβού και μάλιστα τη στιγμή κατά την οποία δεν έχει λήξει  ουσιαστικά η έκτακτη συνθήκη της πανδημίας».  

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: