ΜΕΝΟΥ
Γιάννης Στουρνάρας: Σε πτωτική τάση η φαρμακευτική δαπάνη

Γιάννης Στουρνάρας: Σε πτωτική τάση η φαρμακευτική δαπάνη

Health Newsroom

Η συνολική δαπάνη υγείας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει κάτω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2015, η συνολική ιδιωτική και δημόσια δαπάνη για την υγεία ήταν περίπου 14,4 δισεκ. ευρώ (8,2% του ΑΕΠ). Σε σύγκριση με το 2009, αυτό αντιπροσωπεύει μία πτώση πάνω από 35%, τη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

 

Αυτά τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του στο Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος “Μακροοικονομικές εξελίξεις και η συμβολή των επενδύσεων, της έρευνας & της καινοτομίας του φαρμακευτικού κλάδου στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο”.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το 2015, η συνολική ιδιωτική και δημόσια δαπάνη για την υγεία ήταν περίπου 14,4 δισεκ. ευρώ (8,2% του ΑΕΠ). Σε σύγκριση με το 2009, αυτό αντιπροσωπεύει μία πτώση πάνω από 35%, τη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Όπως σημείωσε, η φαρμακευτική δαπάνη, μαζί με τα άλλα ιατρικά προϊόντα, υπέστησαν τη μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με τις υπόλοιπες δαπάνες υγείας την περίοδο 2009-2014. Η συνολική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης ήταν αποτέλεσμα κυρίως θεσμικών παρεμβάσεων, όπως αλλαγές στην τιμολόγηση, αύξηση των επιστροφών –rebates- στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, μείωση των ρυθμιζόμενων περιθωρίων κέρδους στη χονδρική και λιανική διάθεση των φαρμάκων, μείωση συντελεστών ΦΠΑ στα φάρμακα κ.λπ.

Παράλληλα ο Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι, η φαρμακευτική δαπάνη έφτασε στο πιο υψηλό ποσοστό το 2011 (34,8% της συνολικής δαπάνης για την υγεία) και από τότε βρίσκεται σε πτωτική τάση, καταλαμβάνοντας το 28,4% της συνολικής δαπάνης για την υγεία το 2014. Από το 2012 και έπειτα, η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης είναι τέτοια που δεν επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών των ασθενών από το κράτος, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη μετατόπιση κάλυψης των αναγκών στον ιδιωτικό τομέα, υπογράμμισε. Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2014 παρουσίασε μείωση κατά 21% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009, το ποσοστό των δαπανών αυτών στο σύνολο των δαπανών του νοικοκυριού είναι υψηλότερο από το 2009, αντανακλώντας τόσο τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών όσο και την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη του φαρμάκου.

Ακόμα ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι τα πληθυσμιακά – δημογραφικά δεδομένα επηρεάζουν την εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης, καθώς μεταβάλλουν τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, λόγω της προόδου της ιατρικής επιστήμης, αλλά και η ανάπτυξη καινοτόμων φαρμακευτικών αγωγών, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό τη μακροχρόνια τάση ανάπτυξης της φαρμακευτικής δαπάνης. Στην Ελλάδα, όπου το προσδόκιμο ζωής είναι υψηλότερο του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, παρατηρείται συνεχής αύξηση του δείκτη προσδόκιμου ζωής από το 1960 έως το 2010, η οποία σε επίπεδο συνολικού πληθυσμού φτάνει περίπου τα 9 έτη.

Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση του ποσοστού πληθυσμού των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις δαπάνες υγείας και στην εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης στο μέλλον, ασκώντας σοβαρές πιέσεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, είπε ο κ. Στουρνάρας.

 

 

Διαβάστε αναλυτικά την ομιλία του κ. Στουρνάρα:

“Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα. Θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς και ορισμένες προτάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση του ήδη σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει ο φαρμακευτικός κλάδος στην πορεία μετάβασης της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.

Α) Πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία

Σε αντίθεση με άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης που επίσης πέρασαν τη δοκιμασία Μνημονίων, δηλαδή προγραμμάτων προσαρμογής και χρηματοδότησης, αλλά εξήλθαν επιτυχώς, η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει σε αυτά και σε καθεστώς οικονομικής στασιμότητας. Ο κύριος λόγος, αλλά όχι ο μοναδικός, για αυτήν την ασυμμετρία, είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης να υιοθετήσουμε εγκαίρως τις απαραίτητες αλλαγές. Σήμερα έχουμε ολοκληρώσει περίπου το 90% των απαραίτητων προσαρμογών, δηλαδή βρισκόμαστε κοντά στο τέλος, αλλά το διάστημα που πέρασε για να γίνει αυτό είναι εξαιρετικά μεγάλο: επτά χρόνια, πέντε κυβερνήσεις, επτά υπουργοί οικονομικών. Στο διάστημα αυτό το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%.

Το 2014 ήταν η μόνη χρονιά από το 2008 μέχρι σήμερα που καταγράφηκε θετικός (αλλά μικρός) ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, αυτή η μικρή θετική δυναμική χάθηκε το 2015.

Το 2015 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,2%. Το πρώτο εξάμηνο επικράτησαν ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες, όταν κορυφώθηκε η αβεβαιότητα, ως προς τη θέση της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Το δεύτερο εξάμηνο η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά μετά τη συμφωνία στο Συμβούλιο Κορυφής. Επιβλήθηκαν όμως αυστηροί – τουλάχιστον στην πρώτη φάση τους – περιορισμοί στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων προκειμένου να προστατευθεί η καταθετική βάση, αλλά και το τραπεζικό σύστημα αυτό καθεαυτό. Οι περιορισμοί αυτοί επηρέασαν αρνητικά την οικονομία.

Η ύφεση συνεχίστηκε και το πρώτο εξάμηνο του 2016, ενώ η οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Εντούτοις, η αρχική εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3% για το 2016 ως σύνολο, αναθεωρήθηκε προς τα κάτω λίγες εβδομάδες μετά. Συνολικά για το 2016, το ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές έτους 2010, παρέμεινε στάσιμο, η απασχόληση ενισχύθηκε και μειώθηκε η ανεργία, αν και παραμένει πολύ υψηλή.

Το τέταρτο τρίμηνο του 2016, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,1% σε ετήσια βάση (-1,2% σε τριμηνιαία βάση), πτώση που αποδίδεται κυρίως στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Ενώ η σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, η ιδιωτική κατανάλωση, αυξήθηκε κατά 1,1%, η υστέρηση των επενδύσεων το τελευταίο τρίμηνο του έτους αποδίδεται κυρίως στην αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτή η αβεβαιότητα επηρέασε τις επενδυτικές αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα. Αποδίδεται όμως και στην καθυστέρηση στην απορρόφηση των επενδυτικών κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που επηρέασε σημαντικά τις δημόσιες επενδύσεις.

Η αβεβαιότητα όμως συνεχίζεται, και εξηγεί την υποχώρηση των δεικτών εμπιστοσύνης τους πρώτους μήνες του 2017. Η άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, μέσω ενός συμβιβασμού για την άμβλυνση των διαφορών μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών, και η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης, αποτελούν πλέον μονόδρομο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Η εμπειρία των προηγούμενων ετών δείχνει ότι παρατεταμένες περίοδοι διαπραγμάτευσης επιδρούν αρνητικά στην οικονομία. Αντιθέτως, η θετική εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αποτυπώνεται με ταχείς ρυθμούς στο οικονομικό κλίμα και στα οικονομικά μεγέθη. Συνεπώς, βασική προϋπόθεση, πλέον, για την ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 είναι η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.

Όμως, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια θεράπευσαν σε μεγάλο βαθμό σωρευμένες παθογένειες και διαρθρωτικές ατέλειες, επιτρέποντας, με αυτόν τον τρόπο, τη βελτίωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας.

Στο τελευταίο στάδιο που διανύουμε, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι λίγα σε σχέση με τον μεγάλο όγκο των αλλαγών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 μέχρι σήμερα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής πήρε πολύ χρόνο, αλλά έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, όπως αυτό αντανακλάται και στα τελευταία διαθέσιμα οικονομικά μεγέθη.

Ειδικότερα, όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή από το 2009 μέχρι σήμερα, έχει επιτευχθεί σχεδόν το 90% της απαιτούμενης μέχρι το 2018 προσαρμογής: από πρωτογενές έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2009, το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε γύρω στο 2% του ΑΕΠ, έναντι τελικού στόχου 3,5% του ΑΕΠ το 2018.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που έχουν ήδη γίνει, συνέβαλαν καθοριστικά, αφενός στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και, αφετέρου, στο να περάσουμε σε ένα στάδιο ανάκαμψης που χαρακτηρίζεται από υψηλή ελαστικότητα μεταξύ αύξησης του ΑΕΠ και αύξησης της απασχόλησης. Μάλιστα, ακόμα και το 2015, όταν οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν αρνητικοί, παρατηρήθηκε θετικός ρυθμός αύξησης της απασχόλησης.

Αποτέλεσμα όλων των αλλαγών που προαναφέρθηκαν είναι η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς, αναπτυξιακού προτύπου, με έμφαση στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Το μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, σε σχέση με των μη εμπορεύσιμων, αυξάνεται από το 2010 – είτε μετρηθεί σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, είτε απασχόλησης, είτε όγκου προϊόντος. Ο λόγος των τιμών των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών προς των μη εμπορεύσιμων έχει επίσης αυξηθεί, ενθαρρύνοντας τους πόρους της οικονομίας να μετακινηθούν προς τα εμπορεύσιμα. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού αντανακλάται και στη σημαντική αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχουν περίπου διπλασιαστεί από το 2009 μέχρι σήμερα. Η σχετικά χαμηλή επίδοση των εξαγωγών υπηρεσιών σχετίζεται με τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ο τουρισμός σημείωσε χαμηλές επιδόσεις το 2011-2012 λόγω της αβεβαιότητας, αλλά έκτοτε παρουσιάζει μεγάλη άνοδο. Η ναυτιλία έχει καταγράψει χαμηλές επιδόσεις, κυρίως λόγω παγκοσμίων παραγόντων και, τελευταία, λόγω της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

Η πορεία αυτή μπορεί όχι μόνο να συνεχιστεί αλλά και να ενισχυθεί, στηριζόμενη στα διαθέσιμα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, τα οποία, μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας και απραξίας, είναι έτοιμα να ενεργοποιηθούν, όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Η ελληνική οικονομία, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, κατέβαλε επίπονη προσπάθεια και πέτυχε την εξάλειψη σωρευμένων σημαντικών διαρθρωτικών ατελειών και ανισορροπιών, επιδεικνύοντας ισχυρές αντοχές. Τα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, και ιδιαιτέρως του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει, είναι αξιόλογα και έτοιμα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να ενεργοποιηθούν και να ωθήσουν την οικονομία σε έναν ενάρετο αναπτυξιακό κύκλο. Αναπτυξιακό κύκλο που δεν θα είναι εσωστρεφής και δεν θα στηρίζεται στο δανεισμό, αλλά εξωστρεφής, με βασικό πυλώνα τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.

Β) Ενθάρρυνση των ξένων αμέσων επενδύσεων

Με δεδομένο, πρώτον, ότι οι επενδύσεις σήμερα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, απέχουν πολύ από το αντίστοιχο ποσοστό που προϋπήρχε της κρίσης (11% έναντι 24% του ΑΕΠ) και, δεύτερον, ότι η χρονίως χαμηλή εγχώρια αποταμίευση δεν είναι από μόνη της αρκετή να χρηματοδοτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδύσεων και συνεπώς να στηρίξει ταχεία ανάπτυξη, επείγει η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις σε συνεργασία με εγχώριες επιχειρήσεις. Υπάρχουν πολλοί κλάδοι της οικονομίας με αξιόλογα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, εξαγωγικό προσανατολισμό και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο. Για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων απαιτούνται: η θέσπιση ενός σταθερού, σύγχρονου και ευνοϊκού φορολογικού συστήματος, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η ενθάρρυνση της καινοτομίας και των εξαγωγών, η δημιουργία ενός προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και η υλοποίηση, χωρίς άλλους δισταγμούς, του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της αδρανούς ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης.

