ΜΕΝΟΥ
Ελληνίδες στην πρωτοπορία της έρευνας και της επιστήμης - Η ιστορία των πρώτων γιατρίνων και νοσηλευτριών!

Ελληνίδες στην πρωτοπορία της έρευνας και της επιστήμης – Η ιστορία των πρώτων γιατρίνων και νοσηλευτριών!

Health Newsroom

Η γυναικεία παρουσία στο ελληνικό πανεπιστήμιο τη δεκαετία του 1880 ξεσήκωσε τους άνδρες φοιτητές και διδασκάλους, οι οποίοι με κακεντρεχή σχόλια, όπως το περίφημο «στην κουζίνα!», άρχισαν να επιτίθενται απροκάλυπτα και να παρακωλύουν την ανέλιξη των γυναικών στον τομέα της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Κι όμως, σύμφωνα με αναφορές, από την αρχαιότητα οι γυναίκες στην Ελλάδα ήταν δραστήριες σε βιοποριστικά επαγγέλματα όπως μαίες ή γυναικολόγοι της εποχής, καθώς ο τομέας αυτός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με θρησκευτικά έθιμα και μαγικές πρακτικές και σε πολλούς πολιτισμούς αποτελούσε «γυναικεία υπόθεση». 

Οι γυναίκες πάλεψαν για να σπουδάσουν ισότιμα, κάποιες έδωσαν και τη ζωή τους, στάθηκαν στο ύψος τους και με δύναμη και αποφασιστικότητα κέρδισαν την πιο σκληρή μάχη, αυτή της ανώτατης εκπαίδευσης, αυτή του να έχει η γυναίκα λόγο για τη ζωή της, να αναγνωρίζεται από όλους η ύπαρξή της, να σταματήσει η κοινωνία να την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο και να αποφασίζει τι είναι καλό για την ίδια χωρίς την ίδια. 

Το 1897 ο πρύτανης και καθηγητής της Φυσικοµαθηµατικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αντώνιος Χρηστοµάνος, ήταν ο πρώτος που ανακοίνωσε πως ήταν μάταιο πια να εμποδίζουν πλέον τη χειραφέτηση των γυναικών, καθώς είχε μπει σε τελική ευθεία και οι άντρες όφειλαν να «ανέχονται τις γυναίκες και να μην παρακωλύουν την επιστημονική ανάπτυξη του γυναικείου φύλου, αλλά ούτε και να την ενισχύουν με υπερβολική ενθάρρυνση».

Μαίες, γιατρίνες και νοσηλεύτριες από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας

Μία από τις πρωιμότερες μαρτυρίες σε επιτύμβιο ανάγλυφο του 4ου π.Χ. αιώνα στις Αχαρνές Αττικής απεικονίζει τη μαμή και γιατρίνα Φανοστράτη. Στις μορφωμένες γιατρίνες ανήκε και η Αντιοχίς, κόρη του γιατρού Διοδότου, την οποία ο Γαληνός αναφέρει ως ευρέτρια ενός φαρμάκου για τους πόνους της σπλήνας, της ισχιαλγίας και των ρευματισμών. Επίσης, η βασίλισσα της Εφέσου Αρτεμισία μπορούσε, σύμφωνα με τους Πλίνιο, Στράβωνα και Θεόφραστο, να θεραπεύσει πολλές γυναικολογικές παθήσεις με ειδικά βότανα. Ενώ η αρχή της Νοσηλευτικής ανάγεται στα Ασκληπιεία της αρχαίας Ελλάδας υπό τη μορφή οργανωμένης νοσηλείας, με τον Όμηρο να αναφέρει την ενασχόληση των γυναικών σε αυτά για την παροχή φροντίδας. 

Μαρτυρίες ενισχύουν τους ισχυρισμούς για νοσηλευτική φροντίδα σε ξενώνες και γηροκομεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από γυναίκες, αρχικά αμισθί ως ένδειξη χριστιανικής αγάπης και αργότερα με μισθό. Κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ. η Αγία Φιλοθέη Μπενιζέλου συνέχισε τη βυζαντινή παράδοση άσκησης της Νοσηλευτικής και μαζί με τις μοναχές μετέτρεψαν τη Μονή σε νοσηλευτήριο για όλους τους αρρώστους, ανεξαρτήτως θρησκείας και δόγματος, από το 1522 ως το 1859, καλύπτοντας έτσι τις νοσηλευτικές ανάγκες της Αθήνας, της οποίας ο πληθυσμός ήταν 10.000 κάτοικοι. Παρόμοια δουλειά έκαναν οι μοναχές του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα, της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, του Προυσσού στην Ευρυτανία κ.λπ., βοηθώντας όλες στον απελευθερωτικό αγώνα.

Ελένη Παντελίδου: Αυτοκτόνησε γιατί δεν τη δέχθηκαν στην Ιατρική Σχολή 

Η Ελένη Παντελίδου φοίτησε και τελείωσε το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο της Αθήνας και θέλησε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, κάτι πρωτοφανές για την εποχή για γυναίκα. Το 1887 έκανε αίτηση για να εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, αλλά απορρίφθηκε λόγω του ότι τα σχολεία θηλέων θεωρούνταν πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και όχι δευτεροβάθμιας, όπως τα γυμνάσια όπου αποφοιτούσαν τα αγόρια. 

Αναφέρεται μάλιστα ότι κατά την είσοδό της στην αίθουσα χλευάστηκε από τους άνδρες συμμαθητές της που την υποδέχτηκαν με ποδοκροτήματα, ενώ της πετούσαν και σαΐτες. Η Παντελίδου απογοητεύτηκε από την απόρριψη της αίτησής της κι αυτοκτόνησε σε ηλικία 18 ετών. Στο σημείωμα που άφησε ανέφερε: «Αυτοκτονώ, διαμαρτυρόμενη διά την αδικίαν. Ο θάνατός µου ας ακουστεί ως κραυγή εις εκείνους οίτινες θεωρούν τη γυναίκα ως μεσαιωνική δούλη». Ο θάνατός της συνέβαλε στο να αρχίσει από το 1895 να γίνεται δεκτή η φοίτηση και γυναικών στο πανεπιστήμιο.

Μαρία Καλοποθάκη: Η πρώτη Ελληνίδα που σπούδασε Ιατρική στο Παρίσι 

Η Μαρία Καλοποθάκη γεννήθηκε το 1859 στην Αθήνα. Πατέρας της ήταν ο Μιχαήλ Καλοποθάκης και μητέρα της η Αμερικανίδα Μάρθα Χούπερ Μπλάκλερ από το Μάρμπλχέντ, της Μασαχουσέτης. Μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της το 1871, στάλθηκε με τη νεότερη αδελφή της σε συγγενείς της στην Αμερική, όπου πήγε στο σχολείο για αρκετά χρόνια. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, διδάχτηκε με τη βοήθεια ενός προγυμναστή και έλαβε το δίπλωμα από το Παρθεναγωγείο. Επέστρεψε σύντομα στις ΗΠΑ και γράφτηκε στο Χάρβαρντ Αννεξ (τώρα Κολέγιο Ράντκλιφ). Πριν επιστρέψει στην Αθήνα πήρε την άδεια να ακολουθεί τις νοσοκόμες στην επίσκεψή τους στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, για να πάρει μία ιδέα από τη νοσοκομειακή εκπαίδευση και να δει αν είχε την δύναμη να παραστεί σε αυτοψίες, σε εγχειρήσεις και σε επιθανάτιες κλίνες. Ήθελε να εφαρμόσει στην Αθήνα αυτές τις γνώσεις, ιδρύοντας μία τάξη Ελληνίδων Διακονισσών, σύμφωνα με το σχέδιο Κάιζερβερθ, κάνοντας τη νοσηλεία κλίση με μοντέρνες για την εποχή αγγλοαμερικανικές μεθόδους.

Όμως η Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ήταν ακόμα πολύ συντηρητική και όσον αφορά στις γυναίκες θα μπορούσε να περιγραφεί σαν έντονα μεσοβικτωριανή. Το Πανεπιστήμιο της Αθήνας δεν είχε ακόμα αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ανώτατης εκπαιδεύσεως των γυναικών. Και η Μαρία Καλοποθάκη, η πρώτη Ελληνίδα γιατρός, στράφηκε για την ιατρική της εκπαίδευση στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Παρισιού, όπου έγινε δεκτή τον Οκτώβριο του 1886, αφού οι προηγούμενές της σπουδές έλαβαν την αναγνώριση και την ισοτιμία του γαλλικού Μπακαλωρεά ες Λετρ. Και από τότε για οκτώ χρόνια απήλαυσε ίσα δικαιώματα και προνόμια με τους άνδρες στις παραδόσεις, στα εργαστήρια, στο ανατομείο, στους θαλάμους των νοσοκομείων και στο χειρουργείο, σύμφωνα με τις, όπως αναφέρει η ίδια, «φιλελεύθερες παραδόσεις και τη σωστή αίσθηση του δικαίου της γαλλικής νοοτροπίας». 
Κατά τη διάρκεια των ετών που πέρασε στη νοσοκομειακή υπηρεσία μερικών από τους πιο σπουδαίους κλινικούς και χειρουργούς του Παρισιού, έκλινε έντονα προς τη Χειρουργική και τη Γυναικολογία, και σε μία στιγμή, όταν η αντισηψία έδινε χώρο στην ασηψία, ξόδευε όλο τον ελεύθερο χρόνο της στην ανατομία.

Έχοντας υπόψη της τις ανάγκες στην Ελλάδα, όμως, έδωσε την προσοχή της στις ασθένειες των παιδιών και η διδακτορική της διατριβή ήταν σχετικά με τα προβλήματα και τις βλάβες στις χρόνιες γαστρεντερικές δυσλειτουργίες των βρεφών. Ακολούθησε μία μονογραφή βασισμένη στην έρευνα της ανάπτυξης των στομαχικών αδένων στο έμβρυο από τον έκτο μήνα έως τη γέννηση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1894 και, αφού πέρασε τις προφορικές και γραπτές εξετάσεις μπροστά στην Ελληνική Ιατρική Σχολή, άρχισε να ασκεί τη Γενική Ιατρική, αν και της σύστησαν να κάνει τη Γυναικολογία ειδικότητά της.

Αγγελική και Αλεξάνδρα Παναγιωτάτου: Οι πρώτες Ελληνίδες που σπούδασαν στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας

Λίγα χρόνια μετά την αυτοκτονία της 18χρονης Ελένης Παντελίδου το 1887, επειδή δεν έγινε δεκτή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών εξαιτίας του φύλου της, το 1892 οι πόρτες της σχολής άνοιξαν για την Αγγελική Παναγιωτάτου, η οποία σπούδασε Μικροβιολογία και έγινε η πρώτη απόφοιτος της σχολής. Συγκεκριμένα, η Αγγελική Παναγιωτάτου και η αδελφή της Αλεξάνδρα γεννήθηκαν στη Θηνιά της Κεφαλλονιάς. Η οικογένειά τους ήταν ευκατάστατη. Ο πατέρας τους έμπορος και η μητέρα τους καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Και οι δύο αδελφές διέπρεψαν στα μαθήματα και συνέχισαν τις σπουδές τους στην Κέρκυρα. Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου φοίτησαν στο Αρσάκειο και στη Σχολή των Γαλλίδων Καλογραιών. Ήθελαν να συνεχίσουν στην ανώτερη εκπαίδευση, αλλά η είσοδος στο πανεπιστήμιο απαιτούσε απολυτήριο γυμνασίου και στα σχολεία θηλέων δεν υπήρχαν απολυτήριες εξετάσεις. 

Στην αυτοβιογραφία της, η Παναγιωτάτου έγραψε πως η ίδια έψαξε τη λύση στα νομικά βιβλία. Εξέτασε τη νομοθεσία και αντιλήφθηκε ότι δεν αναφερόταν πουθενά ρητή άρνηση για μία μαθήτρια να δώσει εξετάσεις και να περάσει στο πανεπιστήμιο. Έτσι κατάφεραν οι δύο αδελφές να γίνουν οι πρώτες φοιτήτριες στην Ιατρική, το 1893. 

Η Αγγελική μετά την αποφοίτησή της υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει στην Αίγυπτο, επειδή το περιβάλλον στην Αθήνα παρέμενε εχθρικό για μια γυναίκα-γιατρό. Εργάστηκε σκληρά για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ασθενειών όπως ο τύφος, η χολέρα και η πανούκλα και τιμήθηκε από την Αίγυπτο για την προσφορά της. Το 1908 επέστρεψε στην Ελλάδα. Μάλιστα, το 1908, αν και ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι έγινε το 1910, οι φοιτητές της Ιατρικής Σχολής της Αθήνας εξαγριώθηκαν, όταν αντίκρισαν ένα πρωτόγνωρο θέαμα στις πανεπιστημιακές αίθουσες. Μία γυναίκα καθηγήτρια. 

Σύμφωνα με περιγραφές του Γρηγόριου Ξενόπουλου στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων», οι φοιτητές φώναζαν προσβολές, με πιο χαρακτηριστική την προτροπή «στην κουζίνα!», που είχε ως στόχο να της υπενθυμίσει ποιο ήταν το μέρος που της άρμοζε. Όμως, η Παναγιωτάτου βρήκε υποστηρικτή στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος αποκάλεσε τη διδασκαλία της «σοφή», αλλά τα λόγια του δεν ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν τη θέση της στο ελληνικό πανεπιστήμιο.

Ειδικεύτηκε στη Μικροβιολογία και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου μελέτησε τις τροπικές ασθένειες. Παράλληλα με τις ιατρικές έρευνες, οι οποίες βραβεύτηκαν με το παράσημο του Τάγματος του Νείλου, ασχολήθηκε με τη φιλολογία και τη λογοτεχνία. Άνοιξε το πρώτο φιλολογικό σαλόνι της Αλεξάνδρειας και υπήρξε πολύ δραστήρια στην ελληνική κοινότητα. 

Όταν βρέθηκε στο Παρίσι για να βραβευτεί από την Ακαδημία Επιστημών για το έργο της: «Εντερική αµοιβάδωσις και εξωεντερικές εντοπίσεις», την παρουσίασαν ως «σοφή Γαλλίδα». Η Παναγιωτάτου αμέσως τους διόρθωσε: «Ευχαριστώ θερμά για την επαινετική προσφώνηση, αλλά δεν έχω την τιμή να είμαι Γαλλίδα. Είμαι Ελληνίδα». Το 1938 έγινε η πρώτη έκτακτη καθηγήτρια Υγιεινής και Τροπικής Παθολογίας στην Ελλάδα. Το 1947 η πρώτη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής «τιμής ένεκεν» και το 1950 η πρώτη γυναίκα αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 1954.

Οι επόμενες φοιτήτριες Ιατρικής στην Αθήνα

Το 1894 τέσσερις άλλες γυναίκες έγιναν δεκτές στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, η Ανθή Βασιλειάδου, η Άννα Κατσίγρα, η Ελένη Αντωνιάδου και η Βασιλική Παπαγεωργίου. Δεν συνάντησαν ενόχληση από τους συμφοιτητές τους, εκτός από τη γνωστή επίδειξη ανωριμότητας και θορυβώδους διαθέσεως των πρωτοετών φοιτητών που επιδεικνύεται παγκοσμίως. Αυτή η φάση γρήγορα έδωσε θέση σε σχέσεις αμοιβαίας κατανοήσεως και συντροφικότητας. 

Αφού δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Ελλάδος, γυναίκες με μόρφωση και κοινωνική θέση εργάστηκαν σταθερά και αφανώς. Η βασίλισσα Όλγα, της οποίας οι φιλανθρωπίες έφταναν μέχρι της δημιουργίας δικού της νοσοκομείου για τους φτωχούς, είδε τώρα το όνειρό της για τη νοσηλεία σαν επάγγελμα για τις μορφωμένες γυναίκες να παίρνει μία απτή μορφή. Δήλωσε ότι χρειάζονταν εθελόντριες νοσοκόμες. Η Μαρία Καλοποθάκη ανέλαβε την εκπαίδευσή τους με τη βοήθεια των τεσσάρων φοιτητριών της Ιατρικής. Η Μαρία Καλοποθάκη παρασημοφορήθηκε από τη βασίλισσα Όλγα για το έργο της και το καλοκαίρι του 1899 έλαβε αργυρό μετάλλιο με σταυρό με από κάτω ερυθρή ταινία με χαραγμένη την ημερομηνία 1897 σε ειδική τελετή που οργανώθηκε στα ανάκτορα για τις γυναίκες που συμμετείχαν στον πόλεμο.

Χάρη στη φιλελεύθερη νοοτροπία πλουσίων Ελλήνων στο εξωτερικό και στην αφοσιωμένη εργασία της εκτελεστικής επιτροπής, έκανε δυνατό για την Ένωση των Ελληνίδων Γυναικών υπό την Καλλιρρόη Παρρέν να θέσουν στη διάθεση του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού σε πολύ βραχύ διάστημα ένα τέλεια οργανωμένο νοσοκομείο για την έδρα των εχθροπραξιών στον Βόλο και να προετοιμάσουν ένα άλλο σαν νοσοκομείο βάσης στην Αθήνα. Ο Βόλος επελέγη λόγω της ευκολίας της μεταφοράς των τραυματιών στην Αθήνα με νοσοκομειακά πλοία. Το νοσοκομείο στεγάστηκε στο οίκημα Ι. Κυριαζή που παραχωρήθηκε δωρεάν. Το προσωπικό αποτελούσαν δύο χειρουργοί του Ερυθρού Σταυρού, Μιχ. Καντάς, Αγγ. Ευαγγελίδης, η Καλοποθάκη διευθύντρια και μαζί της η φοιτήτρια Κατσίγρα μαζί με 20 διαλεγμένες νοσοκόμες που επιβλέπονταν από δύο εκπαιδευμένες νοσοκόμες Αγγλίδες, τις Rider και Dunbar.

Αθηνά Μεσολωρά: Κορυφαία Ελληνίδα νοσηλεύτρια 

Η Αθηνά Μεσολωρά υπήρξε κορυφαία Ελληνίδα νοσηλεύτρια του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Γεννήθηκε το 1889 στην Αθήνα και ήταν κόρη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Μεσολωρά. Το 1911 ιδρύθηκε η Πρώτη Πρακτική Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων και η Αθηνά Μεσολωρά, σε ηλικία 22 ετών, ανέλαβε τη διεύθυνσή της. 

Η Αθηνά Μεσολωρά είναι η πρώτη νοσηλεύτρια με ειδίκευση στη Δημόσια Υγιεινή. Φοίτησε στο King’s College του Λονδίνου το 1920 με υποτροφία της Ένωσης των Συνδέσμων των Ερυθρών Σταυρών και διαδέχθηκε την Ελένη Βασιλοπούλου στη διεύθυνση της Ανωτέρας Σχολής Νοσοκόμων και Επισκεπτριών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στη συνέχεια διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα διευθύνουσα του Τμήματος Νοσοκόμων και μέλος του κεντρικού συμβουλίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η προσφορά της κατά τον πόλεμο το 1940 θεωρείται ως η κορυφαία μεταξύ των πολυάριθμων συναδέλφων της που επιστρατεύτηκαν προς ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής της (1955-1965) υπηρέτησε ως πρόεδρος του Εθνικού Συνδέσμου Νοσηλευτών Ελλάδος. Απεβίωσε το 1965 στην Αθήνα και κηδεύτηκε από τον Μητροπολιτικό Ναό στις 10 Σεπτεμβρίου 1965.

Το παράδειγμα του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ

Το Ινστιτούτο Παστέρ υπήρξε φυτώριο επιστημόνων για τις γυναίκες στη χώρα μας. Αγκάλιασε από πολύ νωρίς τις Ελληνίδες και βοήθησε στην εξέλιξή τους, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία δεν τις ξεχώρισε μισθολογικά από τους άνδρες επιστήμονες. 

Οι τρεις πρώτες γυναίκες επιστήμονες (Ζ. Μελά-Ιωαννίδη. Α. Παπαϊωάννου και Α. Αγγέλου) γνωρίζουν ξένες γλώσσες, είναι μέλη διεθνών επιστημονικών οργανώσεων, δημοσιεύουν στη διεθνή βιβλιογραφία, ταξιδεύουν για εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς λόγους στο εξωτερικό και αμείβονται ισότιμα με τους άρρενες συναδέλφους τους. 

Η Μελά αγωνίζεται για την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην επαγγελματική, κοινωνική και πολιτική ζωή και αφήνει το στίγμα της στο γυναικείο κίνημα. Παράλληλα, συμβάλλει στην εξέλιξη της επιστήμης της και ειδικότερα στη διαμόρφωση του κλάδου της Βιοχημείας. Η Μπότσαρη, αν και με πολύ λιγότερη παρουσία, εκφράζει ευθαρσώς δημόσια απόψεις πολιτικές το 1921 και υπεραμύνεται της γυναικείας ψήφου. Το 1923 η Ιφιγένεια Πασχάλη-Αγασιάν αναλαμβάνει υπεύθυνη λογιστηρίου και διοικητική διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ και λόγω των γνώσεών της της απονέμονται τα εύσημα από τους ελεγκτές, ενώ αμείβεται ισότιμα με τους υπόλοιπους επιστήμονες του Ινστιτούτου. Εξελίσσεται μάλιστα στην ιεραρχία και εργάζεται στο Παστέρ επί 30 συνεχή έτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Εσωτερικός Κανονισμός του 1936 δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες εργαζομένους, ενώ δεν παρατηρούνται διαφορές στις απολαβές, που φαίνεται να γίνονται με κριτήριο την ειδικότητα και την υπευθυνότητα.

Η Ζωή Μελά-Ιωαννίδη υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ερευνήτρια (1898-1996) 

Η Ζωή Μελά-Ιωαννίδη ήταν κόρη του ήρωα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη. Κατ’ οίκον διδαχθείσα, με υπομονή και επιμονή, παρακάμπτει τις αντιρρήσεις των δικών της και εγγράφεται το 1918 στο νεοϊδρυθέν Χημικό Τμήμα της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών, από όπου αποφοιτά το 1922 με «Άριστα».

«Αποφάσισα να σπουδάσω πρώτα και μετά οπωσδήποτε να δουλέψω. Ο αδελφός μου και η υπόλοιπη οικογένεια δεν ήθελαν να πάω στο πανεπιστήμιο. Η μητέρα μου όμως ήταν πολύ προοδευτικός άνθρωπος. Με στήριξε και τους είπε:

«Αφήστε την, γιατί να μη σπουδάσει αφού το θέλει», ανέφερε η ίδια.

Στο Ινστιτούτο Παστέρ προσλαμβάνεται το 1925 και αποχωρεί με σύνταξη το 1962. Οργανώνει και διευθύνει το Βιοχημικό Εργαστήριο που αναδεικνύεται σε φυτώριο νέων επιστημόνων. Από το 1954 εκτελεί καθήκοντα αναπληρώτριας γενικής διευθύντριας. Έχει πρωτότυπο και πρωτοπόρο ερευνητικό έργο, που αποτυπώνεται στις δημοσιεύσεις της σε ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά περιοδικά και σε παρουσιάσεις σε διεθνή συνέδρια. Η συμβολή της στην ανάπτυξη της επιστήμης της Χημείας υπήρξε σημαντική: 

  • Το 1936 πρωτοστατεί στην έκδοση του Περιοδικού «Χημικά Χρονικά», έντυπο «αποσκοπούν την καλλιέργειαν, προαγωγήν και διάδοσιν της χημικής επιστήμης εν Ελλάδι και την προάσπισιν των επαγγελματικών συμφερόντων των χημικών». 
  • Το 1938 γίνεται μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής και Γραμματέας του Επιστημονικού Τμήματος στη διοργάνωση του Α’ Πανελλήνιου Χημικού Συνεδρίου (7-17 Απριλίου 1938), όπου για πρώτη φορά παρουσιάζεται η ερευνητική προσπάθεια των Ελλήνων Χημικών. 
  • Το 1957 μπαίνει στην Οργανωτική Επιτροπή στο Παγκόσμιο Συνέδριο Βιομηχανικής Χημείας, Αθήνα Société de Chimie Industrielle , το οποίο διεξάγεται με συμμετοχή συνέδρων από 31 χώρες. 
  • Το 1960 πρωτοστατεί στην ίδρυση της επιστημονικής εταιρείας Κλινική Χημεία.
  • Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του γυναικείου κινήματος και παρούσα στους κοινωνικούς και εθνικούς αγώνες. 
  • Το 1923 απολύεται από την ΧΡΩΠΕΙ λόγω συνδικαλιστικής δράσης. 
  • Το 1924 πρωτοστατεί στην ίδρυση της Ένωσης Ελλήνων Χημικών (ΕΕΧ) και γίνεται ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων, με αντιπρόεδρο την Αγνή Ρουσσοπούλου. Διοργανώνει συσσίτια, υποστηρίζει μαθητές, προσφέρει νομική βοήθεια και κάνει διαβήματα για θέματα φυλακισμένων που οδηγούνταν ενώπιον ποινικών δικαστηρίων και στρατοδικείων στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Στρατεύθηκε λόγω του πολέμου το 1941 στο Κέντρο Ερευνών και Εμβολιοπαρασκευής της Υγειονομικής Υπηρεσίας του υπουργείου Στρατιωτικών, ενώ συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση κατά τα έτη 1941-1944, για την οποία και βραβεύτηκε το 1984 από την Ένωση Ελλήνων Χημικών (ΕΕΧ). Κρατήθηκε μάλιστα στην Ασφάλεια τη δεκαετία του 1950, γιατί αρνήθηκε να υπογράψει «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».

Η Άννα Παπαϊωάννου εργάστηκε σε πάνω από 35 εργαστήρια 

Προσλήφθηκε το 1928 στο Παστέρ, όπου εργάσθηκε έως το 1952. Σύμφωνα με τα Μητρώα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Άννα Παπαϊωάννου του Νικολάου, ορφανή από πατέρα, με καταγωγή από τη Λιβαδειά, αποφοίτησε από το Ε΄ Γυμνάσιο Αθηνών τον Ιούνιο του 1915 και γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, σε ηλικία 17 ετών, στην Ιατρική Σχολή όπου αποφοίτησε με ΑΡΙΣΤΑ τον Μάρτιο του 1921. Η Άννα Παπαϊωάννου ήταν η γιατρός που γύρισε όλο τον κόσμο με την επιστήμη της. Έχει εργαστεί σε περισσότερα από 35 εργαστήρια, στην Αυστρία, στη Γερμανία, στη Δανία, στη Νορβηγία, στην Αγγλία και τις ΗΠΑ. Ενώ δημοσιεύσεις της, ελληνικές και ξενόγλωσσες, υπάρχουν στο περιοδικό του Ινστιτούτου Archives de l’ Institut Pasteur Hellenique και σε άλλα επιστημονικά έντυπα.

Ασπασία Αγγέλου-Λόγγου: Η μαθήτρια του Calmette

Πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ειδικευθείσα (1928-1931) στο Ινστιτούτο Παστέρ Παρισίων, στο Εργαστήριο του Prof. A. Calmette, εφευρέτη του αντιφυματικού εμβολίου BCG. Στρατεύθηκε επί Κατοχής στο εργαστήριο παρασκευής εμβολίου BCG του ΕΙΠ. Στη διάρκεια της Κατοχής πραγματοποίησε 3.000 εμβολιασμούς παιδιών εναντίον του εξανθηματικού τύφου. Από το 1942 έως το 1950 ήταν υπεύθυνη του εργαστηρίου παρασκευής του αντιφυματικού εμβολίου BCG.

Η μαχητική Ασπασία Μπότσαρη (1891-1974)

Κόρη του στρατηγού Αθανάσιου (Νάκου) Μπότσαρη, εγγονού του Μάρκου και της Κοντέσας Σοφίας Δε Ρώμα. Εμφανίζεται ως εκπαιδευόμενη-άμισθη από το 1926 και ως εργαζόμενη, ως βοηθός μικροβιολόγος, από το 1943 έως το 1950. Στα αρχεία αναφέρονται οι σπουδές της στην Ιατρική σε Ιταλία και Αυστρία και δύο δημοσιεύσεις σε ξενόγλωσσο ιατρικό περιοδικό.

Η αφοσιωμένη Ευαγγελία Πουλή-Πατεράκη

Γεννήθηκε το 1925 στον Άγιο Ιωάννη Λασιθίου Κρήτης και ήταν παιδί πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας. Το 1945 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μαζί με φοιτητές επαρχίας στη μεταπολεμική εμφυλιακή Αθήνα. Πείνα, κρύο, στερήσεις, δυσκολίες απόκτησης πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, νυχτερινή εργασία παράλληλα με απαιτητικές σπουδές ήταν κομμάτι της ζωής της. Το 1950 έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1951 προσλήφθηκε στο ΕΙΠ, σε μια δύσκολη και απαιτητική συγκυρία. 

Η μικροβιολόγος Ευαγγελία Πατεράκη εργάστηκε επί 45 χρόνια στο Ινστιτούτο Παστέρ. Μια διαδρομή απαιτητική, γεμάτη προσφορά. Το έργο της πολυσύνθετο. Διαγνωστικό και ερευνητικό, με διεθνή αναγνώριση, συγγραφικό, εκπαιδευτικό, οργανωτικό, διοικητικό, κοινωνικό. Πέρα από αυτό όμως, η Πατεράκη είχε το θάρρος της γνώμης της και αυξημένο το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, υπηρέτησε την Εθνική Αντίσταση στην Κρήτη και κρατήθηκε στα Κρατητήρια της Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας και υπήρξε αρωγός και συνήγορος κάθε αδύναμου και αδικημένου.
 

Διαβάστε παρακάτω το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο ένθετο Health by Nextdeal, τεύχος 07, (πατήστε πάνω στην εικόνα για μεγέθυνση):

 

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: