*Γράφει ο Γιάννης Κυριόπουλος
Η επιτυχής εξέλιξη των μέτρων για τον έλεγχο της πανδημίας Covid-19 διέψευσε τις προβλέψεις για τη δυσκολία του ΕΣΥ να ανταποκριθεί στη ζήτηση, στη φάση κορύφωσης της κρίσης, εξαιτίας της έλλειψης Μονάδων Εντατικής Θεραπείας στη χώρα.
Η εκτίμηση αναγκών, σε 250-400 κλίνες Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, για την αντιμετώπιση των περιστατικών κορονοϊού, ώστε να «σταθεί όρθιο» το ΕΣΥ, απεδείχθη «λανθασμένη». Η όντως πραγματική έλλειψη κλινώνεντατικής θεραπείας κυρίως στον δημόσιο τομέα και ο φόβος της υγειονομικής κατάρρευσης ώθησαν τις αρμόδιες αρχές στην εντατική χρήση των παραδοσιακών και κλασικών «εργαλείων» δημόσιας υγείας, όπως η «καραντίνα».
Στο πλαίσιο αυτό, η φυσική και κοινωνική αποστασιοποίηση και η «επαρχιακή» εικόνα χαμηλής κίνησης των αεροδρομίων και των λιμανιών στη χειμερινή περίοδο απεδείχθησαν ως τα «υπερόπλα», έτσι ώστε η σχετική ζήτηση να κυμανθεί σε επίπεδα χαμηλότερα των 100 κλινών. Πρόκειται για μια ορθή, «έξυπνη» και λιτή τακτική που συγκεντρώνει δικαίως τον καθολικό έπαινο. Με αλλά λόγια, και παρά τις επικοινωνιακές εντυπώσεις, τα παραδοσιακά μέτρα δημόσιας υγείας είχαν τις κατάλληλες απαντήσεις για την περίσταση.
Η έξοδος από το πρώτο κύμα της πανδημίας θα είναι δυσχερής και σύνθετη, μέχρι την επίτευξη της ανοσίας αγέλης με τον κατάλληλο εμβολιασμό, μετά από μια δύσκολη μεταβατική περίοδο με επιδημικές εξάρσεις και υφέσεις. Η επαναφορά στην ομαλότητα σχετίζεται με ένα συνδυασμό οικονομικών, κοινωνικών και επιδημιολογικών κριτηρίων, επί των οποίων η πολιτική απόφαση μιας ισορροπημένης σταδιακής εξόδου είναι επίσης δύσκολη και πολύπλοκη.
Τα διλήμματα ανάμεσα στην έξοδο και την αποστασιοποίηση συναρτώνται με το αντιστάθμισμα σε όρους οικονομίας, επειδή οι σχετικές εκτιμήσεις για την ύφεση προσεγγίζουν ένα σχεδόν διψήφιο ποσοστό. Η πιθανή αυτή εξέλιξη θέτει ερωτήματα για το κόστος της αποστασιοποίησης σε σχέση με το κόστος μιας βαθείας και παρατεταμένης ύφεσης σε όρους υγείας.
Είναι πλέον γνωστό ότι η πανδημία προκάλεσε τον απόλυτο αιφνιδιασμό στα συστήματα υγείας των αγγλοσαξονικών και ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά και προσέφερε την ευκαιρία άντλησης διδαγμάτων από τη δοκιμασία ενός οιονεί «φυσικού πειράματος» 11 εκατ. πολιτών και 200 χιλ. υγειονομικών. Η εμπειρία έδειξε διεθνώς και στη χώρα μας την αναγκαιότητα και σε πολλές περιπτώσεις την υπεροχή των παρεμβάσεων (ακόμη και των πλέον «αρχαϊκών», όπως η «καραντίνα») δημόσιας υγείας.
NEWSLETTER
Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα.
Υπό το πρίσμα αυτό, η παρατηρούμενη μείωση της ζήτησης υπηρεσιών επείγουσας περίθαλψης και συνακόλουθα κλειστής νοσηλείας κατά 55% έως 65% γενικά και κατά 70% έως 85% στα νοσοκομεία αναφοράς του νέου κορονοϊού θέτει μείζονα ερωτήματα για τον προσανατολισμό του υγειονομικού τομέα, δεδομένου ότι η εισαγωγή για νοσηλεία πραγματοποιείται μέσω του μηχανισμού διαλογής των επειγόντων περιστατικών κατά 70%.
