ΜΕΝΟΥ
Πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο η ιδιωτική κατά κεφαλή φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα!

Πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο η ιδιωτική κατά κεφαλή φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα!

Health Newsroom

Η μείωση των εθνικών πόρων για την Υγεία δεν ήταν η μόνη που μετακύλησε το κόστος στους ασθενείς. Ένας ακόμη παράγοντας ήταν εκείνος της μείωσης των κρατικών δαπανών για το φάρμακο.

Αξίζει μόνο να σημειωθεί πως η δημόσια δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα από 4,8 δισ. το 2009 διαμορφώθηκε στα 1,9 δισ. το 2018, σημειώνοντας έτσι μείωση σε ποσοστό 58,7%. Αντίστοιχα, πτωτική πορεία παρουσιάζει και η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα στην Ελλάδα καθώς από 430 ευρώ ανά κάτοικο το 2009, μειώθηκε στα 198 ευρώ το 2017, έναντι των 310 ευρώ το 2017 που ίσχυε για την ΕΕ, ή περίπου 112€ λιγότερα. Αντιθέτως, η αντίστοιχη ιδιωτική δαπάνη σημείωσε άνοδο από 1,3 δισ. το 2009 στα 1,8 δισ. το 2018. Παράλληλα, περίπου το ήμισυ των δαπανών για φάρμακα (εξωνοσοκομειακές δαπάνες) προέρχονται από άμεσες ιδιωτικές πληρωμές οι οποίες συνιστούν το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές (13 %) έναντι 5,5% στη ΕΕ ή 58% υψηλότερα. (ΙΟΒΕ, 2020)

Σύμφωνα με τον καθηγητή Υφαντόπουλο, η μέση κατανομή κόστους των φαρμακευτικών προϊόντων εκτινάχθηκε από 13,3% σε 18% μεταξύ 2012 και 2013, ενώ η μέση χρέωση ασθενούς ανά συνταγή αυξήθηκε κατά 65,2% μεταξύ 2011 και 2014. (Yfantopoulos, 2018).

Επομένως τα νοικοκυριά και μεμονωμένοι πολίτες αναγκάζονται να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα ούτως ώστε να έχουν πρόσβαση στο φάρμακο.

Στα πλαίσια της ίδρυσης του ΕΟΠΥΥ, θεσμοθετήθηκαν περιορισμοί στον αριθμό των χρηματοδοτούμενων από τον Οργανισμό επισκέψεων ανά ιατρό. Η πρόβλεψη αυτή ναι μεν, μείωσε το ενδεχόμενο υπερθεραπείας και υπερσυνταγογράφησης φαρμάκων αλλά είχε και ως αρνητική επίπτωση, πολλές φορές ασθενείς να καθυστερούν στην εύρεση της απαραίτητης περίθαλψης, είτε να στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα, πράγμα αδιανόητο για άτομα με χαμηλά εισοδήματα, με ο,τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει αυτή η εξέλιξη στην υγεία τους.

Ταυτόχρονα ορισμένες από τις υπηρεσίες που θεωρητικά παρέχονται, στη πραγματικότητα δεν είναι διαθέσιμες. Για παράδειγμα, υπάρχει μία σταθερή χρέωση, η οποία είναι πολύ χαμηλότερη από τις τιμές της αγοράς για περιορισμένες οδοντιατρικές υπηρεσίες που μπορούν να παρέχουν συμβεβλημένοι οδοντίατροι, οι οποίοι πιθανόν λόγω της μειωμένης χρέωσης, δεν έχουν συνάψει συμβάσεις με τον ΕΟΠΠΥ. Στο ΕΣΥ παρέχονται οδοντιατρικές υπηρεσίες στα εξωτερικά ιατρεία των δημόσιων νοσοκομείων και υπάρχει επίσης περιορισμένη ικανότητα παροχής οδοντιατρικών υπηρεσιών σε κέντρα υγείας, τα οποία συνήθως δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό. Η έλλειψη πλήρους κάλυψης, είτε από τον ΕΟΠΥΥ είτε από την ιδιωτική ασφάλιση, σημαίνει σχεδόν εξ ολοκλήρου άμεσες πληρωμές από τους ίδιους τους ασθενείς, καθιστώντας την έτσι έναν από τους κυρίαρχους τομείς άμεσων πληρωμών, με πάνω από το 14% των αντίστοιχων συνολικών δαπανών που καταβάλλουν τα νοικοκυριά. (OECD, 2019a).

Όσον αφορά δε, στη φαρμακευτική δαπάνη, έχει οριστεί τέλος συμμετοχής 25%, που καταβάλλει ο ασφαλισμένος για συνταγογραφούμενα φάρμακα. Εξαιρούνται κατηγορίες χρόνιων παθήσεων που τα φάρμακα τους χορηγούνται με συμμετοχή 10% ή με μηδενική συμμετοχή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν καταβάλλεται τέλος συμμετοχής από τους ασφαλισμένους για φάρμακα υψηλού κόστους, τα οποία παρέχονται μόνο από  τα φαρμακεία δημόσιων νοσοκομείων και τον ΕΟΠΥΥ.

Η μειωμένη ή μηδενική συμμετοχή αφορά μόνο στα φαρμακευτικά σκευάσματα για τη θεραπεία και αντιμετώπιση των αντίστοιχων και πολύ συγκεκριμένων παθήσεων. Οι ίδιοι κανόνες, σύμφωνα με τον ΕΟΠΥΥ, ισχύουν για τα ανασφάλιστα άτομα (κάτοχοι AMKA και KYΠA), αν και ορισμένες κατηγορίες προσώπων εξαιρούνται από οποιαδήποτε συμμετοχή: όπως αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες, φυλακισμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% κ.λπ. (ΕΟΠΥΥ, 2020). Επίσης απαλλαγή δικαιούνται όσοι χαμηλοσυνταξιούχοι ήταν δικαιούχοι του ΕΚΑΣ το οποίο και πλέον έχει καταργηθεί.

Σε περίπτωση που ο ασθενής επιλέξει φάρμακο με λιανική τιμή υψηλότερη από την ασφαλιστική τιμή (οριζόμενη τιμή αποζημίωσης), πέρα από την προβλεπόμενη θεσμοθετημένη συμμετοχή, θα πρέπει να καλύψει και το σύνολο της διαφοράς μεταξύ της τιμής αποζημίωσης και της λιανικής τιμής του φαρμάκου. Το ποσό που ο ασθενής καλύπτει ωστόσο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος των 50 ευρώ ανά μοναδιαίο σκεύασμα. (ΕΟΠΥΥ, 2020)

Σημαντικό ζήτημα αποτελεί το γεγονός ότι, η «ασφαλιστική τιμή» των φαρμάκων, είναι συνήθως μικρότερη της λιανικής τιμής, με αποτέλεσμα πέραν την συμμετοχής τους οι ασθενείς να επιβαρύνονται και με επιπλέον δαπάνη, καταβάλλοντας το 50% της διαφοράς της λιανικής τιμής από την ασφαλιστική τιμή για τα πρωτότυπα φάρμακα, που δεν έχουν ή δεν κυκλοφορούν αντίστοιχα γενόσημα. Αυτή η συνθήκη, όπως αναφέρει και η Ομοσπονδία Εργαζομένων Φαρμακευτικών και Συναφών Επαγγελμάτων, έχει συντελέσει στην  εκτόξευση της μεσοσταθμικής συμμετοχής των ασθενών, η οποία από το 9% που ήταν το 2009 έφτασε στο 35% περίπου το 2016. (ΟΕΦΣΕΕ, 2017)

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε επιστολή του προς τους συλλόγους ασθενών, ο πρώην Υπ. Υγείας Αν. Ξανθός ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η μείωση των λιανικών τιμών όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε πάντα ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση της συμμετοχής του πολίτη στο κόστος, γιατί λόγω του αλγόριθμου αποζημίωσης, συχνά αυξανόταν η διαφορά λιανικής-ασφαλιστικής τιμής. Από τα 624 εκ. ευρώ που ήταν για το 2018 η θεσμοθετημένη συμμετοχή του ασθενή στη φαρμακευτική δαπάνη, μόνο τα 364 εκ. αντιστοιχούν στο ποσοστό συμμετοχής επί της τιμής (10% ή 25%) και τα 260 εκ. στη διαφορά λιανικής-ασφαλιστικής τιμής».

Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. τα γενόσημα είναι η λύση στη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης. Για την αύξηση του μεριδίου τους στη φαρμακευτική αγορά, θεσπίστηκε το 2017 στόχος 60 % επί του μεριδίου των συνταγών με διεθνή κοινόχρηστη ονομασία (ΔΚΟ), για εξωνοσοκομειακά φάρμακα, ποσοστό ανάλογο του ΕΕ μέσου όρου. Ωστόσο, το μερίδιο (σε όγκο) στην Ελλάδα παρότι σε σχετική άνοδο, δεν έφτασε καν το μισό του στόχου, ήταν 27 %, έναντι του αντίστοιχου στην ΕΕ που ήταν 50%, παραμένοντας από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. (ΙΟΒΕ, 2019).

Σε ό,τι αφορά όμως τα Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ), αν και υπάρχουν κατάλογοι με τιμές, οι οποίοι ανανεώνονται συνεχώς, αυτές δεν είναι δεσμευτικές αλλά ενδεικτικές. Όταν δεν υπάρχει περιορισμός στη χονδρική τιμή πώλησής τους στην φαρμακοβιομηχανία για εκατοντάδες φάρμακα ευρείας κατανάλωσης που τα τελευταία χρόνια συνεχώς αυξάνονται σε αριθμό και τα οποία πληρώνονται 100% από τους ασθενείς, αναπόφευκτα το κόστος επιβαρύνει τον καταναλωτή.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Κυριάκο Θεοδοσιάδη, «η απελευθέρωση της χονδρικής τιμής πώλησης των ΜΗΣΥΦΑ και η αύξηση της λιανικής τιμής τους, κάτι που ήταν προαιώνιος πόθος της φαρμακοβιομηχανίας, θα εκτοξεύσει τις τιμές των ΜΥΣΥΦΑ και οι ασθενείς θα πληρώνουν περισσότερα απ’ όσο πλήρωναν μέχρι σήμερα. Μάλιστα, τα φάρμακα αυτά θα τεθούν εκτός του δελτίου τιμών φαρμάκων που εκδίδεται κάθε έξι μήνες και συνεπώς οι τιμές τους θα είναι ελεύθερες και θα εκτιναχθούν προς τα πάνω. Τα χρήματα αυτά θα πάνε στη φαρμακοβιομηχανία, η οποία έτσι κι αλλιώς καθορίζει την τιμή των ΜΗΣΥΦΑ προς τα πάνω και η οποία βάζει χέρι και στο ποσοστό κέρδους των φαρμακοποιών». Καθορισμός λιανικής τιμής για ΜΗΣΥΦΑ

Το συγκεκριμένο μέτρο ήταν κάτι που έβαινε στην αντίθετη πλευρά από την πραγματική κοινωνική ανάγκη, δηλαδή όλα τα φάρμακα να αποζημιώνονται 100% από το κράτος και να συνταγογραφούνται από τους γιατρούς αποκλειστικά με επιστημονικά κριτήρια. Η ύπαρξη «ενδεικτικών τιμών» στις συσκευασίες, στην πραγματικότητα δεν αλλάζει τίποτα για τους ασθενείς, οι οποίοι θα εξακολουθήσουν να πληρώνουν -και με αυτόν τον τρόπο- το φάρμακο εμπόρευμα.

 

Πηγή: Έκθεση των Γιατρών του Κόσμου για την Ιατροφαρμακευτική Περίθαλψη στην Ελλάδα – δείτε εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Διαβάστε επίσης: