Μείωση της συχνότητας εμφάνισης του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ποσοστού θνητότητας παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε ασθενείς ηλικίας άνω των 50 ετών. Αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο του προληπτικού ελέγχου όσο και των αλλαγών σε συνήθειες, όπως είναι η διακοπή καπνίσματος.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, καταγράφεται αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου σε ηλικίες μικρότερες των 50 ετών που αφορά και τα δύο φύλα. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου στα νεότερα άτομα εμφανίζεται πιο συχνά σε προχωρημένο στάδιο και συνήθως η διάγνωση γίνεται με καθυστέρηση.
Τα παραπάνω ανακοίνωσε με αφορμή το 43ο Πανελλήνιο Γαστρεντερολογικό Συνέδριο, ο γαστρεντερολόγος, διευθυντής της Γαστρεντερολογικής κλινικής του Θεαγενείου και πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, Δημήτριος Τζιλβές.
«Οι παράγοντες που ενοχοποιούνται για την αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου στις νεαρότερες ηλικίες είναι η αύξηση του σωματικού βάρους, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, κόκκινου κρέατος και επεξεργασμένων προϊόντων κρέατος και η έλλειψη άσκησης», εξήγησε ο κ. Τζιλβές.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μελέτες έχουν δείξει ότι η αύξηση του δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) κατά 5 μονάδες συνεπάγεται αύξηση κατά 20% του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου σε νέες ηλικίες. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται κατά 69% όταν ο χρόνος μπροστά στην τηλεόραση ξεπερνά τις 14 ώρες την εβδομάδα. Η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή του μικροβιώματος στο παχύ έντερο, γεγονός που επίσης αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
«Ωστόσο, ο ισχυρότερος γνωστός παράγοντας κινδύνου είναι το οικογενειακό ιστορικό. Άτομα με συγγενή πρώτου βαθμού με καρκίνο παχέος έντερου έχουν 2-4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των συγγενών με καρκίνο και ειδικότερα όταν αυτός εμφανίστηκε σε ηλικία κάτω των 50 ετών, τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος νόσησης», τόνισε ο κ. Τζιλβές.
Προληπτικός έλεγχος από τα 45 έτη
Σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, προτείνεται η έναρξη του προληπτικού ελέγχου να αρχίζει από τα 45 έτη. Στις περιπτώσεις, όμως, που υπάρχει τουλάχιστον ένας συγγενής πρώτου βαθμού με καρκίνο παχέος εντέρου ή δύο και περισσότεροι δεύτερου βαθμού συστήνεται η έναρξη να γίνεται στα 40 έτη.
Όπως ανέφερε ο κ. Τζιλβές, σε μελέτη που διεξήχθη από το Γαστρεντερολογικό Τμήμα του Θεαγενείου, εξετάστηκαν τα ευρήματα από κολονοσκοπήσεις ασυμπτωματικών ατόμων που έγιναν από το 2020-2023. Σε σύνολο 492 εξετάσεων, οι 70 αφορούσαν άτομα ηλικίας 45-49 ετών. Όπως προέκυψε, σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα το ποσοστό ανίχνευσης πολυπόδων ήταν 11,8% ενώ στην ηλικιακή ομάδα 60-64 ετών ήταν 37,3%. Το ποσοστό προχωρημένων αδενωμάτων, δηλαδή πολυπόδων με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, ήταν 2,6% στην ομάδα των νεότερων ατόμων και 11,1% στη ομάδα των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας.
Νεότερα θεραπευτικά δεδομένα
Σύμφωνα με τον κ. Τζιλβέ, ο καρκίνος του παχέος εντέρου αντιμετωπίζεται με επιτυχία χάρη στην πρόληψη και τις σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους. Η θεραπεία πρώτης επιλογής είναι η χειρουργική με την αφαίρεση τμήματος του παχέος εντέρου ή ακόμα και των πιθανών μεταστάσεων στο ήπαρ ή στους πνεύμονες, όταν ο αριθμός τους είναι περιορισμένος.
«Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν νεότερα φάρμακα, τα οποία εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων, αναστέλλοντας την περαιτέρω ανάπτυξη του όγκου. Οι συνδυασμοί των φαρμακευτικών θεραπειών έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της επιβίωσης των ασθενών με μεταστατικό καρκίνο παχέος εντέρου», επισήμανε ο κ. Τζιλβές.
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ανοσοθεραπεία που κινητοποιεί το ανοσολογικό σύστημα του ασθενή για την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Η ανοσοθεραπεία χορηγείται μετά τον προσδιορισμό συγκεκριμένων δεικτών, δηλαδή του μοριακού προφίλ του όγκου, δίνοντας την ευκαιρία εξατομικευμένης θεραπείας. Σε μελέτες ασθενών με καρκίνο ορθού στους οποίους χορηγήθηκε ανοσοθεραπεία, οι όγκοι θεραπεύτηκαν χωρίς να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.
«Νεότερη εξέλιξη στη θεραπεία του προχωρημένου τοπικά καρκίνου αποτελεί η χορήγηση χημειοθεραπείας πριν τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Σύμφωνα με μελέτες που παρουσιάστηκαν το 2023, η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη επιβίωση του ασθενή ελεύθερου νόσου», είπε ο κ. Τζιλβές.