Ο Όμιλος ΙΑΣΩ διοργάνωσε πρόσφατα εκδήλωση με θέμα «Ζητήματα Αστικής Ιατρικής Ευθύνης» και κεντρικό ομιλητή τον Αρεοπαγίτη ε.τ. και πρόεδρο της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών, Ιωάννη Χαμηλοθώρη. Καθηγητές Πανεπιστημίου, ιατροί, νομικοί σύμβουλοι, η Διοίκηση, το προσωπικό του Ομίλου ΙΑΣΩ, καθώς και πλήθος κόσμου, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ομιλία του κ. Χαμηλοθώρη και να ενημερωθούν γύρω από το πολύ σημαντικό ζήτημα της Ιατρικής Ευθύνης στo πλαίσιo του Αστικού δικαίου.
Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνουν οι απόψεις του κ. Χαμηλοθώρη, παραθέτουμε παρακάτω τα βασικά σημεία της ομιλίας του:
«Ευχαριστώ θερμά για την τιμητική πρόσκληση που μου έγινε, να κάνω μία παρουσίαση σήμερα σε ένα εκλεκτό ακροατήριο, διαφορετικό κατά βάση από αυτό του δικού μου τομέα, αλλά πολύ ενδιαφέρον ακροατήριο. Μην ξεχνάμε ότι εσείς –είναι και νομικοί από κάτω– οι γιατροί, είστε ο ιδιαίτερος κλάδος που ασχολείται με τη ζωή, την υγεία όλων μας και έχει έναν εξέχοντα ρόλο μέσα στην κοινωνία. Ευχαριστώ ακόμη ιδιαίτερα τον κ. Αντσακλή, τον κ. Σταματίου και όλους σας που μου κάνατε την τιμητική πρόσκληση και εσάς για την παρουσία σας εδώ.
Θα κάνουμε μια διαδρομή σύντομη στο τοπίο της Ιατρικής Αστικής Ευθύνης, να δούμε πού στηρίζεται, τι νομολογιακά δεδομένα υπάρχουν, πού ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν το ιατρικό σώμα. Σε διάκριση προς την Αστική Ευθύνη, έχουμε βέβαια την Ποινική Ευθύνη, που είναι λογική διαφορετική από εκείνη της Αστικής Ευθύνης. Αποβλέπει στην τιμωρία κάποιων ποινικού χαρακτήρα αδικημάτων. Πρέπει να διακρίνουμε το ποινικό αδίκημα από το αστικό αδίκημα, που δεν έχει καμία σχέση ως προς την χροιά που δίδεται. Το αστικό αδίκημα γεννά υποχρέωση αποζημίωσης, ενώ το ποινικό αδίκημα γεννά υποχρέωση και ευθύνη για επιβολή ποινικών κυρώσεων, λόγω ποινικής απαξίας ορισμένων ιατρικών πράξεων. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε αυτό το σπουδαίο τμήμα της Ιατρικής Αστικής Ευθύνης.
Η ιατρική ευθύνη από αδικοπραξία
Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να πούμε ότι η αστική ευθύνη του γιατρού ταυτίζεται συνήθως με την υποχρέωση αποζημίωσης που υπέχει ο γιατρός όταν, κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, προξενεί ζημία. Αυτό προβλέπεται στο γενικό πλαίσιο του Αστικού Δικαίου και δημιουργείται στο πλαίσιο του Αστικού Δικαίου, αφηρημένα θα λέγαμε, από τη δράση ενός γιατρού, η ευθύνη από αδικοπραξία, η λεγόμενη ενδοσυμβατική ευθύνη, δηλαδή από κάποια σύμβαση που έκανε ο γιατρός για τη διενέργεια κάποιων ιατρικών πράξεων. Αν υπάρχει κάποια παράβαση από τη σύμβαση, δημιουργείται ενδοσυμβατική ευθύνη. Δεν θα ασχοληθούμε με αυτήν σήμερα. Θα ασχοληθούμε με την ευθύνη από αδικοπραξία. Η χροιά της λέξεως «αδικοπραξία», δεν έχει να κάνει με την ποινική χροιά του ποινικού αδικήματος, απλώς στο μυαλό μας θα έρχεται, όταν μιλάμε για αδικοπραξία, υποχρέωση προς αποζημίωση.
Γι’ αυτήν την υποχρέωση προς αποζημίωση από αδικοπραξία, έχουμε προβλέψει τόσο στον Αστικό Κώδικα –και μ’ αυτήν θα ασχοληθούμε– είναι η βασική και γενική διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., που λέει ότι όποιος προκαλεί παρανόμως και υπαιτίως ζημία σε άλλον, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αυτή η ρητή διάταξη εφαρμόζεται ευρέως στην καθημερινή δικαστική πρακτική. Αυτή είναι η βασική διάταξη και θα δούμε και μια άλλη διάταξη, που προέρχεται από το Ενωσιακό Δίκαιο, από το Κοινοτικό, που εφαρμόζεται, θα έλεγε κανείς σωρευτικά με το 914 Α.Κ. Είναι η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994. Θα σας έχει παραξενέψει, διότι αυτός ο Νόμος, αναφέρεται στην προστασία του καταναλωτή και θα διερωτηθείτε βέβαια, τι δουλειά έχουμε εμείς με την προστασία του καταναλωτή. Εκεί υπάρχει όμως μία διάταξη για την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες και στους παρέχοντες υπηρεσίες, κατά το Νόμο αυτό, είναι και ο γιατρός και οι ιατρικές υπηρεσίες. Και να έχουμε υπόψη μας –οι νομικοί το ξέρουν– ότι αυτές οι διατάξεις, κοινοτικής προέλευσης, έχουν υπερέχουσα ισχύ σε σύγκριση με τις κοινές διατάξεις, γιατί έχουν κοινοτική προέλευση. Και το Ενωσιακό Δίκαιο, το Κοινοτικό Δίκαιο, για να εφαρμόζεται ενιαία σε όλα τα κράτη-μέλη, έχει επιβάλει μία υπεροχή απέναντι στον Κοινό Νομοθέτη –όχι στον Συνταγματικό, στον Κοινό Νομοθέτη. Να δούμε πρώτα, λοιπόν, το 914 Α.Κ., τη γενική ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία και μετά θα μπούμε και σε αυτήν την ειδική περίπτωση του Νόμου 2251/1994.
Το ιατρικό σφάλμα
Όταν μιλάμε για ευθύνη προς αποζημίωση, για αδικοπρακτική ευθύνη του γιατρού, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ένα ιατρικό σφάλμα. Χωρίς ιατρικό σφάλμα, δεν μπορούμε να μιλάμε για ιατρική ευθύνη. Και μάλιστα, προχωράμε περισσότερο και μιλάμε για ιατρική πράξη. Και αν θα μπούμε στον τομέα της αδικοπραξίας, πρέπει αυτή η ιατρική πράξη να είναι αποτυχημένη για να δημιουργήσει προβλήματα. Πολύ συχνά –θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς– είναι σχεδόν αδύνατον να διαπιστωθεί, αν η κακή εξέλιξη της υγείας ενός ασθενούς ήταν αναπόφευκτη ή αν οφείλεται στην ιατρική πράξη και μάλιστα στην αποδοκιμαζόμενη από το Δίκαιο συμπεριφορά του γιατρού. Εδώ θα περιοριστούμε να πούμε ότι ο γιατρός ευθύνεται μόνο εφόσον υπαίτια παραβαίνει κάποια συμβατική υποχρέωση ή κάποια συναλλακτική υποχρέωση και επιπλέον, μαζί με την υπαιτιότητα, υπάρχει και μία παράνομη συμπεριφορά, δηλαδή μία παράβαση νομικής διάταξης. Η παράνομη συμπεριφορά έχει και ένα άλλο εύρος και θα το δούμε.
Ακριβώς λόγω της φύσεως των ιατρικών υπηρεσιών, που συχνά είναι αδύνατον να διαπιστωθεί αν η εξέλιξη της υγείας ήταν αναπόφευκτη ή οφείλεται στο σφάλμα του γιατρού, θα λέγαμε ότι στον ασθενή –το λέω τελείως συνοπτικά– επιρρίπτεται όχι μόνο ο κίνδυνος από την αναπόφευκτη εξέλιξη της υγείας του, αλλά και ο θεραπευτικός κίνδυνος, με τη στενή έννοια. Δηλαδή, αυτή η αμφιβολία που δημιουργεί η ιατρική πράξη, είναι-δεν είναι, θα έλεγε κανείς ότι δημιουργεί ένα «τεκμήριο», ότι δεν υπάρχει κατ’ αρχήν ευθύνη του γιατρού, εάν υπάρχει αυτή η έντονη αμφιβολία.
Ακριβώς λόγω της φύσεως των ιατρικών υπηρεσιών, έχει τεθεί το ζήτημα, και στη θεωρία, και από αρκετούς επιστήμονες, της επίτασης της ευθύνης του γιατρού. Δηλαδή, να μην περιοριστούμε σ’ αυτήν τη γενική διάταξη του 914 Α.Κ., που λέει ότι όποιος, παρά το Νόμο, υπαιτίως ζημιώνει άλλον, υποχρεούται σε αποζημίωση, αλλά αυτήν την ευθύνη να την κάνουμε πιο έντονη. Να επιτείνουμε αυτήν την ευθύνη, ακριβώς λόγω της φύσεως των ιατρικών υπηρεσιών. Και με αυτήν τη σκέψη, έχει υποστηριχθεί ακόμα ότι αυτή η ιατρική ευθύνη πρέπει να εξαιρεθεί από το γενικό πλαίσιο του Αστικού και γενικότερα του Ενοχικού Δικαίου στο Αστικό Δίκαιο και να υπαχθεί σε ειδικούς κανόνες. Είναι κάποιες σκέψεις που έχουν διατυπωθεί, δεν έχουν βρει ανταπόκριση για να επικρατήσουν. Δηλαδή δεν θα φύγουμε από το γενικό πλαίσιο, θα πάμε σε κάποιες ειδικές ρυθμίσεις, αλλά όχι να φτάσουμε σε ειδικό καθεστώς ιατρικής ευθύνης, που να υποκειμενικοποιήσουμε στην ουσία την ευθύνη, από αντικειμενική να την κάνουμε υποκειμενική, είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά.
Η συναίνεση του ασθενή στην επεμβατική πράξη
Μιλήσαμε για ιατρική πράξη. Αυτή η πράξη δημιουργεί προβλήματα όταν πρόκειται για επεμβατική ιατρική πράξη. Και όταν μιλάμε για επεμβατική ιατρική πράξη, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μια τέτοια επεμβατική πράξη νομιμοποιείται, εάν είναι από ιατρική άποψη αναγκαία ή ενδεδειγμένη, και ακόμη εάν υπάρχει –και εδώ να το προσέξουμε, και το ξέρετε πολύ καλά– η σχετική συναίνεση του ασθενούς. Η συναίνεση του ασθενούς είναι αναγκαία. Έχουμε την αυτοδιάθεση του προσώπου, που δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε, ούτε σε συνταγματικό επίπεδο, ούτε πολύ περισσότερο στην ιατρική επέμβαση.
Και επειδή ακριβώς η ιατρική πράξη και η επεμβατική ιατρική πράξη, κατά κανόνα, το λέω απλά, γίνεται πάντοτε με τη συναίνεση του ασθενούς, ο οποίος προστρέχει στο γιατρό για κάθε παροχή υπηρεσιών, για να διασώσει ακόμη και τη ζωή του ή και την υγεία του, εδώ το βάρος θα λέγαμε απόδειξης της έλλειψης της έγκυρης συναίνεσης ή της επαρκούς ενημέρωσης, το φέρει ο ασθενής, εάν υπάρξει αμφιβολία, δόθηκε ή δεν δόθηκε συναίνεση. Και για τη συναίνεση, θα πρέπει να πούμε ότι μιλάμε για επέμβαση ιατρική, μόνο εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεση του, κατόπιν όμως σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσης, ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης. Η συναίνεση έχει αξία, όταν είναι πλήρως ενημερωμένος ο ασθενής, αλλιώς δεν μπορεί να μιλάμε για συναίνεση. Και προϋποθέτει, όπως είπαμε, την ελεύθερη συναίνεση για ιατρική επέμβαση, που πρέπει να δίνεται ασφαλώς εκ των προτέρων και, όπως είπα και πριν, αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα ενημερωθεί.
Έχουμε λοιπόν την ιατρική επέμβαση και το ιατρικό σφάλμα. Όταν μιλάμε για ιατρικό σφάλμα, αυτή η ορολογία και μόνο δεν μας φτάνει. Πρέπει να συντρέξουν και τα στοιχεία παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς. Είναι οι βασικές προϋποθέσεις που προβλέπει η αδικοπρακτική ευθύνη στο Αστικό μας Δίκαιο: Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά. Λόγω της φύσεως των ιατρικών υπηρεσιών, κατ’ εξοχήν των ιατρικών υπηρεσιών, θα λέγαμε ότι το ιατρικό σφάλμα για το Δικαστήριο, όταν δικάζει, είναι ετεροκαθοριζόμενο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι για τη διαπίστωση του ιατρικού σφάλματος απαιτείται αξιολόγηση του πραγματικού υλικού, με βάση ειδική επιστημονική γνώση, που ασφαλώς δεν την έχει ο δικαστής, όπως ο γιατρός δεν έχει τη νομική γνώση στην εντέλεια που πρέπει να την έχει ο δικαστής.
Αυτό όμως, ότι χρειάζεται αυτή ακριβώς η εξειδικευμένη γνώση, δεν σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπίζεται και να δικαιολογείται η άποψη, ότι το ιατρικό σφάλμα δεν πρέπει να είναι νομικό θέμα. Όχι, είναι νομικό και εξετάζεται από τον δικαστή. Θα μου πείτε, πώς θα κρίνει ο δικαστής, αφού δεν έχει τη γνώση; Υπάρχει η δυνατότητα ο δικαστής –και κατά κανόνα αυτό γίνεται, όπως το ξέρετε– για ιατρικά θέματα να διατάσσεται η ιατρική πραγματογνωμοσύνη.
Και εκεί εκτίθενται και οι απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα που θέτει ο δικαστής, ακόμα δε παρέχεται και στα διάδικα μέρη, και στον γιατρό και στον αντίδικο του γιατρού, η δυνατότητα να έχουν τεχνικούς συμβούλους, οι οποίοι θα κάνουν τεχνικές εκθέσεις και θα εκθέσουν από ιατρικής σκοπιάς, τα ζητήματα που υπάρχουν.
Θα πείτε πάλι, μα όλα αυτά είναι ιατρικά. Ναι, αλλά αυτό το υλικό μπαίνει υπό τον έλεγχο και την αξιολόγηση της δικαστικής έρευνας. Ο δικαστής θα πρέπει να ελέγξει εάν υπάρχει συμβατότητα όλων αυτών που λέγονται, αν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των τεχνικών εκθέσεων και της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, να αξιολογήσει, να δει που βρίσκεται το σωστό. Εάν βρεθεί σε νέα αδυναμία να προκύψει αυτή η αξιολόγηση, θα διατάξει νέα, πιο εξειδικευμένη πραγματογνωμοσύνη στα θέματα όπου κρίνει ότι υπάρχουν ακόμη ερωτήματα.
Θέλω να πω, λοιπόν, ότι εμφιλοχωρεί δικαστική κρίση, και η εμπειρία έχει δείξει και ακόμα ο δικαστής, σε εντελώς εξειδικευμένα θέματα, μπορεί, εάν έχει κάποιο ερώτημα, να προσφύγει και σε συγγράμματα ιατρικά, βοηθητικά προς τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Όχι ότι θα γίνει ο ίδιος γιατρός να ερμηνεύσει, αλλά να βοηθηθεί σε έναν ανεκτό βαθμό, για να καταλήξει σε ορθή δικαστική κρίση. Αυτά για την εξειδικευμένη φύση της ιατρικής επέμβασης, που δημιουργεί το ερώτημα, αφού έχουμε ετεροκαθορισμό του ιατρικού σφάλματος, γιατί να μην έχουμε απλώς αυτά τα στοιχεία; Όχι, δεν μας φτάνουν αυτά τα στοιχεία. Θα υπάρχει ο κριτής, ο οποίος μπορεί να αξιολογήσει και να καταλήξει σε σωστή κρίση.
Πότε υπάρχει παρανομία και υπαιτιότητα
Μιλάμε για παρανομία, όπως σας είπα, και για υπαιτιότητα. Πότε έχουμε παρανομία; Παρανομία έχουμε όταν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διάταξη, την οποία δεν έλαβε υπόψη ο γιατρός, την παραβίασε, αλλά ακόμα και όταν, παρά την έλλειψη συγκεκριμένης διάταξης, που όφειλε να τηρήσει ο γιατρός κατά την ιατρική επέμβαση, παραβιάζει την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων.
Έχει δημιουργηθεί νομολογιακά, πέρα από τη συγκεκριμένη παράβαση κάποιας διάταξης που υπάρχει και είναι συγκεκριμένη, οπότε αυτή, αν δεν την τηρήσεις, συνιστά παρανομία, με την αστική έννοια πάντα. Όταν ακούμε «παρανομία» εδώ, πάμε στην αστική έννοια, όχι στην ποινική. Έχει διαμορφωθεί και νομολογιακά η ευρύτερη έννοια της παρανομίας, όταν παραβιάζεις το γενικό καθήκον. Το έχει πει και η νομολογία παλαιότερα, στην καθαρεύουσα λεγόταν «το μη ζημιούν άλλον υπαιτίως». Δηλαδή, το γενικό καθήκον να παραβιάζεις με τη συμπεριφορά σου το γενικότερο πνεύμα του Δικαίου. Είναι μία ευρύτερη έννοια παρανομίας. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, η οποία το εξειδικεύει κατάλληλα κάθε φορά, πότε υπάρχει παράβαση του γενικού καθήκοντος, η οποία παράβαση θεμελιώνει αδικοπραξία.
Και μια αξιόλογη ακόμη παράμετρος, που πρέπει να έχουμε υπόψη μας, έχει διαμορφωθεί, μέσω της επιδειχθείσας αμέλειας, η υπαίτια συμπεριφορά και η παράνομη. Είναι η λεγόμενη «διπλή λειτουργία της αμέλειας». Μ’ αυτό που είπα ότι δεν μας φτάνει, δεν αρκούμαστε μόνο στην παράβαση συγκεκριμένης διάταξης, αλλά και στην παράβαση του γενικού καθήκοντος, όπως προκύπτει από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Όταν έχουμε μία αμελή συμπεριφορά, η αμέλεια είναι η μία από τις δύο βασικές περιπτώσεις υπαιτιότητας: ο δόλος και η αμέλεια. Έχω αμέλεια, έχω υπαιτιότητα. Μέσα από αυτήν την αμέλεια που επιδείχθηκε, εάν αυτή η αμέλεια παραβιάζει τη γενική υποχρέωση που πρέπει να επιδεικνύει ο μέσος συνετός άνθρωπος, εδώ ο μέσος συνετός γιατρός, τότε παράλληλα έχουμε και παρανομία. Δηλαδή, έχουμε μία διπλή λειτουργία της αμέλειας. Δεν καταργούμε την προϋπόθεση της παρανομίας, αλλά μέσα από τη φύση της συγκεκριμένης αμέλειας, μπορεί να συναχθεί ότι αυτή η αμέλεια δεν είναι μόνο αμέλεια, αν και είναι μια απλή μορφή της υπαιτιότητας –ο δόλος είναι η βαρύτερη– αλλά αυτή η αμέλεια έχει μέσα της, έτσι όπως συντελέστηκε, το στοιχείο της παρανομίας.
Άρα, έχουμε συνδρομή και των δύο στοιχείων που είναι αναγκαία για να δημιουργηθεί αστική ευθύνη προς αποζημίωση, και παρανομίας και υπαιτιότητας, μέσω της αμέλειας, η οποία, υπό τις συνθήκες που έλαβε χώρα, μπορεί να συγκεντρώσει και τα στοιχεία της παρανομίας, υπό τη γενικότερη έννοια.
Η αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας
Η αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν εξαιτίας της παραλείψεως του γιατρού να καταβάλει την επιμέλεια που θα κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού γιατρού, είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος –και εδώ θα αναφέρεται το ζημιογόνο αποτέλεσμα στην υγεία ή ακόμα και στη ζωή του ασθενούς– είτε το προέβλεψε μεν αυτό ως ενδεχόμενο, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αυτές είναι οι μορφές της αμέλειας που ξέρουμε.
Έχουμε, λοιπόν, για να θεμελιώσουμε αδικοπρακτική ευθύνη του γιατρού, ιατρική πράξη, επεμβατική ιατρική πράξη, ιατρικό σφάλμα, που δεν αρκεί να το λέμε ιατρικό σφάλμα, αλλά πρέπει να συντρέχουν και οι γενικές προϋποθέσεις της γενικής αδικοπρακτικής ευθύνης, από την οποία δεν θα διακριθεί ο γιατρός και θα πάμε σε ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, που θα ήταν επικίνδυνο για τις ιατρικές υπηρεσίες, διότι εάν πάμε σε ειδικό καθεστώς, τότε ο κάθε γιατρός θα επιφυλάσσεται, σου λέει θα βρω τον μπελά μου με το παραμικρό, κάτσε να το αποφύγω αυτό.
Έχουμε λοιπόν παρανομία, υπαιτιότητα και ζημία. Αυτά τα στοιχεία μας φτάνουν από μόνα τους; Όχι, πρέπει να συντρέχει και ένα άλλο στοιχείο, ως προϋπόθεση. Είναι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς. Δηλαδή η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, η ιατρική πράξη, να επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Να συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Εάν το ζημιογόνο αποτέλεσμα είναι άσχετο με την συγκεκριμένη ιατρική πράξη, δεν μπορεί να καταλογιστεί στο γιατρό, διότι δεν υπάρχει ο αιτιώδης σύνδεσμος. Και είναι αρκετά τα παραδείγματα. Μπορεί σε μια επέμβαση, να πάθει ο ασθενής μια απρόβλεπτη ανακοπή, που δεν μπορούσε ιατρικώς να προβλεφθεί. Είναι άσχετο από την επέμβαση που έκανε ο γιατρός αυτό το αποτέλεσμα, λέω ένα παράδειγμα.
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να πούμε ότι έχει συζητηθεί, είναι πως έχει λεχθεί επιστημονικώς ότι η επιμέλεια που απαιτείται από τον γιατρό, πρέπει να είναι ιδιαίτερη και αυξημένη. Τί γίνεται έτσι όμως; Ιδιαίτερη και αυξημένη, πάμε πάλι στα επίπεδα όχι της αντικειμενικής ιατρικής ευθύνης, μέσα από το 914 Α.Κ., αλλά πάμε στην πλήρη υποκειμενικοποίηση. Και τα ιδιαίτερα, βέβαια, χαρακτηριστικά της ιατρικής επέμβασης, θα ληφθούν υπόψη, καθώς και η επικινδυνότητα που ενέχει κάθε ιατρική πράξη, για την προσωπικότητα του ατόμου και για τη ζωή του.
Όμως, θα πρέπει να ξέρουμε ότι ζητώντας αυξημένη επιμέλεια και ευθύνη, να το πω απλά, γίνεται κάποια απομάκρυνση από τη νομική ευθύνη, κατά το Νόμο, από αδικοπραξία και αυτό είναι επικίνδυνο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τίθενται νομικά διαχωριστικά όρια, διάφορα από τις γενικές διατάξεις που έχουμε. Εκεί θα στηριχθούμε, όχι λόγω της φύσεως των ιατρικών υπηρεσιών, να λέμε ότι δημιουργούμε μια αυτοτελή, ιδιαίτερη υποχρέωση.
Λαμβάνουμε υπόψη αυτές τις ιδιαιτερότητες, αλλά θα τις εντάξουμε εκεί, στο γενικό πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης. Μην δημιουργήσουμε μια ιδιαίτερη, προσωπική ευθύνη του γιατρού επειδή είναι γιατρός και έχει την ενασχόληση με την υγεία και τη ζωή του ασθενούς. Αυτό επιτάσσει η λεγόμενη κρατούσα αντικειμενική θεωρία για την αμέλεια και δεν πρέπει να ξεφεύγουμε από αυτήν.
Βέβαια, θα μου πείτε ότι ο γιατρός, δεν είναι μόνο γιατρός, με την έννοια τη γενική. Ανήκει και σε μία ειδικότητα. Μπορεί να είναι ένας καρδιοχειρουργός και μέσα στους καρδιοχειρουργούς, δεν ξέρω αν υπάρχει και κάποια άλλη περισσότερη εξειδίκευση. Αυτή η εξειδίκευση, εάν δημιουργεί έναν ιδιαίτερο κύκλο γιατρών, για να καταλογίσουμε την αμέλεια και την παρανομία, θα πάμε σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο κύκλο. Δεν σημαίνει ότι την υποκειμενικοποιούμε την αστική ευθύνη του γιατρού, απλώς πάμε στον ιδιαίτερο κύκλο και από αυτόν τον κύκλο, στον οποίον εντάσσεται ο συγκεκριμένος γιατρός –αρκεί να υπάρχει αυτοτελώς ο κύκλος αυτός– απ’ αυτόν θα πάρουμε τον μέσο συνετό γιατρό του ιδιαίτερου κύκλου.
Δεν θα πάρουμε του γενικού χειρουργού τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, θα πάρουμε του ειδικού καρδιοχειρουργού και μάλιστα, αν υπάρχει και περαιτέρω εξειδίκευση, του περαιτέρω ειδικού καρδιοχειρουργού τα χαρακτηριστικά, για να εντάξουμε εκεί μέσα το πλαίσιο ευθύνης του γιατρού. Η ευθύνη εξακολουθεί να είναι αντικειμενική και όχι υποκειμενική, που θα ήταν εάν είχαμε την εξειδικευμένη επιμέλεια και ικανότητα που επιδεικνύει ο συγκεκριμένος γιατρός.
Είναι ένας γιατρός παγκοσμίου φήμης, αστέρι, προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες, που δεν τις έχουν οι άλλοι γιατροί. Αυτός ο ένας γιατρός, δεν θα κριθεί με βάση αυτές τις εξιδιασμένες ικανότητές του. Θα κριθεί, όπως είπαμε, μέσα από τον κύκλο στον οποίον ανήκει, τον ιδιαίτερο κύκλο. Αλλά αυτός, το αστέρι, όπως το λέω καταχρηστικά, για κάποιο αποτέλεσμα, για κάποια ιατρική πράξη, αν είναι σφάλμα ιατρικό, από τις εξιδιασμένες πράξεις, από τα εξιδιασμένα προτερήματα που έχει. Θα κριθεί με βάση τον ιδιαίτερο κύκλο, το μέσο συνετό γιατρό μέσα στον ιδιαίτερο κύκλο. Γιατί αλλιώς, θα πηγαίναμε σε υποκειμενική ευθύνη. Θα αλλοιώναμε την αντικειμενική ευθύνη του γιατρού, σε υποκειμενική. Θα πείτε, μα αυτός ο γιατρός, το αστέρι, για τον οποίον πλήρωσα και τόσα λεφτά, μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω και δεν το έκανε. Αυτό το «κάτι παραπάνω» είναι σύμφυτο με τις προσωπικές ικανότητες του γιατρού.
Εάν δεν μπορεί να αποδοθεί αμέλεια σ’ αυτό το «κάτι παραπάνω» που δεν έκανε, δεν μπορούμε να του το αποδώσουμε. Μόνο αν μπορεί να αποδοθεί αμέλεια, δηλαδή αν το πρόβλεψε και το απέφυγε και είπε ότι –αυτό το λέω έτσι, σαν ένα χοντρό παράδειγμα– το να κάνω εγώ αυτό, εάν το ήξερα θα έπαιρνα άλλα τόσα λεφτά, εκεί εμφιλοχωρεί υπαίτια συμπεριφορά. Πάντως θα ξέρουμε ότι αποβλέπουμε στον ιδιαίτερο κύκλο, στον οποίο ανήκει ο γιατρός και όχι κατά βάση στις προσωπικές ικανότητές του, για να του προσδώσουμε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, χωρίς να αποκλείεται, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να έχουμε και εκεί παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, που να συνδέεται με τις προσωπικές εξιδιασμένες ικανότητες. Κατά βάση, όμως, θα έχουμε αντικειμενική ευθύνη και δεν θα την κάνουμε υποκειμενική λόγω του συγκεκριμένου προσώπου.
Ποιοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη στην ιατρική αμέλεια
Και θα πρέπει να ξέρουμε, ότι ο γιατρός δεν φέρει ευθύνη, εάν ενήργησε κατά τους κανόνες, όπως λέμε με τη λατινική έκφραση, την ξέρετε κι εσείς, lege artis. Με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης. Και ενήργησε όπως θα ενεργούσε, υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα, όπως θα ενεργούσε ένας συνετός και επιμελής γιατρός του ίδιου κύκλου. Ασφαλώς, όπως είπα, λαμβάνεται η ειδικότητα υπόψη, γι’ αυτό και προστρέχουμε στις υπηρεσίες του ειδικού γιατρού και γι’ αυτό λαμβάνεται υπόψη το στοιχείο της ειδικότητας, το οποίο δεν είναι προσωπικό εντελώς στοιχείο, είναι ο ιδιαίτερος κύκλος που είπαμε.
Μιλάμε για ιατρική αμέλεια και όταν μιλάμε για ιατρική αμέλεια, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι εμφανίζεται κυρίως με τις εξής μορφές: Έχουμε μία εσφαλμένη διάγνωση ή μια μη διάγνωση της νόσου. Έχουμε μια εσφαλμένη ή πλημμελή θεραπευτική αγωγή, φαρμακευτική κλπ. Ακόμη μπορεί να έχουμε και αμέλεια όταν δεν γίνεται παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό λ.χ. θάλαμο, για την ανάληψη και διεξαγωγή ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι για τη διαμόρφωση του προτύπου της επιμέλειας ενός γιατρού, λαμβάνουμε υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες –πάμε πάντα στην αντικειμενική ευθύνη– της παροχής της υπηρεσίας, το είδος της ιατρικής πράξης, την επικινδυνότητα της πράξης, την ευπάθεια του ασθενούς, τις αυξημένες ικανότητες ή δυνατότητες του γιατρού, με την έννοια που είπα, μέσα στον κύκλο που ανήκει. Και αν συντρέξει παρανομία, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, ζημία και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, τότε έχουμε υποχρέωση προς αποζημίωση.
Έχει γεννηθεί το ερώτημα, εάν και κατά πόσον η αμέλεια είναι ελαφρά και τι θα γίνει. Αν και ακόμη κι αν συντρέξει ελαφρά αμέλεια, υπάρχει υπαιτιότητα, διότι δεν μπορεί να εξαιρεθεί η ελαφρά αμέλεια από την ευθύνη του γιατρού, και αυτό θα το δούμε καθαρά στο άρθρο 332 Α.Κ., αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι μπορεί να συμφωνηθεί εκ των προτέρων απαλλαγή μεταξύ των μερών για ελαφρά αμέλεια, εξαιρεί όμως όταν έχουμε θέματα υγείας, σωματικής ακεραιότητας. Συνεπώς, μια τέτοια συμφωνία, που θα γίνει a priori, που θα λέει ότι απαλλάσσομαι για ελαφρά αμέλεια, δεν ισχύει διότι πρόκειται για θέμα υγείας και σωματικής ακεραιότητας. Δηλαδή, ακόμη κι αν συμφωνήθηκε, μια τέτοια συμφωνία είναι άκυρη. Πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι αν ο γιατρός ενεργήσει lege artis, αν τηρήσει την επιμέλεια του μέσου συνετού γιατρού του ίδιου κύκλου, τότε έχει κάνει τη δουλειά του όπως έπρεπε και δεν δημιουργείται αδικοπρακτική αστική ευθύνη.
Πότε υπάρχει αξίωση για αποζημίωση
Θα πω απλώς, γιατί εμφανίζεται στην πράξη, έχω υποχρέωση προς αποζημίωση. Σε τι συνίσταται η αποζημίωση αυτή; Πρώτα απ’ όλα, με το άρθρο 929 Α.Κ., έχω υποχρέωση προς αποζημίωση της θετικής ζημίας που έχει συντελεστεί και της μελλοντικής. Θετική ζημία, ότι υπεβλήθη σε έξοδα άσκοπα και δεν ξέρω τι άλλο, έχασε κάποιους μισθούς κλπ. Μελλοντική είναι ό,τι θα χάνει στο μέλλον, για κάποιο διάστημα, κι αν δεν μπορεί να το διακριβώσει το Δικαστήριο, θα πει ότι ασκείται πρόωρη εισαγωγή, έλα πιο αργά να τα ζητήσεις. Έχουμε, λοιπόν, την αξίωση προς αποζημίωση που έγκειται, που έχει αυτό το περιεχόμενο σύμφωνα με το άρθρο 929 Α.Κ. Έχουμε όμως και την άλλη αξίωση, που δεν είναι ακριβώς αξίωση αποζημίωσης, είναι η λεγόμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το άρθρο 932 Α.Κ., δηλαδή για τον πόνο που υπέστη ο ασθενής από την εσφαλμένη ιατρική πράξη και από την ταλαιπωρία που ενδεχομένως συντελέστηκε, οπότε έχουμε μια χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Και έχει τώρα δημιουργηθεί στη νομολογία και μια τρίτη αξίωση, με το άρθρο 931 Α.Κ. –θα το ξέρουν οι νομικοί που είναι εδώ, αλλά καλό είναι να το ακούσετε κι εσείς– και τι λένε τα Δικαστήρια. Το άρθρο 931 Α.Κ. λέει, θα σας το πω ακριβώς για να έχετε μια εικόνα: «Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης και εάν επιδρά στο μέλλον του».
Εάν έχουμε αναπηρία ή παραμόρφωση, λένε τα Δικαστήρια, τότε θα επιδικάσω μία χρηματική παροχή, μια τρίτη αξίωση. Αυτό έχει πολλά ερωτηματικά. Μολονότι φαίνεται να έχει επικρατήσει προς το παρόν στη νομολογία, προσωπικά και το έχω θεμελιώσει, δεν το λέω έτσι, έχω γράψει και μια μικρή μελέτη, δεν στέκει. Δεν μπορεί να έχουμε τρίτη παροχή. Δύο είναι οι παροχές. Η μία είναι της αποζημίωσης, που εμπίπτει, γι’ αυτό και λέγεται αποζημίωση, στο Νόμο, άρθρο 929 Α.Κ.
Κι αν δεν έχουμε αυτή τη μορφή της αποζημίωσης, έχουμε μια χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Πάει εκεί. Τι πάει να πει χρηματική παροχή; Χρηματική παροχή ταιριάζει στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Θα έχουμε δύο χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ηθικής βλάβης; Είναι μια λύση μεσοβέζικη, που νομίζω δεν στέκει μέσα στο νομικό πλαίσιο που έχουμε.
Μπορεί ο δικαστής, την αναπηρία ή την παραμόρφωση της σωματικής υγείας, να την μετρήσει, εάν από αυτήν προκύπτει ζημιά θετική, αν χάνει μεροκάματα ή δεν ξέρω τι άλλο, και να πάει στην αποζημίωση, ή αν εξαιτίας της παραμόρφωσης και της αναπηρίας επέφερε περισσότερο πόνο, να τον μετρήσει στην χρηματική ικανοποίηση.
Και μια και μιλάω γι’ αυτά τα μεγέθη, κυρίως στην χρηματική ικανοποίηση, και αυτή χρηματική παροχή που για μένα είναι έωλη, είναι κατασκεύασμα που δεν στηρίζεται επιστημονικά, σ’ αυτήν τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., ο δικαστής έχει την ευχέρεια να κινηθεί πιο ελεύθερα, και θα το δείτε. Λέει: Επιδικάζω χρηματική ικανοποίηση ένα ποσό συγκεκριμένο, χωρίς περαιτέρω να προσδιορίζει, λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία.
Άραγε είναι αυθαίρετος ο δικαστής, όταν προσδιορίζει την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης; Εύλογη χρηματική ικανοποίηση λέει ο Νόμος. Αυτό τι σημαίνει; Δεν είναι αυθαίρετος. Μπορεί να είναι πιο ελεύθερος να προσδιορίσει ένα ποσόν. Αυτό όμως το ποσόν, όπως ορθά η Ολομέλεια της Νομολογίας του Αρείου Πάγου, το 2015 νομίζω, είπε ότι υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Δεν μπορείς να μου βάλεις για μια ελαφρά αναπηρία μία χρηματική ικανοποίηση 200 ή 300 χιλιάδων. Θα έρθω στον Άρειο Πάγο και θα πω ότι αυτή υπερέβη την εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Δεν είναι εύλογη.
Είναι ένα θέμα γενικότερο αυτό. Οι Γερμανοί το έχουν αντιμετωπίσει με τη δημιουργία μιας νομολογίας για περιστατικά. Βάζουνε τόσο για μια μικρή αναπηρία, περισσότερο για κάποια άλλη μεγαλύτερη αναπηρία. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα καθεστώς νομολογιακό, με ποσά χαρακτηριστικά. Εμείς δεν τα έχουμε αυτά, αλλά έχουμε τον έλεγχο του Αρείου Πάγου, για να μην είναι ποτέ κανείς αυθαίρετος, ούτε ο δικαστής της ουσίας. Θα λάβει εύλογη. Και πότε είναι εύλογη; Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της ιατρικής πράξης, τις συνθήκες υπό τις οποίες συντελέστηκε η παρανομία και υπαιτιότητα, τις συνέπειες που είχε η ιατρική πράξη.
Και να έρθουμε τώρα και να πούμε δυο λόγια για την αποζημίωση –αδικοπρακτική είναι και αυτή– του Ν. 2251/1994, που είναι κοινοτικής προέλευσης. Αξίζει να δούμε εδώ τις διατάξεις. Σας τις διαβάζω, ότι έχει υποχρέωση προς αποζημίωση ο παρέχων τις υπηρεσίες. Και τι λέει ο Νόμος αυτός; «Ως παρέχων υπηρεσίες, θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσίες, στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας». «Ο ζημιωθείς υποχρεούται», και αυτό είναι κρίσιμο, ζημιωθείς είναι ο παθών, «Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής», φτάνει αυτό. Ενώ στο 914 Α.Κ., στη γενική αδικοπρακτική ευθύνη, αποδεικνύει όχι μόνο τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο με την ιατρική πράξη, αλλά και την παρανομία και την υπαιτιότητα.
Εδώ έρχεται ο Νόμος, ενωσιακής προέλευσης, και τι λέει; Ότι το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας το έχει ο γιατρός. Αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης. Δημιουργεί μια νόθα, θα έλεγα, αντικειμενική ευθύνη, αυτοτελώς, ο Κοινοτικός Νομοθέτης. Γι’ αυτό εδώ έχουμε αντιστροφή, η διαφορά μεταξύ του άρθρου 914 Α.Κ. και του Νόμου αυτού, είναι ότι εδώ επιρρίπτει το βάρος στο γιατρό –κατ’ εξαίρεση– να αποδείξει την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητας. Κυρίως την έλλειψη αμέλειας. Ενώ εκεί, στο 914 Α.Κ., το αποδεικνύει ο παθών.
Και έχει γεννηθεί το θέμα παρέχων υπηρεσίες και αν στην έννοια του Ν. 2251/1994, αν υπάγεται και ο γιατρός. Αυτό έχει νομολογηθεί πάγια σχεδόν τώρα. Ναι, υπάγεται και ο γιατρός, γιατί ο γιατρός παρέχει ανεξάρτητες υπηρεσίες. Και μάλιστα, και ο γιατρός που συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όταν είναι σε μια μεγάλη επιχείρηση. Διότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν επηρεάζει καθόλου την ανεξαρτησία του γιατρού κατά την ιατρική πράξη.
Στην ιατρική πράξη, ο γιατρός είναι απόλυτα ανεξάρτητος. Άρα λοιπόν, έχουμε ανεξάρτητη παροχή υπηρεσιών, και στους παρέχοντες υπηρεσίες έχει νομολογηθεί ότι ανήκει και ο γιατρός. Συνεπώς ευθύνεται, άρα πρέπει, όταν έχουμε ευθύνη από τον ειδικό νόμο, που είναι και αυτή αδικοπρακτική, με αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, ο γιατρός φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Ιωάννης Χαμηλοθώρης είναι Αρεοπαγίτης ε.τ., πρόεδρος της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών και πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Επίσης, διδάσκει στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Ο κ. Χαμηλοθώρης μεταξύ άλλων υπήρξε πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πρόεδρος της Επιτροπής για την προετοιμασία και το συντονισμό της Ελληνικής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θέματα Δικαιοσύνης, καθώς και πρόεδρος του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας, μέχρι το 2018. Από τον Μάρτιο του 1998 μέχρι το 2000, υπήρξε πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών και διετέλεσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 2012 πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών.
*Στη φωτογραφία εξωφύλλου στιγμιότυπο από την εκδήλωση στο ΙΑΣΩ για τα «Ζητήματα Αστικής Ιατρικής Ευθύνης». Διακρίνονται από αριστερά οι κ.κ. Χριστίνα Χαμηλοθώρη Δικηγόρος, Αριστείδης Αντσακλής, MD, PhD, FRCOG, (Hon.), Καθηγητής Μ/Γ Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Επιστημονικού Συμβουλίου ΙΑΣΩ, Ιωάννης Χαμηλοθώρης, Αρεοπαγίτης ε.τ., Πρόεδρος της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών, Ελπίδα Στρατικοπούλου, Νοµικός Σύµβουλος Ομίλου ΙΑΣΩ, Δρ Γεώργιος Σταματίου, Μ/Γ, Πρόεδρος Δ.Σ. Ομίλου ΙΑΣΩ.
Για μεγέθυνση πατήστε ΕΔΩ