Η προσέλκυση και η διατήρηση ξένων άμεσων επενδύσεων εκτιμάται ότι θα υποστηρίξουν την έξοδο της χώρας από την κρίση και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις συνεπάγονται σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία: εισαγωγή νέων τεχνολογιών και προώθηση της καινοτομίας, αναβάθμιση του αποθέματος κεφαλαίου (υλικού και ανθρώπινου), ανάπτυξη νέων κλάδων και προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Ειδικότερα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν τις εξαγωγές, συνιστούν γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο για την αναδιάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού προτύπου. Η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, η μεταφορά τεχνογνωσίας και πληροφοριών για τις εξωτερικές αγορές, καθώς και η αξιοποίηση πιο σύγχρονων παραγωγικών διαδικασιών, ανάλογων με εκείνες που χρησιμοποιούν ξένοι ανταγωνιστές με στόχο τη στροφή προς πιο σύνθετα προϊόντα, βελτιώνουν την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και, κατ’ επέκταση, τον εξαγωγικό δυναμισμό τους.

Γ) Έρευνα, επιχειρηματικότητα και καινοτομία

Η ενθάρρυνση της έρευνας, η διάχυση της τεχνολογίας και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας αποτελούν το τρίπτυχο για να ενθαρρυνθεί η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αυτή θα εστιάζει στη δημιουργία αξίας μέσω της διασύνδεσης του απομονωμένου σήμερα δημόσιου ερευνητικού συστήματος, με τον παραγωγικό τομέα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αναπτυξιακή διαδικασία. Γενικότερα, η δημόσια παρέμβαση μπορεί να ενθαρρύνει τόσο τη διάχυση της τεχνολογίας, δηλαδή τη στήριξη της εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας που παράγεται στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα (άδειες και δικαιώματα ευρεσιτεχνίας), όσο και τη δημιουργία παραγωγικής διεξόδου στις φιλοδοξίες των χαρισματικών και ταλαντούχων νέων επιστημόνων. Για να επιτευχθεί αυτός ο κοινός στόχος, θα πρέπει, πρώτον, να εμπεδωθεί ευρέως στην κοινωνία κουλτούρα επιχειρηματικότητας και αναγνώριση της αριστείας και, δεύτερον, να αξιοποιηθούν οι πόροι των υφιστάμενων ταμείων παροχής εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων. Η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που προσφέρει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF), του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθώς και των πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020, αποτελεί διέξοδο στο πρόβλημα της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες.

Κυρίως, όμως, θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί ο ιδιωτικός τομέας στην κατεύθυνση αυτή αναλαμβάνοντας πρώτος πρωτοβουλίες και επιχειρηματικά ρίσκα που θα αποφέρουν κέρδη σε βάθος χρόνου. Η χώρα διαθέτει σήμερα ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων, διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων. Επίσης, σημαντικός αριθμός εξαιρετικών Ελλήνων επιστημόνων δραστηριοποιείται στο εξωτερικό. Αυτός ο πλούτος για τη χώρα δεν έχει αξιοποιηθεί για δεκαετίες. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει αξιόλογο κόμβο τεχνολογίας (technology hub) με οικονομία βασισμένη στη γνώση και στην καινοτομία. Στις αναπτυγμένες οικονομίες, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι η αιχμή του δόρατος της παραγωγικής τους βάσης. Τα καινοτόμα προϊόντα και οι υπηρεσίες, που αυτά ανακαλύπτουν, βρίσκουν διέξοδο στην εμπορική εκμετάλλευσή τους. Εδώ, με λίγες εξαιρέσεις, απουσιάζει η νοοτροπία της καινοτόμου δραστηριότητας στις επιχειρήσεις. Η επιστημονική έρευνα απαιτεί σοβαρή και διαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, εξωστρέφεια, συνεργασία, δηλαδή, με την επιστημονική κοινότητα. Απαιτεί επίσης νοοτροπία επιχειρηματικού ρίσκου και επένδυσης σε καινοτόμες δραστηριότητες, που θα αποφέρουν κέρδος σε βάθος χρόνου. Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να εμπιστευτεί το καινοτόμο ταλέντο των νέων Ελλήνων επιστημόνων.

Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα συνεισφέρουν με την έρευνά τους στην αντιμετώπιση προβλημάτων και προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία σε πολλούς τομείς, όπως π.χ. η υγεία ή το περιβάλλον, ώστε τα χρήματα των φορολογουμένων που χρηματοδοτούν την έρευνα να επιστρέφουν στην κοινωνία. Η χρήσιμη, καινοτόμος νέα γνώση που παράγεται σε αυτά βρίσκει το δρόμο της εμπορικής εφαρμογής με τη δημιουργία ακαδημαϊκών εταιριών-τεχνοβλαστών (startups, spinoffs), οι οποίες συνεργάζονται με τις αντίστοιχες εταιρίες του ιδιωτικού τομέα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το 65% των νέων φαρμάκων και διαγνωστικών μεθόδων αναπτύσσονται σε μικρές εταιρίες βιοτεχνολογίας με ισχυρή ακαδημαϊκή παρουσία. Στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 30%. Στη χώρα μας είναι ελάχιστ, παρά την ύπαρξη αξιόλογου επιστημονικού δυναμικού. Η επιχειρηματική εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέντες) αποφέρει διεθνώς σημαντικούς πόρους στα πανεπιστήμια, που χρηματοδοτούν μέσω αυτών υποτροφίες φοιτητών και τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών και ερευνητικών τους υποδομών. Στη χώρα μας, ποικίλες ιδεοληψίες έχουν περιορίσει τη δυνατότητα των ΑΕΙ να επωφελούνται από την παραγόμενη σε αυτά καινοτομία.

Η Ελλάδα, το 2015, βρισκόταν στην 19η θέση στην κατάταξη καινοτομίας ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ. Ανήκει στους λεγόμενους «moderate innovators»: στο 69,8% του μέσου ευρωπαϊκού επιπέδου και στο 52% περίπου της βαθμολογίας του ηγέτη της καινοτομίας (Σουηδία). Η Ελλάδα αργεί να μετασχηματιστεί σε «οικονομία της γνώσης». Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι το ακόλουθο: αν και το επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού είναι πολύ υψηλό, παρατηρείται αδυναμία συνεργασίας επιχειρήσεων και πανεπιστημίων / ερευνητικών κέντρων, χαμηλές δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη όλων των φορέων έρευνας, ισχνές επιδόσεις στην κατοχύρωση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (patents), μικρή εμπορική αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας και σημαντική μετανάστευση επιστημόνων και στελεχών με υψηλή κατάρτιση.

Δ) Ο φαρμακευτικός κλάδος στην Ελλάδα

Η πλευρά της ζήτησης: δαπάνες υγείας και φαρμάκου

Στην Ελλάδα, το 60% των δαπανών για την υγεία χρηματοδοτείται από τη γενική κυβέρνηση και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (περίπου 5% του ΑΕΠ). Η συνολική δαπάνη υγείας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει κάτω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2015, η συνολική ιδιωτική και δημόσια δαπάνη για την υγεία ήταν περίπου 14,4 δισεκ. ευρώ (8,2% του ΑΕΠ). Σε σύγκριση με το 2009, αυτό αντιπροσωπεύει μία πτώση πάνω από 35%, τη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φαρμακευτική δαπάνη, μαζί με τα άλλα ιατρικά προϊόντα, υπέστησαν τη μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με τις υπόλοιπες δαπάνες υγείας την περίοδο 2009-2014. Η συνολική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης ήταν αποτέλεσμα κυρίως θεσμικών παρεμβάσεων, όπως αλλαγές στην τιμολόγηση, αύξηση των επιστροφών –rebates- στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, μείωση των ρυθμιζόμενων περιθωρίων κέρδους στη χονδρική και λιανική διάθεση των φαρμάκων, μείωση συντελεστών ΦΠΑ στα φάρμακα κ.λπ.

Η αγορά φαρμάκου, αν και υποσύνολο των συνολικών δαπανών υγείας, αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα του τομέα υγείας. Η φαρμακευτική δαπάνη έφτασε στο πιο υψηλό ποσοστό το 2011 (34,8% της συνολικής δαπάνης για την υγεία) και από τότε βρίσκεται σε πτωτική τάση, καταλαμβάνοντας το 28,4% της συνολικής δαπάνης για την υγεία το 2014. Από το 2012 και έπειτα, η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης είναι τέτοια που δεν επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών των ασθενών από το κράτος, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη μετατόπιση κάλυψης των αναγκών στον ιδιωτικό τομέα. Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2014 παρουσίασε μείωση κατά 21% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009, το ποσοστό των δαπανών αυτών στο σύνολο των δαπανών του νοικοκυριού είναι υψηλότερο από το 2009, αντανακλώντας τόσο τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών όσο και την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη του φαρμάκου.

Τα πληθυσμιακά –δημογραφικά δεδομένα επηρεάζουν την εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης, καθώς μεταβάλλουν τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, λόγω της προόδου της ιατρικής επιστήμης, αλλά και η ανάπτυξη καινοτόμων φαρμακευτικών αγωγών, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό τη μακροχρόνια τάση ανάπτυξης της φαρμακευτικής δαπάνης. Στην Ελλάδα, όπου το προσδόκιμο ζωής είναι υψηλότερο του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, παρατηρείται συνεχής αύξηση του δείκτη προσδόκιμου ζωής από το 1960 έως το 2010, η οποία σε επίπεδο συνολικού πληθυσμού φτάνει περίπου τα 9 έτη.

Το παραπάνω, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση του ποσοστού πληθυσμού των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις δαπάνες υγείας και στην εξέλιξη της φαρμακευτικής δαπάνης στο μέλλον, ασκώντας σοβαρές πιέσεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

Η πλευρά της προσφοράς: Η παραγωγή και η διάθεση των φαρμάκων

Η εγχώρια αγορά φαρμάκου παρουσιάζει χαμηλή συγκέντρωση, χωρίς κάποια ιδιαίτερη τάση μεταβολής τα τελευταία χρόνια. Οι δέκα μεγαλύτερες, με κριτήριο τις πωλήσεις, φαρμακευτικές εταιρίες συγκεντρώνουν πάνω από το 50% της αγοράς. Υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης παρουσιάζουν οι φαρμακαποθήκες και οι φαρμακευτικοί συνεταιρισμοί.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τρίτης εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ, ο κλάδος των φαρμάκων αποτελεί έναν από τους πλέον ρυθμιζόμενους υποκλάδους τόσο της παραγωγής όσο και της μεταποίησης. Για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, πολιτικής υγείας αλλά και των δημοσιονομικών δεσμεύσεων για την περιστολή της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης, η 3η εργαλειοθήκη δεν εξέτασε τα προβλήματα του κλάδου, που απορρέουν από τις διατάξεις για τη συνταγογράφηση, τη διεξαγωγή των κλινικών μελετών, τους διαγωνισμούς δημόσιας υγείας, τη διαδικασία τιμολόγησης των συνταγογραφούμενων φαρμάκων και της ασφαλιστικής τιμής και αποζημίωσης των φαρμακευτικών προϊόντων, παρόλο που από τους παράγοντες της αγοράς αναγνωρίστηκε ότι αποτελούν βασικές παραμέτρους, που ορίζουν το επίπεδο, το είδος και την ένταση του ανταγωνισμού, μεταξύ των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων στον κλάδο. Ωστόσο, διατυπώθηκαν σημαντικότατες συστάσεις, που αναμένεται να επηρεάσουν καταλυτικά την αγορά του φαρμάκου στη χώρα.

Ο κλάδος φαρμάκων στην Ελλάδα αποτέλεσε τη δεκαετία του 2000 έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους της εγχώριας μεταποίησης, σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική βιομηχανία συνολικά ακολουθούσε φθίνουσα πορεία. Αν και η οικονομική κρίση ανέκοψε τη δυναμική πορεία του κλάδου, οι απώλειες ήταν περιορισμένες σε σχέση με το σύνολο της μεταποίησης. Σύμφωνα με την Eurostat, η παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα σε όρους αξίας ανήλθε στα 1,37 δισεκ. ευρώ το 2015, αυξημένη σε σχέση με το 2014 (1,29 δισεκ. ευρώ) κατά 6,2%. Η προστιθέμενη αξία του κλάδου σταθεροποιείται κοντά στο 4% της μεταποίησης, μετά από μία κάμψη το 2012.

Σε σύγκριση με τους υπόλοιπους κλάδους της βιομηχανίας ο κλάδος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατατάσσεται στην 10η θέση, μεταξύ των 24 κλάδων της μεταποίησης για το 2014. Αναλύοντας τα στοιχεία του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής αποτυπώνεται η εξέλιξη της παραγωγής του κλάδου μέχρι και το 2016. Ο δείκτης της μεταποίησης, που αφορά στην Παραγωγή Φαρμακευτικών προϊόντων στην Ελλάδα, κατέγραψε πτώση το 2014, η οποία όμως αναπληρώθηκε το 2015 και το 2016, παρουσιάζοντας έτσι έναν υψηλό μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου για την περίοδο 2010-2016 (9,9%). Το πρώτο εννεάμηνο του 2016, σύμφωνα με την Eurostat, περίπου 17,1 χιλ. εργαζόμενοι απασχολήθηκαν στους κλάδους παραγωγής βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων, καθιστώντας τον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας ένα ζωτικό και υποστηρικτικό παράγοντα της απασχόλησης, σε μία ιδιαιτέρως δυσμενή συγκυρία για την ελληνική οικονομία.

Ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου, στη διαμόρφωση του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της χώρας, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές φαρμάκων το 2016 ανήλθαν σε 3,42 δισεκ. ευρώ και 1,85 δισεκ. ευρώ αντιστοίχως. Σε σχέση με το 2015, οι εισαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων παρουσίασαν αύξηση κατά 6,3%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 1,2%, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να αυξηθεί κατά 1,3%, ενώ, σε απόλυτα μεγέθη, διαμορφώθηκε στα 1,57 δισεκ. ευρώ, έναντι 1,39 δισεκ. ευρώ το 2015. Από το σύνολο των εισαγωγών φαρμάκων στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του 2016, το 86,2% προέρχεται από τις χώρες της ΕΕ και το 74% από τις χώρες της ευρωζώνης.

Παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στις εξαγωγές, με το 85% των ελληνικών εξαγωγών φαρμάκων να κατευθύνεται στην ΕΕ και το 60,8% στη ζώνη του ευρώ. Οι 10 πρώτοι προορισμοί των ελληνικών εξαγωγών φαρμάκων αφορούν αποκλειστικά χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κυριότερος προορισμός είναι η Γερμανία, σε μεγάλη απόσταση από το Ηνωμένο Βασίλειο που ακολουθεί στη δεύτερη θέση. Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές φαρμάκων βρίσκονται σταθερά μέσα στην πρώτη πεντάδα των κλάδων με τις υψηλότερες εξαγωγές.

Η φαρμακοβιομηχανία στην Ευρώπη αποτελεί κλάδο υψηλής τεχνολογίας. Σύμφωνα με τη Στατιστική Ταξινόμηση Επαγγελμάτων, στον κλάδο της παραγωγής φαρμάκων παρατηρείται ότι το 60% περίπου των απασχολουμένων είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, γεγονός που δείχνει την υψηλή εκπαιδευτική κατάρτιση στον κλάδο. Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες αναπτύσσουν τεχνογνωσία και παράγουν επώνυμα ελληνικά φάρμακα, κυρίως γενόσημα με εμπορική ονομασία (branded-generics), αλλά και πρωτότυπα. Την τελευταία δεκαετία, οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας και σε συστήματα ελέγχου της ποιότητας της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα την ανταγωνιστική παρουσία τους, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στις αγορές του εξωτερικού.

Με βάση εκτιμήσεις του ΕΟΦ, για το 2014 δαπανήθηκαν 100-120 εκατ. ευρώ για δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης στον κλάδο του φαρμάκου. Επίσης, το 2011-2012 το μερίδιο στις πατέντες φαρμάκου στην Ελλάδα ήταν 7%, σε σχέση με 4% που ήταν στην Ευρώπη (European Patent Office). Είναι λοιπόν φανερό ότι σε μία χώρα, που, όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως, παρουσιάζει γενικώς υστερήσεις σε θέματα έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας, ο τομέας του φαρμάκου αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης στον χώρο αυτό. Επομένως, η ανάπτυξη πολιτικών διασύνδεσης ερευνητικών φορέων, πανεπιστημίων και ιδιωτικού τομέα στο πλαίσιο του άρθρου 22 του αναπτυξιακού νόμου 4146/2013 αναφορικά με την ενίσχυση συνεργασιών δικτύωσης, πρέπει να αποτελεί στρατηγικό στόχο.

Ο κλάδος των φαρμάκων αποτελεί σημαντικό κλάδο της οικονομίας με πλεονεκτήματα αλλά και με αδυναμίες, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Βασική προϋπόθεση είναι η συνεργασία της φαρμακευτικής βιομηχανίας με το κράτος, για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου στήριξης της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση νέων επενδύσεων στον κλάδο. Στόχος είναι η Ελλάδα να αναδειχθεί σε κέντρο διεξαγωγής κλινικών μελετών και σε βασικό προορισμό ιατρικών συνεδρίων και ιατρικού τουρισμού. Οι κλινικές μελέτες, ως ένας τομέας στρατηγικής ανάπτυξης, είναι σε θέση να προσφέρουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία, συμβάλλοντας στην απασχόληση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας στο μέλλον. Επίσης, η συνεργασία της φαρμακοβιομηχανίας, του κράτους και της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας είναι απαραίτητη για την εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει ο ταχύτατα αναπτυσσόμενος κλάδος της ψηφιακής υγείας.

Η θεσμοθέτηση ενός απλούστερου και λειτουργικότερου πλαισίου διασύνδεσης της ελληνικής φαρμακευτικής βιομηχανίας με ακαδημαϊκά ιδρύματα, όπως και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την από κοινού με την πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα διεκδίκηση ερευνητικών πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να απελευθερώσει περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές του κλάδου.

Από τα παραπάνω, είναι προφανές ότι η φαρμακευτική βιομηχανία διαθέτει χαρακτηριστικά δυναμικού κλάδου για την ελληνική οικονομία και θα μπορούσε να συνεισφέρει ακόμα περισσότερο στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας. Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο στοχεύει στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρήσεων, για την οποία απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της διαδικασίας μεταστροφής από κλάδους διεθνώς μη ανταγωνιστικούς σε κλάδους διεθνώς ανταγωνιστικούς, στον πρωτογενή, στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα. Ο εγχώριος φαρμακευτικός κλάδος μπορεί να συμμετάσχει τόσο άμεσα όσο και έμμεσα (υποστηρικτικά) σε αυτές τις δραστηριότητες. Ιδιαιτέρως μάλιστα εάν οριστεί ένα επαρκές και λειτουργικό πλαίσιο διασύνδεσης και συνεργασίας των παραγωγικών φορέων, με στόχο την εκατέρωθεν βελτιστοποίηση των προϊόντων και υπηρεσιών που μπορούν να παρέχουν ως εξαγώγιμο προϊόν. Οι δείκτες εξαγωγών και παραγωγής καταδεικνύουν μια σημαντικότατη συνεισφορά στην ανάπτυξη της χώρας τη δεκαετία του 2000, η οποία διατηρήθηκε υψηλή, ακόμα και όταν η οικονομική κρίση έπληττε άλλους σημαντικούς κλάδους της εθνικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, και στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, η ανάγκη να ενισχυθούν οι κλάδοι της παραγωγικής οικονομίας, που συμβάλλουν διαχρονικά και καθοριστικά στην ανάπτυξη, είναι όχι μόνο αυτονόητη αλλά και πρωτεύουσα.”

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: