Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων υπήρξε το πρώτο Περιφερειακό Κέντρο στην Ελλάδα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν συστηματικά επεμβατικές καρδιολογικές πράξεις και το πρώτο στο οποίο λειτούργησε Καρδιοχειρουργική Κλινική, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό να αντιμετωπίζει εντοπίως το σύνολο των καρδιαγγειακών ασθενών της ΒΔ Ελλάδας από τα τέλη του 1990 έως σήμερα. Για όλο αυτό το επίτευγμα υπεύθυνος είναι ο καθηγητής Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής & Σχολής Επιστημών Υγείας, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Δ/ντής της Β Καρδιολογικής Κλινικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Λάμπρος Μιχάλης, ο οποίος μας μιλά για τις εξελίξεις στον τομέα της Καρδιολογίας, τον αγώνα των νέων επιστημόνων να μάθουν και να ενταχθούν στο σύστημα, αλλά και για την άρρηκτη σχέση ιατρού και ασθενή με στόχο μια καλύτερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία.
1. Πόσα εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα;
Δεν νομίζω ότι η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί με ακριβή αριθμό. Λαμβάνοντας υπόψη όμως, ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα εξακολουθούν να είναι η 1η αιτία θανάτου στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη μας, και ότι ασθενείς με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα ζουν πολλά χρόνια, καθώς το στερεότυπο «τα καρδιαγγειακά νοσήματα ισοδυναμούν με αιφνίδιο θάνατο» έχει υποχωρήσει, η νοσηρότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα (δηλαδή ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα) είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη νόσο.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι τα καρδιαγγειακά προβλήματα δεν είναι ένα νόσημα, αλλά πολλά διαφορετικά νοσήματα και το παράδοξο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, είναι ότι σε διάφορες χρονικές περιόδους αντιμετωπίζουμε διαφορετικές μορφές καρδιαγγειακών προβλημάτων. Για παράδειγμα, παλαιότερα το κύριο πρόβλημα ήταν ο ρευματικός πυρετός, ενώ στη συνέχεια και μέχρι το 2010 περίπου, το μεγάλο θέμα ήταν η στεφανιαία νόσος και το έμφραγμα μυοκαρδίου. Σήμερα το προεξάρχον πρόβλημα είναι η καρδιακή ανεπάρκεια και οι παθήσεις των βαλβίδων της καρδιάς. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι σε κάθε εποχή τα καρδιαγγειακά προβλήματα συμβαδίζουν με την κοινωνική ζωή των ανθρώπων.
2. Εξασθενημένη καρδιά: Πως αντιμετωπίζεται σήμερα και πως θα αντιμετωπίζεται στο άμεσο μέλλον; Αποτελούν λύσεις η μεταμόσχευση, η τεχνητή καρδιά ή οι καλλιεργημένοι ιστοί;
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι το κύριο πρόβλημα της καρδιολογίας σήμερα. Για πάρα πολλά χρόνια ή δεν αντιμετωπιζόταν σχεδόν καθόλου ή αντιμετωπιζόταν συμπτωματικά, όπως δηλαδή αν αντιμετωπίζαμε μια σοβαρή λοίμωξη με αντιπυρετικά. Αυτή όμως δεν αποτελεί αιτιολογική θεραπεία και σίγουρα δεν προσφέρει στην επιβίωση των ασθενών. Η πρώτη αιτιολογική θεραπεία που χρησιμοποιήθηκε στην εξασθενημένη καρδιά ήταν η μεταμόσχευση καρδιάς που θεωρείται μέχρι και σήμερα η οριστική λύση του προβλήματος. Η θεραπεία όμως αυτή έχει πολλά προβλήματα, καθώς είναι μια μεγάλη περίπλοκη διαδικασία, με δύσκολη οργάνωση, εκτέλεση και ανάρρωση και που απαιτεί διαρκή παρακολούθηση. Επιπρόσθετα, υπάρχει το πολύ σοβαρό θέμα της έλλειψης μοσχευμάτων, που στη χώρα μας είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από άλλες χώρες. Η «τεχνητή καρδιά», όρος που χρησιμοποιούμε απλοϊκά για να περιγράψουμε τις διάφορες συσκευές υποβοήθησης της καρδιάς, εμφανίσθηκε αργότερα στην κλινική πρακτική και χρησιμοποιείται είτε σαν προσωρινή θεραπεία πριν την μεταμόσχευση είτε και σαν τελική λύση σε ορισμένους ασθενείς. Η τεχνητή καρδιά πιστεύω ότι θα αποτελέσει στο μέλλον τη λύση του προβλήματος για τους ασθενείς για τους οποίους δεν υπάρχει εναλλακτική, λιγότερο επεμβατική θεραπεία. Η εμφύτευση καλλιεργημένων κυττάρων και ιστών, νομίζω ότι έχουν αποδώσει λιγότερο από ότι θα προσδοκούσαμε και εάν αποτελέσουν λύση θα το δούμε μελλοντικά.
3. Η επιστήμη ανακαλύπτει καινούργιους δρόμους μέσω της έρευνας και καινοτομίας. Ποιες είναι οι τελευταίες εξελίξεις που καθοδηγούν τις σύγχρονες τάσεις;
Οι δρόμοι στους οποίους στηρίχθηκε η πρόοδος της Καρδιολογίας ήταν τρείς: η απεικόνιση, δηλαδή η δυνατότητα να βλέπουμε όσο το δυνατόν ευκρινέστερα τη δυναμική λειτουργία της καρδιάς, η φαρμακευτική θεραπεία και η χρήση εμφυτεύσιμων συσκευών. Οι εξελίξεις σε αυτούς τους τρεις τομείς ουσιαστικά καθοδηγούν και τις σύγχρονες τάσεις.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η Καρδιολογία υπήρξε ο τομέας της Ιατρικής που ενσωμάτωσε και εξακολουθεί να ενσωματώνει ταχύτερα από κάθε άλλον τομέα τις εξελίξεις της τεχνολογίας στην καθημερινή πρακτική. Η απεικόνιση με τις ποικίλες σύγχρονες μορφές της (υπέρηχοι, ιονίζουσες ακτινοβολίες, lasers, μαγνητική τομογραφία, ραδιενεργά σωματίδια αλλά και συνδυαστική χρήση των παραπάνω) πετυχαίνει να μας απεικονίζει σε στατικό και πραγματικό χρόνο τη δυναμική λειτουργία της καρδιάς και να μας δίνει εικόνες των αρτηριών και του καρδιακού μυός παρόμοιες με εκείνες του μικροσκοπίου. Οι δυνατότητες της καρδιαγγειακής απεικόνισης μας επιτρέπουν την ακριβή διάγνωση νόσων (π.χ. νόσοι του μυός της καρδιάς) και μας καθοδηγούν με μεγάλη ακρίβεια στην πραγματοποίηση περίπλοκων επεμβατικών πράξεων (αντικαταστάσεις και επιδιορθώσεις βαλβίδων, σύμπλοκες αγγειοπλαστικές στεφανιαίων αγγείων κ.τ.λ.). Μας δίνουν ακόμη μια φοβερή προοπτική όσον αφορά στην πρόβλεψη της εξέλιξης της στεφανιαίας νόσου, ώστε να μπορούμε στο μέλλον με ακρίβεια να γνωρίζουμε ποιος ασθενής και σε ποιο σημείο της αρτηρίας του θα πάθει έμφραγμα, για να κάνουμε τις απαραίτητες ενέργειες να το προλάβουμε.
Η φαρμακολογία των καρδιαγγειακών νοσημάτων επίσης προοδεύει συνεχώς. Τα φάρμακα πλέον εξελίσσονται και από χημικές ουσίες που δρούσαν στο περιβάλλον του κυττάρου μετατρέπονται σε βιολογικές ουσίες που δρουν στο εσωτερικό του κυττάρου κατευθύνοντας την λειτουργία του. Ήδη κυκλοφορούν τέτοιου είδους φάρμακα είτε για κοινά προβλήματα, όπως τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, είτε για πιο σπάνιες ασθένειες, όπως η αμυλοείδωση της καρδιάς, ενώ αναμένονται μεγάλες εξελίξεις στα φάρμακα που θα αντιμετωπίζουν την καρδιακή ανεπάρκεια.
Τέλος, μεγάλη εξέλιξη υπήρξε στις εμφυτεύσιμες συσκευές, βασικές κατηγορίες των οποίων είναι οι βηματοδότες, τα stents των αγγείων (ενδοαγγειακές προθέσεις), οι βαλβίδες της καρδιάς και η «τεχνητή καρδιά». Η ιστορία τους είναι μακρά πλέον, αλλά οι εξελίξεις δεν φαίνεται να σταματούν σύντομα. Για να σας δώσω ένα μικρό παράδειγμα για το πού βρισκόμαστε σήμερα και πού πηγαίνουμε θα αναφερθώ στην παλαιότερη εμφυτεύσιμη συσκευή που χρησιμοποιήθηκε στην Καρδιολογία και είναι ο βηματοδότης. Οι βηματοδότες ξεκίνησαν την δεκαετία του 1950, και σήμερα αυτές χρησιμοποιούνται είτε για υποβοήθηση – αντικατάσταση του καρδιακού ρυθμού (απλοί βηματοδότες) είτε για ανίχνευση και θεραπεία δυνητικά θανατηφόρων αρρυθμιών (βηματοδότες – απινιδιστές) ή ακόμη και για τον καλύτερο συντονισμό της καρδιακής λειτουργίας (αμφικοιλιακοί βηματοδότες). Οι συσκευές αυτές είναι εξαιρετικά διαδεδομένες και σαν παράδειγμα σας αναφέρω ότι μόνο στο δικό μας Νοσοκομείο που καλύπτει περίπου 500.000 πληθυσμό, εμφυτεύονται περίπου 600 τέτοιες συσκευές το χρόνο. Είναι πλέον τόσο εξελιγμένες συσκευές που ο γιατρός μπορεί να παρακολουθεί από μακριά τον ασθενή λαμβάνοντας τα στοιχεία από τη συσκευή μέσω διαδικτύου. Το επόμενο βήμα φαίνεται να είναι οι βιολογικοί βηματοδότες όπου ειδικά κύτταρα θα εμφυτεύονται στην καρδιά για να θεραπεύουν το πρόβλημα της έλλειψης του δικού της καρδιακού ρυθμού.
4. Η σύγχρονη πρόληψη και η θεραπεία των καρδιαγγειακών παθήσεων που βρίσκεται αυτή τη στιγμή;
Ας ξεκινήσουμε με την πρόληψη, ένα κομμάτι στο οποίο έχουν γίνει άλματα. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι εν πολλοίς πρόβλημα εκφύλισης οργάνων που προκαλείται προϊόντος του χρόνου και η πρόληψη είναι απαραίτητη, ώστε η φθορά αυτή να παρουσιασθεί σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ηλικία. Επίσης, μολονότι έχουμε διάφορες μορφές καρδιαγγειακών νοσημάτων, οι δύο σημαντικότερες, η στεφανιαία νόσος και η καρδιακή ανεπάρκεια, έχουν πολλές κοινές αιτίες που εάν τις αντιμετωπίσουμε έγκαιρα η εμφάνιση της νόσου θα αργήσει, ενώ όταν εμφανισθεί θα έχει ηπιότερη μορφή. Σήμερα πλέον γνωρίζουμε πολύ καλά τις αιτίες που είναι απλές όπως τα υψηλά επίπεδα στο αίμα της χοληστερόλης, ο σακχαρώδης διαβήτης, η ανθυγιεινή διατροφή, το κάπνισμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η καθιστική ζωή και το στρες.
Επιπλέον, από τη γνώση των αιτίων πλέον έχουμε και τις θεραπείες. Η πιο δύσκολη και πιο απλή θεραπεία είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής μας. Απλά πρακτικά μέτρα που έχουν σχέση με το τι τρώμε, πώς αυξάνουμε το χρόνο κίνησης – άσκησής μας, καθώς και η διακοπή του καπνίσματος. Τα παραπάνω, όπως επισήμανα, είναι τα απλούστερα, αλλά και τα δυσκολότερα να εφαρμοσθούν. Η ιατρική ευτυχώς έχει κατασκευάσει φαρμακευτικές ουσίες που πλέον είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές όσον αφορά στη μείωση της χοληστερόλης, τη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα και ταυτόχρονα τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων, τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και τη μείωση της πηκτικότητας του αίματος.
Η αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου, των διαταραχών του ρυθμού, των νόσων των καρδιακών βαλβίδων και της καρδιακής ανεπάρκειας έχουν κάνει επίσης τρομακτικές προόδους και έχουν θωρακίσει σε μεγάλο βαθμό την υγεία των πολιτών.
Η ιατρική επιστήμη κινείται με γοργούς ρυθμούς ως προς την πρόληψη και τη θεραπεία των διαφόρων ασθενειών, όπως φαίνεται άλλωστε και από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Τα τελευταία χρόνια το προσδόκιμο ζωής των πολιτών των δυτικών κοινωνιών έχει αυξηθεί περίπου κατά 10 χρόνια και από αυτά, τα 7 χρόνια οφείλονται στην εξέλιξη της Καρδιολογίας.
Η επιτυχία όμως αυτή στην αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών νοσημάτων δημιουργεί την εντύπωση, κυρίως σε όσους παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, ότι ήδη φτάσαμε στο τέλος της εξέλιξης και ότι είτε δεν υπάρχει είτε δεν χρειάζεται παραπέρα πρόοδος. Το πρόβλημα αυτό, το οποίο πρέπει να ομολογήσω διαφαίνεται και διεθνώς, έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των προϋπολογισμών δαπανών στον τομέα της καρδιολογίας. Όμως αυτό είναι λάθος γιατί η Καρδιολογία έχει τη δυναμική να πάει ακόμα πιο μακριά και να φέρει στο προσκήνιο πολλές ακόμα λύσεις που θα βελτιώσουν την ποιότητα και το προσδόκιμο επιβίωσης όλων μας.
Αυτό που αναμένει ο άνθρωπος από την Ιατρική είναι αρχικά να μην αρρωστήσει, στη συνέχεια εάν αρρωστήσει να ζήσει, ακολούθως εάν ζήσει να αναρρώσει γρήγορα και με τρόπο που να μπορεί να ενσωματωθεί στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν την αρρώστιά του. Ιδιαίτερα δε εάν είναι ηλικιωμένος, και πλέον η κοινωνία μας έχει όλο και περισσότερο ηλικιωμένα μέλη, να διατηρηθεί στην ζωή έχοντας δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης. Τα παραπάνω είναι εξαιρετικά σημαντικά και καθορίζουν το οικονομικό και κοινωνικό κέρδος που προσφέρουν οι διάφορες θεραπείες, με αντίτιμο βέβαια το κόστος τους. Πρέπει να γίνει αντιληπτό από την κοινωνία, την ηγεσία της αλλά και από τους ίδιους τους λειτουργούς υγείας ότι οι θεραπείες των καρδιαγγειακών νοσημάτων, λόγω της ευρείας τους αναφοράς, αλλά και της αποτελεσματικότητας τους, έχουν ανάγκη συνέχισης της χρηματοδότησής τους για να συνεχίσουν να προσφέρουν κρατώντας τους ανθρώπους ζωντανούς, υγιείς και πλήρως ενσωματωμένους στην κοινωνική καθημερινότητα.
Ξαναγυρνώντας στη θεραπευτική αντιμετώπιση της τρίτης ηλικίας, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι η ιατρική αντιμετώπιση των ηλικιωμένων δεν έχει απλά τη μορφή της απόδοσης σεβασμού και τιμής σε όσους έχουν προσφέρει. Η διατήρηση του ηλικιωμένου σε επίπεδα αυτοεξυπηρέτησης είναι απαραίτητη για την ζωή των νεότερων, καθώς το κόστος οικονομικό, συναισθηματικό και κοινωνικό αντιμετώπισης ατόμων χωρίς δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης είναι τεράστιο, ιδιαίτερα σε κοινωνίες που ο αριθμός των ηλικιωμένων τελεολογικά αυξάνεται.
Το χειρότερο βέβαια σενάριο, είναι να υπάρχουν οι θεραπείες αντιμετώπισης και να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα συστήματα υγείας για όσους θα τις χρειάζονται για λόγους οικονομικούς. Χρειάζεται επομένως μεγάλη προσοχή ώστε να μην εισέλθουν πρακτικές μη ιπποκρατικής ηθικής στην αντιμετώπιση των ασθενών.
Για παράδειγμα σήμερα, ζητήματα ιατρικής ηθικής απασχολούν όλο και πιο συχνά τα ΜΜΕ αλλά και την κοινή γνώμη. Όπως σε κάθε περίοδο κρίσης, η σχέση γιατρού-ασθενούς και η προσήλωση του γιατρού στο καθήκον του καθώς και οι αρχές της ιατρικής δεοντολογίας έρχονται σε σύγκρουση με τις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται σε κάθε εποχή. Η προσήλωση στο ιατρικό καθήκον, το πραγματικό ενδιαφέρον, η υγιής και καλή σχέση με τον ασθενή αποτελούν βασικό άξονα και στο πλαίσιο αυτό η ιατρική δεοντολογία και η ιατρική ηθική αποκτούν και στις μέρες μας πάλι ξεχωριστή αξία.
5. Σε τι σημείο είναι η έρευνα για την κλινική ιατρική πράξη στον τομέα της καρδιολογίας;
NEWSLETTER
Λάβετε τα καλύτερα του Nextdeal στα εισερχόμενά σας, κάθε μέρα.
Πιστεύω ότι τα επόμενα έτη θα έχουμε μεγάλες «εκρήξεις» στην Καρδιολογία. Η μία θα είναι η νέα προσέγγιση της φαρμακευτικής θεραπείας. Η νέα προσέγγιση έχει δύο συνιστώσες. Η μία είναι αυτή που αναφέρθηκε και παραπάνω.
Περνάμε από τη φάση των χημικών φαρμάκων στα βιολογικά φάρμακα. Το βλέπουμε αυτό στη νέα τεχνολογία που χρησιμοποιείται για το εμβόλιο κατά του κορονοϊού. Αυτό θα δημιουργήσει μια τεράστια έκρηξη στην ανακάλυψη θεραπειών. Η δεύτερη συνιστώσα είναι στην αλλαγή της λογικής της φαρμακοθεραπείας. Σύντομα θα οδηγηθούμε στη λογική του εμβολίου. Με βάση τη λογική αυτή δεν θα χρειάζεται να λαμβάνουμε καθημερινά φάρμακα, αλλά θα αρκεί μία μικρή ένεση σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως συμβαίνει και με τα εμβόλια. Ήδη έχουμε τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της υπερχοληστερολαιμίας χορηγώντας μία ένεση κάθε 15 ημέρες ή κάθε μήνα, αλλά σύντομα αναμένονται φάρμακα που θα χορηγούνται μία φορά τον χρόνο. Κάτι ανάλογο είναι πιθανό να συμβεί και με την υπέρταση. Αυτές είναι εξελίξεις που μας οδηγούν σε μια νέα εποχή.
Ένα ακόμη βήμα που θα αλλάξει τα δεδομένα είναι μια καινούργια διάσταση στην πρόληψη της στεφανιαίας νόσου, η λογική της πρώιμης διάγνωσης – πρόληψης. Φαίνεται ότι σύντομα θα είναι δυνατόν ο καθένας να υποβάλλεται σε μία εξέταση και να μαθαίνει με μια ακρίβεια περίπου 50% όχι μόνο εάν θα πάθει έμφραγμα την επόμενη 5ετία, αλλά και σε ποια αρτηρία θα νοσήσει. Επομένως θα είναι δυνατόν είτε να αυξήσει την ένταση της φαρμακευτικής του αγωγής είτε εάν αυτό δεν αποδίδει να υποβληθεί σε αγγειοπλαστική και να μην νοσήσει.
Τέλος, όσον αφορά την τεχνολογία των εμφυτεύσιμων συσκευών, με την εξέλιξη των ήδη υπαρχόντων και τη δημιουργία καινούργιων, η πρόοδος είναι συνεχής. Παραπάνω αναφέρθηκε η δημιουργία βιολογικών βηματοδοτών. Η τεχνολογία όμως δεν σταματά εκεί. Η τελειοποίηση μικρών, πλήρως εμφυτεύσιμων συσκευών υποβοήθησης της κυκλοφορίας (τεχνητές καρδιές) φαίνεται ότι θα είναι δυνατή στο σύντομο μέλλον. Είναι επίσης σημαντικό να τονισθεί ότι οι οποιεσδήποτε συσκευές θα πάψουν να είναι φτιαγμένες από μηχανικά υλικά και αντί αυτών θα χρησιμοποιούνται βιολογικά. Τα βιολογικά υλικά θα ενσωματώνονται πιο εύκολα στο σώμα και θα έχουν τη δυνατότητα να αυτοαποκατάστασης σε περίπτωση προβλήματος.
Και το σημαντικό είναι ότι όλες αυτές οι λειτουργίες θα γίνονται με ελάχιστα επεμβατικές πράξεις. Όσο πιο μικρό είναι το χειρουργικό τραύμα τόσο πιο εύκολη θα είναι η αποκατάσταση του ασθενούς. Οι ελάχιστα επεμβατικές πράξεις βασίζονται στη δυνατότητα του χειρουργού / επεμβατικού ιατρού να φτάσει στο όργανο που πάσχει και χρειάζεται επιδιόρθωση όχι με μεγάλο ανοικτό χειρουργικό τραύμα, αλλά είτε με μικρές οπές στο δέρμα είτε από άλλη διαδρομή, από φυσικές προ-υπάρχουσες οδούς χωρίς να τραυματίσει το σώμα. Η προσέγγιση αυτή μειώνει τις επιπλοκές και την αποκατάσταση του ασθενή.
Πρέπει όμως να τονισθεί ότι δεν αρκεί η επιστήμη να μπορεί να προσφέρει τις θεραπευτικές μεθόδους. Πρέπει και ο κάθε ασθενής να έχει τη δυνατότητα να θεραπευθεί με αυτές. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει οι μέθοδοι αυτές να μπουν στην καθημερινή κλινική πρακτική των δημόσιων νοσοκομείων. Για παράδειγμα, η ρομποτική χειρουργική πρέπει να μπει στα δημόσια νοσοκομεία. Το να μην έχουν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ τη δυνατότητα χρήσης ρομποτικών μηχανημάτων, είναι μια λανθασμένη απόφαση και δυσλειτουργία του συστήματος υγείας.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις στο σύνολό τους, όχι μόνο θα αυξήσουν κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής, αλλά και την παραγωγική δυναμική των πολιτών, καθώς ο αυριανός 80χρονος αναμένεται να είναι ισάξιος σε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα με τον σημερινό 60χρονο. Αυτό βέβαια είναι απαραίτητο, εάν θέλουμε να επιβιώσουμε σαν κοινωνία, λαμβάνοντας υπόψη την υπογεννητικότητα.
6. Κύριε καθηγητά μεταξύ των πολλών εθνικών και διεθνών διακρίσεων κατακτήσατε με την επιστημονικής σας ομάδα και το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για πρωτότυπη επιστημονική εργασία επί της θεραπείας του καρκίνου ή επί της θεραπείας των παθήσεων της καρδιάς. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι ακριβώς πραγματεύεται η εργασία και ποια είναι η εφαρμογή της στην κλινική πράξη;
Ένα από τα πράγματα που μελετήσαμε στα Γιάννενα και συνεργαστήκαμε με τα μεγαλύτερα κέντρα διεθνώς είναι η πρόβλεψη της εξέλιξης της αθηρωματικής νόσου. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει κάποια βλάβη στις αρτηρίες του. Αν για τον συγκεκριμένο άνθρωπο έχουμε απεικόνιση των αγγείων του αλλά και τα βιολογικά χαρακτηριστικά του θα μπορούμε να βρούμε τι εξέλιξη θα έχει και σε ποια σημεία. Μπορούμε με διάφορες μεθόδους να έχουμε μια προβλεπτική ικανότητα της ανάπτυξης αθηρωμάτωσης από το 18% στο 51%. Αυτή η μελέτη βοήθησε σημαντικά στο να δοθεί νέα προοπτική στην αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω.
7. Η δυνατότητα εξειδίκευσης των νέων επιστημόνων, καθώς και μετεκπαίδευσης σε υψηλού επιπέδου κέντρα, είναι εύκολη για τους Έλληνες;
Δυστυχώς, δεν υπάρχει το κατάλληλο σύστημα στη χώρα μας να βοηθήσει αυτές τις διαδικασίες και παρότι έχουμε το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε στα Γιάννενα. Να φτιάξουμε επί της ουσίας ένα «θερμοκήπιο» επιστημόνων όπου θα παρέχουμε εκπαίδευση σε νέους επιστήμονες. Το σημαντικό είναι να μπορείς να επιλέξεις το ανθρώπινο δυναμικό όχι απλά που χρειάζεσαι, αλλά που μπορεί να ενσωματωθεί στην ομάδα και να προσφέρει αυτό που η ομάδα έχει ανάγκη. Χρειαζόμαστε τους καταλληλότερους για την κάθε θέση και αυτούς πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να επιλέγουμε.
Εμείς τους φέρνουμε σε επαφή με κέντρα του εξωτερικού και τους στέλνουμε και για εκπαίδευση. Το πρόβλημα όμως είναι πώς να τους επαναφέρουμε και να τους ενσωματώνουμε στην ομάδα.
Πάρα πολύ σημαντικό σε όλο αυτό το εγχείρημα είναι να υπάρχει κάποιος που να εμπνέει τους άλλους γιατί αυτό βοηθά στο να λειτουργεί η ομάδα με απώτερο σκοπό το κοινό καλό. Ο Έλληνας έχει φοβερές δυνατότητες, λειτουργεί ως πολυεργαλείο και μπορεί να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, ενώ αν πιστέψει πραγματικά σε κάτι, κάνει πολλές προσωπικές θυσίες για το κοινό καλό. Επιπλέον, μπορεί να ακολουθεί την ένταση της δουλειάς όταν αυτή υπάρχει.
8. Η Β’ Καρδιολογική Κλινική έχει αναδειχθεί αναμφισβήτητα σε διεθνές κέντρο καρδιολογίας, καθώς πέραν της παροχής υψηλής ποιότητας ιατρικών υπηρεσιών, ενισχύει την έρευνα και την καινοτομία σε εθνικό επίπεδο ενώ αποτελεί και πόλο έλξης για την επιστροφή νέων επιστημόνων. Εξηγήστε μας τι ακριβώς κάνετε;
Πιστεύω ακράδαντα ότι η επιστήμη όπως και όλοι οι άνθρωποι για να επιβιώσουν πρέπει να είναι διασυνδεδεμένοι. Κανείς δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του. Η ικανότητα να διασυνδέεσαι με αντίστοιχα διεθνή κέντρα βοηθά όχι μόνο στο να μαθαίνεις έγκαιρα τη γένεση κάθε προβληματισμού αλλά και να συμμετέχεις στη λύση του. Να φέρνεις τις νέες τεχνολογίες που επικρατούν παγκόσμια, να εκπαιδεύεις το προσωπικό σου για να αποδεχθούν και να εφαρμόσουν στη συνέχεια αυτές τις τεχνολογίες. Διότι το σημαντικό δεν είναι μόνο να φέρεις τις νέες τεχνολογίες στο νοσοκομείο ή την κλινική σου, αλλά να ξέρεις να τις λειτουργήσεις σωστά και να τις προσφέρεις μετά στην κοινωνία και στον άνθρωπο. Γιατί «η έννοια της ιατρικής και της προσφοράς είναι αλληλένδετες!».
Ποιος είναι ο καθηγητής Λάμπρος Κ. Μιχάλης
Γεννήθηκε το 1960 στην Άρτα, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1978 εισήχθη 5ος στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ από όπου αποφοίτησε το 1984 με Άριστα. Έλαβε υποτροφίες από το Εθνικό Ίδρυμα Υποτροφιών για όλα σχεδόν τα έτη φοίτησης στην Ιατρική Σχολή.
Το 1989 έλαβε τη διδακτορική του διατριβή από την Ιατρική Σχολή Αθηνών με Άριστα, ενώ το 1992 έγινε μέλος του Royal College of Physicians του Λονδίνου (MRCP) μετά από εξετάσεις. Ειδικότητα Καρδιολογίας και μετεκπαίδευσή στην Επεμβατική Καρδιολογία έκανε στη Μεγάλη Βρετανία όπου, μετά το τέλος της εκπαίδευσής του εκλέχθηκε Λέκτορας στη Σχολή Μεταπτυχιακής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Keele και εργάστηκε για 2 έτη.
Το 1995 εκλέχτηκε Λέκτορας Καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων και επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1999 εκλέχτηκε Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας. Το 2005 έγινε καθηγητής Καρδιολογίας στην ίδια Ιατρική σχολή και από το 2014 διευθύνει τη Β’ Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου Ιωαννίνων.
Έχει λάβει τιμητικές διακρίσεις με σημαντικότερη το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 2013 για πρωτότυπη εργασία επί της θεραπείας των παθήσεων της καρδιάς.
Έχει υπηρετήσει ως: αντιπρόεδρος της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αντιπρόεδρος του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Ιωαννίνων, μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Επεμβατικής Καρδιολογίας της ΕΚΕ, πρόεδρος της Ομάδας Περιφερικών Αγγείων της Ελληνικής Καρδιολογίας, μέλος της επιτροπής του ΚΕΣΥ, πρόεδρος του Ελληνικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, μέλος της επιτροπής της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας από το 2018 έως σήμερα, διατελεί πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κληροδοτήματος Γ. Μιχαηλίδη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, είναι εκπρόσωπος των Ελλήνων Καρδιολόγων στον Ευρωπαϊκή Οργάνωση από το 1999 έως σήμερα, από το 2013-2017 γραμματέας του UEMS Cardiology Section και αντιπρόεδρος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πιστοποίησης Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης για την Καρδιολογία, ενώ από το 2017 έως σήμερα είναι o πρόεδρος τoυ UEMS Cardiology Section.
Συνδύασε την έρευνα, την εκπαίδευση και την κλινική αριστεία και οργάνωσε την επεμβατική καρδιολογία κλινικά και ερευνητικά στη ΒΔ Ελλάδα, ενώ υπήρξε πρωτοπόρος στην οργάνωση της Επεμβατικής Καρδιολογίας στην Ελληνική Περιφέρεια. Έχει συμμετάσχει ή συμμετέχει σε 14 διεθνείς πολυκεντρικές μελέτες, σε 8 ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από εθνικούς φορείς και σε 2 ερευνητικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει 298 δημοσιευμένες εργασίες, και έχει συγγράψει κεφάλαια σε 15 ξενόγλωσσα βιβλία και έχει επιμεληθεί την έκδοση τριών.
Η ιστορία του Νοσοκομείου Ιωαννίνων
Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων ιδρύθηκε με Προεδρικό Διάταγμα. Η δυναμικότητα του είναι 850 κλινών. Το νοσοκομείο βρίσκεται σε μια έκταση 68000 τ.μ. επί της Λεωφόρου Σταύρου Νιάρχου. Λειτουργούν τμήματα Παθολογικού, Χειρουργικού, Ψυχιατρικού και Εργαστηριακού Τομέα της Ιατρικής Υπηρεσίας. Στους χώρους του νοσοκομείου παράγονται ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο διαθέτοντας ιατρικό και τεχνολογικό εξοπλισμό. Το Νοσοκομείο παρέχει Υπηρεσίες Υγείας υψηλής ποιότητας, παράγει πλούσιο ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο και διαθέτει άρτιο ιατρικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, αποτελώντας έτσι το μεγαλύτερο και πιο πλήρες νοσοκομείο της Δυτικής Ελλάδας, είναι το μεγαλύτερο σε επισκεψιμότητα Νοσοκομείο της Ελλάδας και ένα από τα πιο καινοτομικά και προοδευτικά νοσοκομεία της χώρας.