Ανάγκη δημιουργίας Καρδιο-μαιευτικών Ομάδων
*Γράφει ο Ιωάννης Λεκάκης, ομ. καθηγητής Καρδιολογίας, διευθυντής Καρδιολογικού Τομέα, Κεντρική Κλινική Αθηνών, πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Καρδιαγγειακών Προβλημάτων Εγκυμοσύνης
Τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρείται μία σταδιακή αύξηση στη μητρική θνησιμότητα μέχρι και 1 χρόνο μετά τον τοκετό. Η αύξηση αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα καρδιαγγειακά νοσήματα που ευθύνονται για περισσότερο από 25% των θανάτων που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη. Η αρνητική αυτή εξέλιξη οφείλεται αφενός μεν στο ότι πολλές γυναίκες με συγγενείς καρδιοπάθειες επιβιώνουν μετά τις προόδους στην Καρδιοχειρουργική και την Επεμβατική Καρδιολογία, φθάνουν σε αναπαραγωγική ηλικία και τεκνοποιούν, αφετέρου δε στο ότι υπάρχει η τάση οι γυναίκες να τεκνοποιούν σε μεγαλύτερες ηλικίες, όπου η πιθανότητα επίκτητων καρδιοπαθειών και παραγόντων κινδύνου για στεφανιαία νόσο, όπως η αρτηριακή υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία παρατηρούνται συχνότερα.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η γυναίκα εμφανίζει σημαντικές μεταβολές που επηρεάζουν τη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος. Αυξάνεται ο όγκος αίματος, η καρδιακή συχνότητα και η καρδιακή παροχή και για το λόγο αυτόν η εγκυμοσύνη θεωρείται σαν μία δοκιμασία φόρτισης (stress test). Ακόμα και για υγιείς γυναίκες αυτά αποτελούν μια σημαντική επιβάρυνση στη φυσιολογία του καρδιαγγειακού συστήματος. Πολύ περισσότερο σε γυναίκες με υποκείμενη καρδιακή νόσο οι μεταβολές αυτές μπορεί να φέρουν στην επιφάνεια συμπτώματα που δεν υπήρχαν πριν την εγκυμοσύνη, να οδηγήσουν σε αρρυθμίες και καρδιακή ανεπάρκεια που δεν είχαν εμφανισθεί προηγουμένως.
Οι γυναίκες σε εγκυμοσύνη εμφανίζουν επίσης μεταβολικές διαταραχές που μπορούν να έχουν σαν αποτέλεσμα διαβήτη κύησης που χρόνια αργότερα μπορεί να οδηγήσει σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια. Επίσης, γυναίκες με γενετικές διαταραχές όπως το σύνδρομο Marfan παρουσιάζουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο κατά την εγκυμοσύνη. Ο αυξημένος καρδιαγγειακός κίνδυνος κατά την εγκυμοσύνη γενικά δεν εξαλείφεται αμέσως μετά τον τοκετό, αλλά παραμένει για διάστημα 1 έτους, διάστημα κατά το οποίο η γυναίκα πρέπει να παρακολουθείται για πιθανά καρδιαγγειακά προβλήματα.
Η καρδιολογική συμβουλευτική πρέπει να αρχίζει πριν από τον τοκετό για να ανιχνεύονται πιθανοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιαγγειακά προβλήματα ή ενδεχομένως να καθιστούν απαγορευτική μία εγκυμοσύνη (σπάνια). Έχουν αναπτυχθεί αλγόριθμοι που καθορίζουν το επίπεδο κινδύνου για κάθε γυναίκα, ανάλογα με τα υποκείμενα καρδιακά νοσήματα και οι γυναίκες που ανήκουν σε κατηγορία ΙΙΙ και IV αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου, χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας και ειδικότερα στην κατηγορία IV η κύηση είναι απαγορευτική. Η αντισύλληψη, αλλά και η διακοπή κυήσεως σε γυναίκες με καρδιαγγειακά προβλήματα έχει κανόνες που πρέπει να τηρούνται. Η χρήση διαγνωστικών τεχνικών για καρδιολογικά προβλήματα πρέπει να είναι λελογισμένη και να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα βλάβης στο έμβρυο από ιονίζουσες ακτινοβολίες. Η χρήση αναισθησίας, αναλγησίας και αντιπηκτικής αγωγής πρέπει να γίνεται με ειδικούς κανόνες ασφαλείας και η χρήση καρδιαγγειακών φαρμάκων πρέπει να αποφεύγεται, όταν είναι πιθανή η βλάβη στο έμβρυο.
Η σχέση καρδιαγγειακών προβλημάτων και εγκυμοσύνης, που αναλύσαμε εν συντομία παραπάνω, έχει οδηγήσει στην άποψη της δημιουργίας Καρδιο-μαιευτικής Ομάδας με καρδιολόγους και μαιευτήρες-γυναικολόγους με εκπαίδευση στο αντικείμενο αυτό. Για το σκοπό αυτόν έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα ειδικά εκπαιδευτικά κείμενα από μεγάλες επιστημονικές εταιρείες όπως American Heart Association και American College of Cardiology και ο όρος Καρδιο-μαιευτική (Cardio-obstetrics) αναγνωρίζεται ευρέως. Η Καρδιο-αιευτική Ομάδα πρέπει να περιλαμβάνει καρδιολόγο, μαιευτήρα-γυναικολόγο και εξειδικευμένο αναισθησιολόγο σε όλες τις περιπτώσεις. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να συμμετέχουν και άλλες ειδικότητες, π.χ. νεογνολόγοι, γενετιστές. Η παρακολούθηση των γυναικών από την ομάδα αυτή πρέπει να ξεκινά πριν την εγκυμοσύνη, να εκτιμάται ο κίνδυνος, να τροποποιούνται φαρμακευτικές αγωγές με πιθανή τερατογένεση στο έμβρυο και να διορθώνονται σημαντικές καρδιακές βλάβες, π.χ. βαλβιδοπάθειες. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να αντιμετωπίζονται τα διάφορα ιατρικά προβλήματα (π.χ. υπέρταση, αρρυθμίες κ.λπ.) και να αποφασίζεται ο τρόπος του τοκετού. Τέλος, οι γυναίκες αυτές πρέπει να παρακολουθούνται και μετά τον τοκετό.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής και εναρμονιζόμενοι με τη διεθνή τάση, στην Ελλάδα ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρεία Καρδιαγγειακών Προβλημάτων Εγκυμοσύνης (ΕΚΠΕ) με συμμετοχή κυρίως καρδιολόγων και μαιευτήρων-γυναικολόγων. Σκοπός της νέας επιστημονικής εταιρείας είναι η εκπαίδευση των εμπλεκομένων ειδικοτήτων στο αντικείμενο αυτό, η δημιουργία βάσης δεδομένων και η έρευνα, καθώς επίσης η προώθηση της ιδέας της Καρδιο-μαιευτικής ομάδας. Στις καρδιογυναικολογικές συζητήσεις της Πέμπτης (δεύτερη Πέμπτη κάθε μήνα) οι εμπλεκόμενες ειδικότητες συζητούν διάφορα θέματα στο αντικείμενο της ΕΚΠΕ, προωθώντας έτσι την υλοποίηση των στόχων της εταιρείας.
*ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Ιωάννης Λεκάκης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ψηφιακής Ιατρικής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Καρδιαγγειακών Προβλημάτων Εγκυμοσύνης, αποφοίτησε από την Ιωννίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιά και την Ιατρική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών με βαθμό Άριστα. Εκπαιδεύθηκε στην Παθολογία και την Καρδιολογία στην Αθήνα και έλαβε τους δύο τίτλους ειδικότητας. Ακολούθως μετέβη στις ΗΠΑ και μετεκπαιδεύτηκε στις αναίμακτες και επεμβατικές μεθόδους στην Καρδιολογία στο Boston University Medical Center. Επίσης, μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία και την Ολλανδία στις επεμβατικές μεθόδους και την ενδοστεφανιαία υπερηχογραφία.
Στην Ελλάδα έχει εργασθεί στα Νοσοκομεία «Ευαγγελισμός», «Αλεξάνδρα», «Αττικόν» και Κεντρική Κλινική Αθηνών. Το 1998 εξελέγη επίκουρος καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών, ακολούθως αναπληρωτής καθηγητής και το 2011, τακτικός καθηγητής Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών. Το 2014-2017 ανέλαβε τη Διεύθυνση της Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής. Από το 2009 διευθύνει το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στη Β’ Καρδιολογική Κλινική του Παν/μίου Αθηνών στο Αττικόν Νοσοκομείο και από το 2007 το διακλινικό ιατρείο Πνευμονικής Υπέρτασης στο ίδιο νοσοκομείο. Το 2018 έλαβε τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή Καρδιολογίας και έκτοτε διευθύνει τον Καρδιολογικό Τομέα στην Κεντρική Κλινική Αθηνών.
Διαβάστε παρακάτω το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο ένθετο Health by Nextdeal, τεύχος 07, (πατήστε πάνω στην εικόνα για μεγέθυνση):