Οι άνδρες φαίνεται να είναι τα μεγάλα θύματα της COVID-19, αφού τα στοιχεία από την έναρξη της πανδημίας μέχρι σήμερα δείχνουν ότι ο ιός SARS-CoV-2 τους έχει επηρεάσει περισσότερο και σοβαρότερα από ό,τι τις γυναίκες. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η λοίμωξη είναι πιθανότερο να τους προκαλέσει βαρύτερη νόσο. Έχουν επίσης υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας. Μελέτες, επίσης, αναφέρουν ότι μεγάλο ποσοστό όσων νόσησαν σοβαρά, είχαν επίπτωση και στη σεξουαλική τους ζωή. Σύμφωνα με τους ερευνητές για αυτό μπορεί να ευθύνονται τόσο οργανικοί όσο και ψυχολογικοί παράγοντες.
«Τρία χρόνια έχουν περάσει από το πρώτο κρούσμα του νέου κορονοϊού και ακόμα οι επιστήμονες έχουν πολλά να μάθουν για τις επιπτώσεις που έχει στον οργανισμό. Και αυτό γιατί ενώ η λοίμωξη επηρεάζει αρχικά τους πνεύμονες, ο ιός μπορεί να εξαπλωθεί και σε άλλα όργανα και συστήματα του σώματος, όπως την καρδιά, τα νεφρά και τα αγγεία.
Φαίνεται, όμως, ότι δεν είναι τα μοναδικά, αφού στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του ιού περιλαμβάνεται και η σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία των ανδρών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό τους παρουσιάζει στυτική δυσλειτουργία.
Συγκεκριμένα, υπάρχει περίπου 20% αύξηση της συχνότητας εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας σε άνδρες που έχουν περάσει COVID-19 σε σύγκριση με τους άνδρες που δεν έχουν μολυνθεί.
Παρότι δεν έχουν βρεθεί επακριβώς οι μηχανισμοί που οδηγούν στην εμφάνισή της, τα μέχρι σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι οφείλεται είτε σε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, είτε σε άμεση βλάβη των όρχεων, είτε στην ψυχολογική επιβάρυνση που προκαλεί η COVID-19», εξηγεί ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Πιο συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι o SARS-CoV-2 για να μολύνει τα κύτταρα συνδέεται με ένα ειδικό ένζυμο, το ACE2. Αυτό υπάρχει σε όλα τα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία καλύπτουν σαν μεμβράνη όλα τα λεμφαγγεία και αιμοφόρα αγγεία. Οι υποδοχείς ACE2 έχουν εντοπιστεί σε διάφορα συστήματα του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του καρδιαγγειακού, του γαστρεντερικού, του νευροενδοκρινικού, του ουρογεννητικού και του αναπνευστικού.
Στα άτομα που έχουν σοβαρή λοίμωξη COVID-19 παρατηρείται βλάβη κάποιων οργάνων πιθανότατα λόγω ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας, η οποία προκύπτει τόσο από τη λοίμωξη όσο και από τη φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού.
Εργαστηριακές εξετάσεις έχουν καταδείξει την ύπαρξη ιικών στοιχείων και στα ενδοθηλιακά κύτταρα του πέους.
Ο ιστός των όρχεων περιέχει επίσης αυτούς τους υποδοχείς. Μάλιστα, έχει την υψηλότερη συγκέντρωση υποδοχέων ACE2 σε σύγκριση με άλλους ανθρώπινους ιστούς, ακόμη υψηλότερη από τον πνευμονικό ιστό, που είναι ο κύριος στόχος του ιού.
Τα παραπάνω υποστηρίζει μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2022 στο Ιnternational Journal of Impotence Research. Οι ερευνητές που τη διεξήγαγαν κλίνουν στην υπόθεση ότι ευθύνεται τόσο η άμεση εισβολή του ιού στον ιστό των όρχεων μέσω των υποδοχέων ACE2, όσο και η βλάβη των όρχεων που σχετίζεται με τη θερμοκρασία και προκύπτει από τον επίμονο υψηλό πυρετό, οι δευτερογενείς φλεγμονώδεις και αυτοάνοσες αντιδράσεις και το σχετιζόμενο με την ιογενή λοίμωξη οξειδωτικό στρες.
Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Sexual Medicine ομοίως διαπίστωσε ότι υπάρχει συσχέτιση εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας σε άνδρες που είχαν μολυνθεί από SARS-CoV-2, η οποία μπορεί να οφείλεται στη δυσλειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων που προκαλείται από τον ιό.
Η εύρεση των μηχανισμών που ο συγκεκριμένος ιός επηρεάζει τη σεξουαλική υγεία παραμένουν στο στόχαστρο των ερευνητών. Αλλά, τα κλινικά και επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις της COVID-19 στην αναπαραγωγική υγεία και τη μελλοντική υπογονιμότητα των ανδρών ασθενών είναι περιορισμένα.
«Η στυτική δυσλειτουργία προκαλείται από ψυχολογικά και οργανικά αίτια, μεταξύ των οποίων και τα αγγειακά. Πιστεύεται ότι υπάρχει σύνδεση της δυσλειτουργίας και της αγγειακής νόσου σε επίπεδο του ενδοθηλίου.
Όταν υπάρχει ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, τα λεία μυϊκά κύτταρα που περιβάλλουν τα αρτηρίδια αδυνατούν να χαλαρώσουν με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η αγγειοδιαστολή. Η στύση, όμως, εξαρτάται από τη χαλάρωση αυτών των μυών στο σηραγγώδες σώμα (corpus cavernosum) και στο τοίχωμα των μικρών αρτηριών», εξηγεί περαιτέρω ο δρ Λιβάνιος.
Σήμερα, για τους άνδρες που αντιμετωπίζουν στυτική δυσλειτουργία λόγω αγγειακών προβλημάτων υπάρχουν πολλές θεραπευτικές επιλογές. Τα φάρμακα, οι ενδοπεϊκές ενέσεις και η χειρουργική επέμβαση αποτελούν τους κλασικούς τρόπους αντιμετώπισής της.
Ήδη υπάρχει μια μεγάλη γκάμα φαρμάκων, με την έρευνα διαρκώς να τα εξελίσσει προκειμένου να προσφέρουν άμεση δράση και αξιοπιστία. Σε αυτά ανταποκρίνονται οι 7 στους 10 άνδρες. Ωστόσο, έχουν περιορισμούς, καθώς δεν ενδείκνυται η λήψη τους από άτομα που πάσχουν από κάποιες νόσους, όπως από καρδιακή ανεπάρκεια.
Σε σοβαρότερα περιστατικά, που τα φάρμακα δεν προσφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, συστήνεται η έγχυση ενός συγκεκριμένου κοκτέιλ ουσιών απευθείας στο πέος με μια μικροσκοπική βελόνα, όπως αυτή που χρησιμοποιούν οι διαβητικοί για την ινσουλίνη.
Το 33% των ανδρών, όμως, με στυτική δυσλειτουργία δεν ανταποκρίνονται στις παραπάνω θεραπείες. Γι’ αυτούς η μοναδική επιλογή είναι η τοποθέτηση ενδοπεϊκής πρόθεσης. Πρόκειται για μια πιο επεμβατική θεραπεία, η οποία προσφέρει μόνιμη και οριστική λύση.
Συγκριτικά με τις παραπάνω, η πιο σύγχρονη θεραπευτική μέθοδος της στυτικής δυσλειτουργίας που οφείλεται σε οργανικούς λόγους είναι τα κρουστικά κύματα. Έχοντας αρχικά δοκιμαστεί στην καρδιολογία για την αύξηση της ροής του αίματος στην καρδιά, έχει βρει πλέον εφαρμογή και στην ανδρολογία με εξαιρετική επιτυχία.
Και αυτή η μέθοδος δίνει μόνιμη λύση στο πρόβλημα, καθώς προάγει την αγγειογένεση. Τα κρουστικά, δηλαδή, κύματα (που στην ουσία είναι ακουστικά) δημιουργούν ένα δίκτυο νέων αιμοφόρων αγγείων προσφέροντας δυνατότητα αιμάτωσης του πέους και συνεπώς στύσης.
Δεν είναι επομένως μια προσωρινή λύση αντιμετώπισης του συμπτώματος, αλλά μια επιλογή που στοχεύει στην αιτία του.
Στατιστικά, 8 στους 10 άνδρες επωφελούνται από αυτήν τη θεραπεία, ακόμα κι αν έχουν κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως σακχαρώδη διαβήτη.
«Ανεξάρτητα από την αιτιολογία της εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας, είτε αυτή προκαλείται από οργανικούς λόγους, είτε από ψυχολογικούς, είτε προκύπτει μετά από βαριά νόσηση από κορωνοϊό, είτε όχι, είναι σημαντικό όσοι αντιμετωπίζουν προσωρινά ή μόνιμα προβλήματα στύσης να απευθύνονται σε εξειδικευμένο ανδρολόγο.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν αναζητά ιατρική συμβουλή, λόγω ντροπής και φόβου. Όταν, όμως, αυτά ξεπεραστούν και αντιμετωπιστεί η δυσλειτουργία, οι ασθενείς συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη σεξουαλική ζωή τους για πολλά χρόνια ακόμα», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.
*Ο δρ Αναστάσιος Λιβάνιος