Τα φαινόμενα αυτά καθίστανται πλέον έντονα εξαιτίας της διαπίστωσης ότι η ζήτηση στην πρωτοβάθμια φροντίδα στον δημόσιο τομέα έχει μειωθεί κατά 60% έως 75% , ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί από δύο έως πέντε φορές η ζήτηση τηλεφωνικών ή/και από απόσταση συμβουλών και συνταγογραφήσεων. Αντίστοιχα, η μείωση στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνεται από 50% έως 90% ανάλογα με τον τόπο και την ειδικότητα.
Η εξέλιξη αυτή δεν ερμηνεύεται μόνον από το φόβο της μετάδοσης της λοίμωξης, αλλά αναδεικνύει ακόμη και την έλλειψη κανόνων και διαδικασιών στην πρόσβαση των υπηρεσιών υγείας, πράγμα που οδηγεί σε υπερβάλλουσα ζήτηση, βλάβη της ασφάλισης υγείας και απώλεια ευημερίας στην κοινωνία.
Κυρίως αναδεικνύει ένα «χάσμα» ανάμεσα στην ανάγκη και τη ζήτηση, που χρειάζεται έρευνα και ερμηνεία, αλλά ωθεί και σε ριζική αναθεώρηση των αντιλήψεων για το σχεδιασμό των υπηρεσιών υγείας, ενώ εγείρει εύλογα ερωτήματα για την έκταση του νοσοκομειακού τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό, η πανδημία αποτέλεσε ένα «εργαλείο εκτίμησης» του πραγματικού μεγέθους των αναγκών υγείας και της ζήτησης ιατρικής περίθαλψης. Με τον τρόπο αυτόν, στέλνει τα κατάλληλα «σήματα» για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και παρακινεί για αλλαγές προς μια καλύτερη εκδοχή του υγειονομικού τομέα, με χαρακτήρα έντασης τεχνολογίας, διαχείρισης και ειδίκευσης. Αλλά ταυτόχρονα παραπέμπει και στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές για το μέγεθος και τον τρόπο χρηματοδότησης και αποζημίωσης της ιατρικής περίθαλψης, τη θέσπιση ευλύγιστων σχέσεων εργασίας, την εισαγωγή «τιμών» χρόνου και χρήματος και την εγκαθίδρυση ισχυρού επαγγελματικού μάνατζμεντ.
Κυρίως, όμως, τα παράπλευρα «ευρήματα» από την πανδημία αναδεικνύουν σε προτεραιότητες της εθνικής υγειονομικής πολιτικής: (α) τον επανασχεδιασμό και εκσυγχρονισμό του νοσοκομειακού τομέα με τη μετάβαση από μια «εκτατική» και οριζόντια προσέγγιση σε μια «εντατική» και κάθετη λειτουργία συνέργειας -με κοινούς κανόνες- του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, (β) τη δημιουργία «δικτύων πρωτοβάθμιας φροντίδας» σε σχήματα συμβολαιακής μορφής που περικλείουν δυνητικά τις δημόσιες, κοινωνικές και ιδιωτικές δομές υπό τον εποπτικό έλεγχο των περιφερειών, (γ) την επείγουσα αναγκαιότητα συγκρότησης μιας ισχυρής, πλήρως «κρατικής» υπηρεσίας δημόσιας υγείας στην κεντρική διοίκηση και τις περιφέρειες, που βασίζεται σε ένα καλά εκπαιδευμένο «σώμα λειτουργών δημόσιας υγείας», το οποίο ασκεί δημόσιες πολιτικές ελέγχου και διαχείρισης των μειζόνων παραγόντων κινδύνου για την υγεία, και (δ) την προαγωγή φορολογικών και ασφαλιστικών κινήτρων, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο των υψηλών ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών που ανέρχεται στο 39,1% της συνολικής δαπάνης υγείας, μέγεθος που υπερβαίνει τα 5,5 δισ. €. Προφανώς, μια συνολική απάντηση στο θέμα αυτό είναι η συγκρότηση δικτύων και σχημάτων συμπληρωματικής ασφάλισης.
Η επόμενη ημέρα φέρνει έναν κόσμο μεγάλων αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά και στη χώρα μας. Φέρνει έναν κόσμο μεγάλης αβεβαιότητας αλλά και μεγάλων προκλήσεων για διαρθρωτικές αλλαγές που οδηγούν σε μια νέα ισορροπία. Υπό την έννοια αυτή, ο υγειονομικός τομέας μπορεί να αναδειχθεί σε παράδειγμα για τη μεταρρύθμιση και την «επανίδρυση» του ΕΣΥ, αλλά και του εθνικού «μικτού» συστήματος υγείας γενικότερα.
* Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας